Οι ώρες στην Ντίμροστ περνούσαν και ο Ντένχαρ δεν εμφανιζόταν, και καινούριος φόβος πλάκωσε την καρδιά της Μίριελ που τον περίμενε να επιστρέψει, αν και υποπτευόταν ότι θα είχε επισκεφτεί τους ηλικιωμένους γονείς του πατέρα του, παρόλο που δεν την είχε ενημερώσει για κάποια τέτοια πρόθεση. Όμως το άλογο γύρισε μόνο του και κανείς από τους φρουρούς δε φαινόταν διατεθειμένος να τον αναζητήσει, ούτε καν εκείνοι που θεωρούσε φίλους του.
Η Ρούθιελ βλέποντας ότι κανείς δεν ξεκινούσε να πάει και η Μίριελ ήταν έτοιμη να καταρρεύσει από την αγωνία, κλείστηκε στο δωμάτιο της και όταν βγήκε δεν φορούσε το φαρδύ φουστάνι της πια, αλλά τα καφέ ρούχα της μητέρας της, που τα είχε μαζί της, και μόνο από το σκούρο γκρίζο μαντήλι που ήταν τυλιγμένο στο κεφάλι της και τα χρυσά της μάτια, ξεχώριζε από εκείνη. Στον αριστερό μηρό της ήταν δεμένο το Έκετ της, και τρέχοντας στο εργαστήριο, πήρε ένα από τα τόξα, μαζί με φαρέτρα και βέλη. Μίλησε στην Μίριελ μόνο για να ρωτήσει και να μάθει πως θα έβρισκε το σπίτι των ηλικιωμένων πεθερικών της, και δεν είπε τίποτα άλλο στην γυναίκα που την κοιτούσε κατάπληκτη, ενώ, παρά τον φόβο που ένιωθε πάντα μπροστά στα άλογα, δε δίστασε ν’ ανέβει πάνω σε ένα απ’ αυτά και να καλπάσει προς την πύλη, ψιθυρίζοντας στο αυτί του αλόγου οδηγίες, στην γλώσσα των Ξωτικών. Οι φρουροί που προσπάθησαν να ελέγξουν τον ιππέα που έτρεχε καταπάνω τους, την είδανε εμβρόντητοι να περνά σαν σίφουνας ανάμεσά τους και να απομακρύνεται προς το βορρά. Ο Χίραν που την είδε κι εκείνος, σκέφτηκε προς στιγμή να την ακολουθήσει, αλλά δείλιασε ξανά και δεν τόλμησε να το κάνει.
Το φεγγάρι ήταν ακόμα πολύ ψηλά όταν ο Γκόν-γκιρι και ο Ντένχαρ, πεζοί, διέσχιζαν το βουνίσιο μονοπάτι των Γιάουρ, για να επιστρέψουν στην πόλη. Όμως άκουσαν άλογο και το είδανε κιόλας από μακριά, που περνούσε ανάμεσα στα δέντρα πιο χαμηλά στην πλαγιά και ήδη απομακρυνόταν, με τον τοξότη αναβάτη του πλαγιασμένο πάνω στο λαιμό του, ντυμένο με σκούρα ρούχα, ενώ η μακριά αλογοουρά του ανέμιζε.
«Έρχεται από την πόλη», είπε ο Ντένχαρ, «αλλά δεν αναγνωρίζω ποιος είναι…»
«Έχει μάτια που αστράφτουν και φορά γκρίζο μαντήλι στο κεφάλι της», απάντησε ο Γκόν-γκιρι και κοίταξε τον Ντένχαρ που είχε μείνει άφωνος από την περιγραφή. «Μάλλον σε ψάχνει», συμπλήρωσε.
«Μα δεν ιππεύει», του είπε εκείνος, «και ποτέ δεν θέλησε να ανεβεί σε άλογο όλ’ αυτά τα χρόνια, ούτε ήξερα ότι θα νοιαζόταν τόσο πολύ ώστε να ψάξει να με βρει η ίδια…»
«Πολλά δεν ξέρεις, και ακόμα περισσότερα δεν βλέπεις…», του απάντησε αινιγματικά και άρχισε να βάζει σημάδια γύρω από το μονοπάτι που ακολουθούσαν για να τα δει εκείνη όταν θα επέστρεφε και να μην ανησυχεί.
Δεν άργησαν να φτάσουν στην Ντίμροστ και όταν ο νέος άνδρας είδε όλους αυτούς που πάνω στα τείχη υποτίθεται ότι έκαναν σκοπιά αλλά όπλισαν τα ελαφρά τόξα τους καθώς τους είδαν να έρχονται από το πουθενά, επειδή στην πραγματικότητα χαζολογούσαν, κατάλαβε αμέσως για ποιο λόγο η Γκλίνενρουθ αποφάσισε να τον αναζητήσει η ίδια. Αν την είχε μπροστά του αυτή τη στιγμή, ορκιζόταν στον εαυτό του ότι θα την άρπαζε στη αγκαλιά του και θα τη φιλούσε οπωσδήποτε, κι ας αντιδρούσε με όποιον τρόπο ήθελε, δεν τον ένοιαζε καθόλου…
«Μην τυχόν και ρίξετε κανένα βέλος στην Ρούθιελ όταν θα ‘ρθει, γενναίοι μου φρουροί», τους είπε ειρωνικά καθώς τους προσπερνούσαν, και μαζί με τον Γκόν-γκιρι ανηφόρισαν προς το σπίτι του. Η Μίριελ που περίμενε στην πόρτα, αγκάλιασε τον γιο της και καλωσόρισε τον Γιάουρ, αλλά κοίταξε να δει και για την νεαρή κοπέλα, νομίζοντας ότι εκείνη τους είχε βρει και τους είχε συνοδεύσει πίσω.
«Δε σας βρήκε η Ρούθιελ;»
«Την είδαμε που πέρασε πιο μακριά από μας, αλλά δεν προλάβαμε να τη φωνάξουμε…Έτρεχε σαν τον άνεμο», της απάντησε ο Ντένχαρ και τα μάτια του έλαμπαν.
«Ξέρει όλους τους δρόμους και θα επιστρέψει ασφαλής από τον πιο σύντομο», της είπε και ο Ντρουγκ και την καθησύχασε.