8/4/12

Η επιστροφή του πολεμιστή (β μέρος)


Θα ήθελε να μπορούσε εκείνος να την συγκρατήσει. Να είχε περισσότερο θάρρος και να την πάρει αγκαλιά, να την βοηθήσει να ξεσπάσει και να την παρηγορήσει για τον χαμό του πατέρα της. Όμως δεν περίμενε ότι το νέο θα ήταν τόσο άσχημο και σκληρό, ώστε να μην προλάβει καν να της πει μια κουβέντα συμπαράστασης! Ούτε ο πατέρας του δεν είχε καταφέρει να της πει καθαρά τι είχε συμβεί στο τέλος, κι ενώ όλα τα νέα που είχανε πάρει μέχρι τότε από την μάχη, ήταν καλά και ενθαρρυντικά. Πως ήταν δυνατό να έχει περάσει τόσος καιρός από την ώρα που η Μόρντορ είχε ηττηθεί και να μην έχουν μάθει τίποτα; Γιατί κανείς δεν θέλησε να τους πει τι είχε συμβεί ή έστω να τους προετοιμάσει; Είναι δυνατό να μην ήξερε κανείς; Ο πατέρας του είχε έρθει τελευταίος από όλους, πίσω στη Ντίμροστ, σχεδόν ένα ολόκληρο χρόνο μετά τη λήξη της πολιορκίας του Μπάραντ-Ντουρ. Η αλήθεια όμως ήταν ότι ενώ ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, όλο και λιγότεροι άνθρωποι είχαν μείνει στην πρώτη γραμμή που αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ξωτικά, και ο πατέρας του ήταν ένας από αυτούς τους ελάχιστους ανθρώπους, ήταν φυσικό λοιπόν να μην γνωρίζουν ότι ο Μπάραν είχε χαθεί, καθώς η πολιορκία τελείωνε.

Ο Νέχαρ χτύπησε την πόρτα της μαλακά μερικές φορές, αλλά δεν πήρε απάντηση.
«Πρέπει να σου πω πως έγινε, Ρούθιελ, άνοιξε μου σε παρακαλώ…» της είπε, όμως ούτε η πόρτα άνοιξε, ούτε και εκείνη του μίλησε. «Ρούθιελ…», επέμεινε, αλλά η σιωπή ήταν το μόνο πράγμα που υπήρχε πίσω από την πόρτα της.
Τότε τράβηξε μία καρέκλα και κάθισε απ’ έξω και της διηγήθηκε την ιστορία του πατέρα της από την αρχή, σχεδόν από την ώρα που τον πρωτογνώρισε στο πλευρό της μητέρας της, μέχρι και την μάχη και το θάνατό του, όμως απ’ όλη την αφήγηση, διάλεξε να παραλείψει την μικρή λεπτομέρεια της άδειας και την χρήση του δακτυλιδιού του, επειδή θεώρησε ότι τίποτα δεν ένωνε τον γιο του με εκείνη, από την εσφαλμένη εντύπωση που είχε μετά την επέμβαση της Μίριελ που την συγκράτησε. Ο γιος του που ακόμα έτρεφε ελπίδες, ένοιωσε να του τσακίζονται τα φτερά και η αμφιβολία για το αν εκείνη τελικά θα έμενε κοντά τους, ειδικά μετά απ’ αυτό το νέο, τον κυρίεψε.
Η ιστορία όμως που άκουσε από το στόμα του πατέρα του, ήταν αντάξια ενός μεγάλου ήρωα και δεν σκέφτηκε ν’ αντιταχτεί στην επιθυμία του Μπάραν, αλλά αποφάσισε ότι έπρεπε να το παλέψει και να βρει την ευκαιρία να πλησιάσει την Ρούθιελ για να της μιλήσει καθαρά για τα αισθήματά του. Στο κάτω-κάτω, θα μπορούσαν να κάνουν υπομονή μέχρι να ενηλικιωθούν και οι δυο, και τότε δεν θα χρειάζονταν πια την άδεια κανενός για να ενωθούν, φτάνει κι εκείνη να τον αγαπούσε (όπως υποπτευόταν) και να τον ήθελε. Και τη βρήκε την ευκαιρία που αναζητούσε, συντομότερα από όσο περίμενε, όταν ο πατέρας του, του είπε για την επίσκεψη στους γονείς του, στην Βόρεια εγκατάσταση και τον ρώτησε αν ήθελε να πάει μαζί του. Θα έμεναν για δύο βράδια εκεί, στο σπίτι των παππούδων του και θα γυρνούσαν πίσω την μεθεπόμενη, αλλά ο Ντένχαρ του μίλησε για την δουλειά στο σιδηρουργείο που τον περίμενε, και το λιβάδι με το λινάρι που είχε μείνει αφρόντιστο, αφού η Ρούθιελ που το είχε αναλάβει, πενθούσε, αποκλεισμένη από τον κόσμο, πίσω από ένα ξύλινο σύρτη. Ο Νέχαρ τότε πρότεινε στην Μίριελ να τον ακολουθήσει και εκείνη δέχτηκε, αν και μία αδιόρατη υποψία πέρασε από το μυαλό της για την προθυμία του γιου της να αναλάβει μόνος του τόσες δουλειές. Έφυγαν όμως, το πρωί της τρίτης μέρας από την επιστροφή του από την Ντάγκορλαντ.

2 σχόλια:

Μαρουλίτα είπε...

Καημένη Ρούθιελ... Θα μείνει μαζί τους όμως τελικά.. Μια απορία μπορώ να παραθέσω ; Δεν ενδιαφέρθηκαν καθόλου τα ξωτικά για την Γκλίνενρουθ όταν έμαθαν την ύπαρξη της ;

Καλό Πάσχα :)
Μαρουλίτα

venthesikymi είπε...

Λοιπόν, αγαπητή μου @Μαρουλίτα, τα καημένα τα ξωτικά ενδιαφέρθηκαν, αλλά το τί συνέβη τελικά,θα το διαβάσεις λίγο παρακάτω...
Τώρα θα κάνω μια διακοπή στις αναρτήσεις επειδη ακόμα γράφω τη 2η εκδοχή του 2ου μέρους του κεφαλαίου, και θα επιστρέψω κάποια στιγμή μέσα στο μήνα, με την συνέχεια...
Καλό Πάσχα να έχεις, και σε ευχαριστώ :)