6/8/12

Η επιστροφή του πολεμιστή (γ μέρος)


Ο Ντένχαρ κοίταξε την κλειστή πόρτα. Η Ρούθιελ ήταν δύο ολόκληρες μέρες κλεισμένη στο δωμάτιο και η μητέρα του ήδη ανησυχούσε αρκετά. Είχε απομονωθεί εκεί και δεν απαντούσε όταν τη φώναζαν, ούτε και ακουγόταν κάτι από μέσα, κι εκείνος απλά, δεν άντεχε άλλο. Είχε μείνει στο σπίτι τους, με την εντολή να κοιτάξει τις δουλειές του και να προσέχει την κοπέλα που έμενε κλειδωμένη στα σκοτεινά, χωρίς να την ενοχλήσει. Εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να μην υπακούσει, επειδή ήθελε να ελέγξει μόνος του την κατάσταση, και δεν ασχολήθηκε ούτε με το σιδηρουργείο, ούτε και με τα λινάρια, επειδή προσπαθούσε να βρει το θάρρος να πραγματοποιήσει το σχέδιό του. Ήταν αργά το απόγευμα, όταν ακούμπησε στην πόρτα της με τον δεξί του ώμο και είπε τ’ όνομά της, αλλά δεν πήρε απάντηση. Τότε, με μια δυνατή σπρωξιά που έδωσε στο κατάλληλο σημείο, τσάκισε τον ξύλινο σύρτη και μπήκε στο δωμάτιό της. Ήταν εκεί, καθισμένη στο κρεβάτι της και τον κοίταζε.
«Έσπασες την πόρτα…» του είπε σαστισμένη.
«Είσαι δυο μέρες κλειδωμένη και δε δίνεις απάντηση παρά τις εκκλήσεις μας, και ανησυχείς για μια πόρτα;!» τη ρώτησε σχεδόν θυμωμένος.
Όμως εκείνη δεν του απάντησε και τα μάτια της ήταν σκοτεινά, και ο Ντένχαρ που την πλησίασε, ένοιωσε τα γόνατά του να κόβονται μπροστά στη λύπη της, και ξεχνώντας τα λόγια που ήθελε να της πει, αρκέστηκε στο να καθίσει δίπλα της. Την κοίταζε για αρκετή ώρα χωρίς να της μιλάει, αλλά η Ρούθιελ δεν έδειξε να ενδιαφέρεται που το σκούρο γκρίζο βλέμμα του ήταν στυλωμένο πάνω της και έμεινε ακίνητη, με τα μάτια καρφωμένα στο κενό. Ακόμα και η ανάσα της ήταν αθόρυβη και το πρόσωπό της ξεχώριζε χλωμό στο μισοσκόταδο, αλλά η ομορφιά της δεν έδειχνε κακοποιημένη, από τη θλίψη και την απομόνωση στο μικρό δωμάτιο. Άπλωσε το χέρι του και την άγγιξε ελαφρά στο μάγουλο και χάιδεψε τις μακριές πλεξίδες των μαλλιών της.
»Πόσο θ’ αντέξεις ακόμα;» τη ρώτησε σπάζοντας την σιωπή. «Έχεις αφεθεί, κι ’συ δεν ήσουν ποτέ έτσι…»
«Ίσως δεν είμαι τόσο δυνατή όσο νόμιζες…» του απάντησε.
«Σχεδόν δε σε αναγνωρίζω πια…» της είπε σιγανά. «Στο παρελθόν, αν σε άγγιζα όπως τώρα, θ’ αντιστεκόσουν…»
«Έχω κουραστεί να σου αντιστέκομαι Ντένχαρ…» του είπε χωρίς να τον κοιτάξει, «και δεν έχω άλλες αντοχές…»
«Τότε δεν θα ’πρεπε να συνεχίσεις να το κάνεις…» της απάντησε, και στη φωνή του υπήρχε θρίαμβος.
Εκείνη όμως λύγισε μπροστά και η ανάσα της που μέχρι τώρα δεν ακουγόταν, έγινε ξαφνικά βαθιά, σαν να προσπαθούσε να αναπνεύσει με κόπο.
«Δεν έχουμε πάρει την άδεια και ούτε θα την πάρουμε, τώρα πια…» του είπε ξανά, και σκύβοντας το κεφάλι της, έφερε το αριστερό της χέρι στο μέτωπό της.
Μα ο Ντένχαρ δεν νοιαζόταν πια ούτε για την άδεια του Μπάραν, ούτε για την αδυναμία της. Και τα λόγια της, παρά την απαγορευτική τους σημασία, του έδωσαν να καταλάβει ότι τον αγαπούσε και νοιαζόταν γι’ αυτόν, και βρήκε ξαφνικά την δύναμη και την ελευθερία να πράξει αυτό που ήθελε να πετύχει πάνω απ’ όλα: Με το χέρι που την άγγιζε, κατέβασε το δικό της από το πρόσωπό της και την τράβηξε πάνω του, κι εκείνη δεν του αντιστάθηκε καθόλου, αντίθετα, παρασύρθηκε από το θερμό αγκάλιασμά του και ανταπέδωσε τα φιλιά του, και ο πόθος του για εκείνη, ξέσπασε σα χειμωνιάτικη θύελλα και ανταριασμένη θάλασσα και γύρισε σε καλοκαιρινό φλοίσβο πάνω σε ξανθή άμμο, καθώς η νύχτα τελείωνε. Και η Γκλίνενρουθ, τον κράτησε στη λευκή αγκαλιά της και του τραγούδησε το παλιό νανούρισμα χωρίς λόγια και μόλις εκείνος αποκοιμήθηκε, σηκώθηκε απ’ το πλάι του και καθώς ντύθηκε, άφησε το χρυσό δαχτυλίδι του πατέρα της δίπλα στο μαξιλάρι του. Κι έφυγε αθόρυβα, παίρνοντας μαζί της τον σάκο της, που είχε ετοιμάσει από το πρώτο απόγευμα.