27/2/12

Η αναζήτηση της Ρούθιελ (α μέρος)


Οι ώρες στην Ντίμροστ περνούσαν και ο Ντένχαρ δεν εμφανιζόταν, και καινούριος φόβος πλάκωσε την καρδιά της Μίριελ που τον περίμενε να επιστρέψει, αν και υποπτευόταν ότι θα είχε επισκεφτεί τους ηλικιωμένους γονείς του πατέρα του, παρόλο που δεν την είχε ενημερώσει για κάποια τέτοια πρόθεση. Όμως το άλογο γύρισε μόνο του και κανείς από τους φρουρούς δε φαινόταν διατεθειμένος να τον αναζητήσει, ούτε καν εκείνοι που θεωρούσε φίλους του.
Η Ρούθιελ βλέποντας ότι κανείς δεν ξεκινούσε να πάει και η Μίριελ ήταν έτοιμη να καταρρεύσει από την αγωνία, κλείστηκε στο δωμάτιο της και όταν βγήκε δεν φορούσε το φαρδύ φουστάνι της πια, αλλά τα καφέ ρούχα της μητέρας της, που τα είχε μαζί της, και μόνο από το σκούρο γκρίζο μαντήλι που ήταν τυλιγμένο στο κεφάλι της και τα χρυσά της μάτια, ξεχώριζε από εκείνη. Στον αριστερό μηρό της ήταν δεμένο το Έκετ της, και τρέχοντας στο εργαστήριο, πήρε ένα από τα τόξα, μαζί με φαρέτρα και βέλη. Μίλησε στην Μίριελ μόνο για να ρωτήσει και να μάθει πως θα έβρισκε το σπίτι των ηλικιωμένων πεθερικών της, και δεν είπε τίποτα άλλο στην γυναίκα που την κοιτούσε κατάπληκτη, ενώ, παρά τον φόβο που ένιωθε πάντα μπροστά στα άλογα, δε δίστασε ν’ ανέβει πάνω σε ένα απ’ αυτά και να καλπάσει προς την πύλη, ψιθυρίζοντας στο αυτί του αλόγου οδηγίες, στην γλώσσα των Ξωτικών. Οι φρουροί που προσπάθησαν να ελέγξουν τον ιππέα που έτρεχε καταπάνω τους, την είδανε εμβρόντητοι να περνά σαν σίφουνας ανάμεσά τους και να απομακρύνεται προς το βορρά. Ο Χίραν που την είδε κι εκείνος, σκέφτηκε προς στιγμή να την ακολουθήσει, αλλά δείλιασε ξανά και δεν τόλμησε να το κάνει.
Το φεγγάρι ήταν ακόμα πολύ ψηλά όταν ο Γκόν-γκιρι και ο Ντένχαρ, πεζοί, διέσχιζαν το βουνίσιο μονοπάτι των Γιάουρ, για να επιστρέψουν στην πόλη. Όμως άκουσαν άλογο και το είδανε κιόλας από μακριά, που περνούσε ανάμεσα στα δέντρα πιο χαμηλά στην πλαγιά και ήδη απομακρυνόταν, με τον τοξότη αναβάτη του πλαγιασμένο πάνω στο λαιμό του, ντυμένο με σκούρα ρούχα, ενώ η μακριά αλογοουρά του ανέμιζε.
«Έρχεται από την πόλη», είπε ο Ντένχαρ, «αλλά δεν αναγνωρίζω ποιος είναι…»
«Έχει μάτια που αστράφτουν και φορά γκρίζο μαντήλι στο κεφάλι της», απάντησε ο Γκόν-γκιρι και κοίταξε τον Ντένχαρ που είχε μείνει άφωνος από την περιγραφή. «Μάλλον σε ψάχνει», συμπλήρωσε.
«Μα δεν ιππεύει», του είπε εκείνος, «και ποτέ δεν θέλησε να ανεβεί σε άλογο όλ’ αυτά τα χρόνια, ούτε ήξερα ότι θα νοιαζόταν τόσο πολύ ώστε να ψάξει να με βρει η ίδια…»
«Πολλά δεν ξέρεις, και ακόμα περισσότερα δεν βλέπεις…», του απάντησε αινιγματικά και άρχισε να βάζει σημάδια γύρω από το μονοπάτι που ακολουθούσαν για να τα δει εκείνη όταν θα επέστρεφε και να μην ανησυχεί.
Δεν άργησαν να φτάσουν στην Ντίμροστ και όταν ο νέος άνδρας είδε όλους αυτούς που πάνω στα τείχη υποτίθεται ότι έκαναν σκοπιά αλλά όπλισαν τα ελαφρά τόξα τους καθώς τους είδαν να έρχονται από το πουθενά, επειδή στην πραγματικότητα χαζολογούσαν, κατάλαβε αμέσως για ποιο λόγο η Γκλίνενρουθ αποφάσισε να τον αναζητήσει η ίδια. Αν την είχε μπροστά του αυτή τη στιγμή, ορκιζόταν στον εαυτό του ότι θα την άρπαζε στη αγκαλιά του και θα τη φιλούσε οπωσδήποτε, κι ας αντιδρούσε με όποιον τρόπο ήθελε, δεν τον ένοιαζε καθόλου…
«Μην τυχόν και ρίξετε κανένα βέλος στην Ρούθιελ όταν θα ‘ρθει, γενναίοι μου φρουροί», τους είπε ειρωνικά καθώς τους προσπερνούσαν, και μαζί με τον Γκόν-γκιρι ανηφόρισαν προς το σπίτι του. Η Μίριελ που περίμενε στην πόρτα, αγκάλιασε τον γιο της και καλωσόρισε τον Γιάουρ, αλλά κοίταξε να δει και για την νεαρή κοπέλα, νομίζοντας ότι εκείνη τους είχε βρει και τους είχε συνοδεύσει πίσω.
«Δε σας βρήκε η Ρούθιελ;»
«Την είδαμε που πέρασε πιο μακριά από μας, αλλά δεν προλάβαμε να τη φωνάξουμε…Έτρεχε σαν τον άνεμο», της απάντησε ο Ντένχαρ και τα μάτια του έλαμπαν.
«Ξέρει όλους τους δρόμους και θα επιστρέψει ασφαλής από τον πιο σύντομο», της είπε και ο Ντρουγκ και την καθησύχασε.

14/2/12

Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (ε μέρος)


Και ο καιρός περνούσε χωρίς νέα. Είχαν περάσει κιόλας εφτά χρόνια σαν νερό, από την μέρα που είχαν φύγει ο Νέχαρ και ο Ελουρέντ, και σιωπή γύρω από τις εξελίξεις της πολιορκίας είχε πέσει, καθώς κανείς άλλος Χάλαντιν δεν πέρασε από τα μέρη τους, και η αγωνία τους ήταν μεγάλη για τους δικούς τους που έλειπαν μακριά. Οι άνθρωποι παντού επαγρυπνούσαν, επειδή ανησυχούσαν μήπως ο Σάουρον ως κακό πνεύμα διαφύγει προσωρινά από τον στενό κλοιό και επιτεθεί στις πόλεις τους, αν και η μικρή Ντίμροστ δεν κινδύνευε όσο η Οσγκίλιαθ που είχε κρατήσει στο παρελθόν.
Τότε του Ντένχαρ του πέρασε από το μυαλό να πάει ο ίδιος ως τη Μόρντορ, παρόλο που δεν είχε ενηλικιωθεί ακόμα (ώστε να ακολουθήσει και άλλους νεαρούς Νουμενόριαν που έκαναν το ίδιο) και η σκέψη αυτή και η έγνοια ωρίμαζε μέσα του, επειδή ένιωθε την αγωνία της μητέρας του, αλλά και της Γκλίνενρουθ, που τις νύχτες έβγαινε κρυφά από την Μίριελ στην αυλή, και ανέβαινε στη στέγη και κοιτούσε προς την Ανατολή όπου η μάχη μαινόταν. Κι ενώ ήδη κατάστρωνε το σχέδιο να φύγει και εκείνος, έμαθε ότι στις εγκαταστάσεις του Βορρά, είχε επιστρέψει ένας Χάλαντιν που τον ήξερε από παλιά, και πήρε το άλογο τα ξημερώματα, για να πάει να ρωτήσει νέα για τους δυο άντρες. Όμως πήγε να επισκεφτεί και τους παππούδες του, που ζούσαν εκεί κοντά, και έμεινε μαζί τους όλο το απόγευμα , ξεχνώντας ότι η μητέρα του περίμενε, μέχρι που νύχτωσε και τότε μόνο ξεκίνησε να φύγει βιαστικά, αφού από τη χαρά του για τα νέα που πήρε, είχε καθυστερήσει. Γυρνούσε πίσω, όταν ξαφνικά μία σκιά πετάχτηκε μπροστά του και το άλογό του που τρόμαξε, τον έριξε από την πλάτη του και έφυγε καλπάζοντας προς την κατεύθυνση της πόλης.
«Τρελό άλογο», μουρμούρισε ο Ντένχαρ και σηκώθηκε κρατώντας τον ώμο του, όμως στράφηκε προς τον Γιάουρ που τον κοιτούσε.
»Και τώρα πως γυρνάμε πίσω;» τον ρώτησε. «Η Μίριελ θα σηκώσει ολόκληρη την πόλη στο πόδι αν το δει να γυρνά χωρίς τον αναβάτη…»
«Θα σε οδηγήσω εγώ πιο γρήγορα απ’ ότι αν γυρνούσες μόνος», του απάντησε ο Γκόν-γκιρι , «εξάλλου θέλω να δω τη Γκλίνενρουθ…»

3/2/12

Ένα ξωτικοκόριτσο στη Ντίμροστ (δ μέρος)


Την επόμενη το πρωί, η Μίριελ του έκοψε τα μαλλιά του όπως ήθελε, και πραγματικά, της φάνηκε ότι το μικρό της αγόρι είχε μεγαλώσει πρόωρα και είχε γίνει ένας νεαρός άνδρας, και πολλοί που τον είδανε στο εργαστήριο, απορήσανε με την μελαχρινή του ωριμότητα που απόχτησε ξαφνικά. Και η Γκλίνενρουθ που τον είδε κι εκείνη, σάστισε για λίγο και τον κοίταξε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά και ο Ντένχαρ χάρηκε μέσα του, επειδή της είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον, και από τη μέρα εκείνη, το βλέμμα της στράφηκε πολλές φορές προς εκείνον. 
Ο Χίραν δεν επανήλθε στο σπίτι αν και τριγυρνούσε στη γειτονιά, αλλά φρόντισε να διορθώσει τις σχέσεις του μαζί του, όμως παρά τις προσπάθειές του, δεν μπόρεσε να ξαναδεί το χρυσοκάστανο κορίτσι επειδή κι εκείνη σταμάτησε να βγαίνει στην πόλη. Ένα φθινοπωρινό βράδυ όμως, η πόρτα χτύπησε και στο άνοιγμα φάνηκε ένας από τους φρουρούς της πύλης που συνόδευε τον Γκόν-γκιρι που είχε έρθει να τους δει, και ενώ ήξερε ποιο είναι το σπίτι, δε θέλησαν να τον αφήσουν να πάει μόνος του ως εκεί. Ο νεαρός φρουρός όλο και προσπαθούσε να ρίξει κρυφές ματιές από την είσοδο που στεκότανε, θέλοντας προφανώς κι εκείνος να δει τη Ρούθιελ, αλλά η Μίριελ δεν τον άφησε να περάσει μέσα και τον ευχαρίστησε ευγενικά, κλείνοντάς του την πόρτα.
Κάθισαν όλοι γύρω από το τραπέζι σε μια παρέα, όπως πολύ παλιά συνήθιζαν να κάθονται οι Χάλαντιν με τους Γιάουρ, και η Μίριελ θέλησε να του προσφέρει κρασί, αλλά η Ρούθιελ που έλαμπε ολόκληρη, τη σταμάτησε.
«Μόνο νερό πίνουν οι Ντρούγκου και τίποτ’ άλλο», της είπε ξέροντας ακόμα κι αυτήν την μικρή λεπτομέρεια, αφού είχε ζήσει μαζί τους όλα της τα χρόνια, μέχρι την αναχώρηση του πατέρα της.
Κι από ‘κείνο το βράδυ, ο Γκόν-γκιρι ερχόταν σχετικά συχνά να την επισκεφτεί, μόνο βραδινές ώρες, και η Ρούθιελ χαιρόταν πολύ που τον έβλεπε και ζητούσε να μαθαίνει τα νέα της φυλής του και τα κυνήγια, και ο Ντένχαρ κατάλαβε ότι τον αγαπούσε πολύ, επειδή αρκετά βράδια, περίμενε σιωπηλή να τον δει να έρχεται. 
Οι νεαροί φρουροί σχεδόν τσακώνονταν για το ποιος θα τον συνοδεύσει ως την πόρτα του σπιτιού, ελπίζοντας ότι θα κατάφερναν να την δουν, αλλά εκείνη έμενε απομονωμένη απ’ όλους εκτός από την Μίριελ και εκείνον, και όσες φορές στάθηκε και ο ίδιος πάνω στο Ξύλινο τείχος, τον κοιτούσαν με φθόνο. Δεν ασχολούνταν πια μαζί τους και δεν έδινε καμιά σημασία στα πικρόχολα σχόλιά τους, αφού ήξερε καλά ότι πολύ λίγο ενδιαφέρονταν για τα αισθήματα του κοριτσιού, και τον θεωρούσαν υπεύθυνο που εκείνη δεν εμφανιζόταν πουθενά. Φαίνονταν σίγουροι ότι την κρατούσε εκείνος κρυμμένη από τα διψασμένα μάτια τους, και πίστευαν ότι την φυλούσε μόνο για τον εαυτό του. Πάνω σ’ αυτό το τελευταίο δεν είχαν και τόσο άδικο, και δε στεναχωριόταν ιδιαίτερα που η Γκλίνενρουθ έμενε μέσα στο σπίτι, όμως αυτό που του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν ότι δεν εξέφρασε ποτέ την επιθυμία να επισκεφτεί το δάσος στο Άντραστ και τα εδάφη των Ντρούγκου, και είχε μονίμως καλυμμένα τα μαλλιά της με το μαντήλι, και ελάχιστες φορές την ξαναείδε να τα έχει ελεύθερα στην πλάτη της.
Όμως ομόρφαινε συνεχώς και οι νεαροί θαυμαστές της συγκεντρώνονταν σαν τις μέλισσες γύρω από το μέλι όταν και όπου μαθαίνανε ότι πήγαινε ή υπήρχε περίπτωση να πάει, και όταν ερχόταν η ώρα να μαζευτεί το λινάρι, η πόλη άδειαζε και μεταφερόταν στους αγρούς γύρω από τα τείχη και η Μίριελ χαμογελούσε αμήχανα με την επιμονή των νεαρών ανδρών και την ευρηματικότητά τους. Αλλά η Ρούθιελ δεν ενδιαφερόταν για κανέναν και κοίταζε μόνο τη δουλειά της και εξαφανιζόταν στο σπίτι μόλις τελείωνε, και ποτέ δεν πήρε μέρος σε καμία γιορτή που γινόταν στην πόλη. 
Δεν είχε φιλίες ούτε με κορίτσια, επειδή οι αδελφοί τους προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις σχέσεις τους μαζί της, και μετά από τις πρώτες δειλές επισκέψεις με αυτούς για ακροατήριο, δεν θέλησε να ξανασυναντήσει καμία από τις κοπέλες της Ντίμροστ, είτε δημοσίως, είτε στον χώρο του σπιτιού. Δεν κατανοούσε τα πρώτα ερωτικά τους σκιρτήματα και την ενοχλούσε που τη χρησιμοποιούσαν στις εξόδους τους σαν δέλεαρ για την προσέλκυση της παρέας των αγοριών που τις ενδιέφεραν, γι’ αυτό πολύ σύντομα οι επισκέψεις σταμάτησαν, αν και η ίδια σπάνια τις ανταπέδιδε. Ήταν ακατάδεχτη απέναντι σε όλους και ο Ντένχαρ ακόμα που προσπάθησε μια-δυο φορές να τη βγάλει από τον στενό χώρο του σπιτιού, προσέκρουσε στην άρνησή της και δεν ξαναδοκίμασε. Η τακτική όμως αυτή απέδωσε καρπούς, καθώς οι νεαροί της Ντίμροστ, το πήραν απόφαση και άρχισαν να συνδέονται με κορίτσια λιγότερο ακριβοθώρητα από εκείνη. Μόνον ο Χίραν επέμενε, και έψαχνε συνέχεια να βρει την ευκαιρία να τη συναντήσει (κάπου–οπουδήποτε) μόνη της, αν και ήταν απίθανο να συμβεί αυτό, αν όχι αδύνατο.