27/8/12

Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ (α' μέρος)


 Η Μίριελ, είδε το άνοιγμα που δεν ήταν παρά μόνο μια χαραμάδα, στην πόρτα της Γκλίνενρουθ και την έσπρωξε ν’ ανοίξει κι άλλο, όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα για να μην την ανησυχήσει, αν βρισκόταν ακόμα μέσα στο δωμάτιο. Όμως στο κρεβάτι βρισκότανε ο γιος της κοιμισμένος, και στ’ ανακατεμένα σκεπάσματα, μπορούσε να διακρίνει τα σημάδια της νύχτας που είχε προηγηθεί. «Ντένχαρ Τουίλιον!» φώναξε με τρόμο και έσκυψε από πάνω του, «τί έκανες;!»
Ο Ντένχαρ τινάχτηκε από τον ύπνο του, ήταν εντελώς απροετοίμαστος μπροστά στην αντίδραση αυτή, η σπασμένη πόρτα τον είχε προδώσει. Ο ήλιος ήταν πολύ ψηλά και η Ρούθιελ δεν βρισκόταν κοντά του, και ο σάκος της έλειπε. Δίπλα στο μαξιλάρι του ήταν ακουμπισμένο το δαχτυλίδι του πατέρα της και εκείνος, πριν να κάνει οτιδήποτε άλλο, το πήρε και το φόρεσε στο δεξί του χέρι. Σηκώθηκε τραβώντας το λινό σεντόνι μαζί του και έτρεξε προς το πιο κοντινό παράθυρο που έβλεπε προς την αυλή, προσπερνώντας την μητέρα του που τον ακολούθησε, όμως, όλα τα άλογα βρίσκονταν στη θέση τους επειδή εκείνη είχε προτιμήσει να φύγει πεζή, όπως πάντα. Ο πατέρας του μόλις τώρα έμπαινε στο σπίτι.
»Πως μπόρεσες Ντένχαρ;» του ξαναείπε η Μίριελ, «πως μπόρεσες μετά απ’ όσα πέρασε;»
Ο Νέχαρ είδε την Μίριελ που έκλαιγε.
«Τί έγινε;» τους ρώτησε, και η Μίριελ έπιασε το δεξί χέρι του γιου της και του έδειξε το χρυσό δαχτυλίδι του Μπάραν.
«Το πήρε μόνος του» του απάντησε, και ο Νέχαρ σωριάστηκε σε μια καρέκλα.
«Έφυγε;» την ξαναρώτησε μονολεκτικά, αλλά η Μίριελ έτρεξε κλαίγοντας προς το δωμάτιο τους. »Ήταν κλειδωμένη στο δωμάτιο…» είπε ο Νέχαρ στο γιο του, «πως μπήκες, σου άνοιξε η ίδια;» «Έσπασα την πόρτα…» του απάντησε και τον κοίταξε που είχε μείνει άναυδος και σοκαρισμένος. »Ανησυχούσα, ήθελα να δω τι κάνει, αν είναι καλά!» ξέσπασε ο Ντένχαρ. «Εσείς την αφήνατε έτσι, όμως εγώ δεν μπορούσα να το αντέξω, κι έψαχνα να βρω την ευκαιρία να ελέγξω μόνος μου την κατάσταση! Μόνον ένας σύρτης με εμπόδιζε να μπω, κι εκείνη ήταν εκεί, μόνη και απελπισμένη…» «Την εκμεταλλεύτηκες!» φώναξε ο πατέρας του. «Όχι!» διαμαρτυρήθηκε ο Ντένχαρ. «Ναι, το έκανες!» του απάντησε εκείνος, «επειδή αν η Ρούθιελ ήθελε να μπεις μέσα στο δωμάτιό της, δε θα ήταν τσακισμένος ο σύρτης ούτε εκείνη θα είχε φύγει, γιατί έφυγε Ντένχαρ, και σ’ αυτό έφταιξες εσύ!» Τώρα ήταν σειρά του ίδιου να σωριαστεί σε μια καρέκλα πίσω του, κι έφερε τα χέρια του και έκρυψε το πρόσωπό του καθώς έσκυψε μπροστά.
«Την είδες…» του είπε, «και σε είδα και ‘γω, που την κοιτούσες με μάτια ορθάνοιχτα, και δεν ήταν μόνο εξαιτίας του νέου που της έφερνες…Όμως όλα αυτά τα χρόνια που έλειπες, εγώ την ζούσα που ανέπνεε και κινούνταν μέσα σ’ αυτό το σπίτι, και μπροστά στα μάτια μου έγινε από κορίτσι που ήταν, γυναίκα…Αλλά ούτε εσύ, ούτε ο Μπάραν επιστρέφατε και η άδεια του πατέρα της δεν ερχόταν…Κι ένιωθα σαν το δεμένο λαγωνικό που οσμίζεται την αλεπού, και παλεύει να κόψει τον ανελέητο κόμπο που το κρατά, για να την αρπάξει…» Ο Νέχαρ λυπήθηκε τον γιο του. Ήταν αλήθεια ότι είχε μείνει εκστατικός καθώς την είδε για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια απουσίας και κατάλαβε την αγωνία του νέου άνδρα που καθόταν σκυφτός μπροστά του.
«Σας έδωσε όμως την άδεια, να σας την μεταφέρω…» του είπε σιγανά, «και το δαχτυλίδι που φοράς, είπε να σου το φορέσει εκείνη, αν σ’ αγαπούσε…»
Ο Ντένχαρ σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε σαν να τον είχε χτυπήσει αστροπελέκι.
«Γιατί δεν το είπες εξαρχής!» φώναξε. «Θα ήμουν ήσυχος και δεν θα έψαχνα να βρω τρόπους να την κρατήσω, και δεν θα γινόταν αυτό που έγινε, αλλά ακόμα κι αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, εκείνη δεν θα είχε τύψεις ή ενοχές και θα ήταν τώρα εδώ, μαζί μου…»
«Την είδα που ετοίμαζε τα πράγματά της το πρώτο βράδυ και η Μίριελ ήταν που την συγκράτησε κι όχι εσύ…»
 Ο Ντένχαρ έσκυψε πάλι το κεφάλι του απελπισμένος και κοίταζε το χρυσό δαχτυλίδι που φορούσε στον παράμεσο του δεξιού του χεριού και γυάλιζε. «Δεν την ανάγκασα να κάνει κάτι ενάντια στην θέλησή της, αν και δεν της άφησα πολλά περιθώρια να μου αρνηθεί, επειδή επιθυμούσα να την αγγίξω, με ή χωρίς την άδεια του Μπάραν…» είπε συντετριμμένος. «Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου όταν μπήκα με τη βία στο δωμάτιό της, ήθελα μόνο να της πω ότι την αγαπούσα κι αν ένοιωθε κι εκείνη το ίδιο, θα μπορούσαμε να περιμένουμε μέχρι να έρθει η ώρα που θα ήμασταν ελεύθεροι από μόνοι μας, όμως παρασύρθηκα από τον πόθο μου γι’ αυτήν, πρώτη φορά την πλησίαζα τόσο πολύ…Που να ‘χει πάει τώρα, και δεν έχει ιδέα για όλ’ αυτά…»
«Οι Γιάουρ δεν το ξέρουνε ακόμα για τον θάνατο του πατέρα της…» είπε ο Νέχαρ, και ο γιος του πετάχτηκε όρθιος από την καρέκλα που καθότανε και έτρεξε να ντυθεί.

17/8/12

Η επιστροφή του πολεμιστή (δ' μέρος)


Με το ξημέρωμα, ο Νέχαρ και η Μίριελ ξύπνησαν και ετοιμάστηκαν για μια σύντομη περιήγηση στις γύρω περιοχές. Βγήκαν στην είσοδο του σπιτιού των γέρων γονιών του για να ζέψουν τα άλογά τους στο κάρο τους. Η ερώτηση του πατέρα του Νέχαρ, ήρθε απλώς ως ένα συμπλήρωμα στην διήγηση του γιου τους που τους είχε κρατήσει ξάγρυπνους μέχρι αργά τη νύχτα: 
«Τι κάνει εκείνο το όμορφο κορίτσι που φιλοξενείτε; Γύρισε ο πατέρας της από την Ντάγκορλαντ;». «Ο πατέρας της πέθανε…» απάντησε η Μίριελ αντί για ‘κείνον. 
«Κρίμα…» είπε η πεθερά της φανερά στεναχωρημένη, «και το ωραίο αγόρι μας, περίμενε με τόση αγωνία να πάρει την άδεια…» 
«Και που τα ξέρετε εσείς όλα αυτά, για την Γκλίνενρουθ και την άδεια του Μπάραν;» ρώτησε ο Νέχαρ απορημένος, αφού εκείνος δεν τους είχε μιλήσει ποτέ για τον Έλνταρ φίλο του, αλλά ούτε και για οτιδήποτε άλλο που να είχε σχέση με εκείνον και την κόρη του. 
«Μας έχει μιλήσει ο Ντένχαρ, την αγαπάει πολύ την ξωτικοκοπέλα, και την γνωρίσαμε κι εμείς ένα βράδυ πέρυσι το καλοκαίρι, που ήρθε μόνη της…», είπε η μητέρα του. 
«Ρωτούσε για εκείνον, επειδή είχε αργήσει να γυρίσει στην πόλη και ούτε άκουγα τι έλεγε, ούτε και θυμάμαι να της απάντησα κάτι με νόημα…», είπε ο πατέρας του παρεμβαίνοντας.
«Την κοίταζες σαν υπνωτισμένος», τον κορόιδεψε η γυναίκα του, «πού να βγάλει άκρη το κορίτσι…» «Περιμένετε για να καταλάβω», τους διέκοψε ο Νέχαρ χλομιάζοντας, «ο Ντένχαρ αγαπά την Ρούθιελ κι εκείνη εκείνον;» 
«Άστραφτε η αγωνία μες τα μάτια της, και δεν ήταν μόνο από ανησυχία…», του είπε η μητέρα του συνωμοτικά, σαν να το ήξερε μόνο εκείνη. 
«Πόσο καιρό συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο Νέχαρ την Μίριελ. 
«Από πάντα…» απάντησε εκείνη απορημένη, «νόμιζα πως θα το ήξερες…» 
«Πρέπει να πάμε γρήγορα πίσω, επειδή υπάρχει κάτι που δεν είπα σε κανέναν απ’ τους δυο», είπε ο Νέχαρ και ανέβηκε στο κάρο, βοηθώντας και την Μίριελ να ανεβεί. Οι γονείς του τους κοίταζαν χωρίς να καταλαβαίνουν για ποιο λόγο άλλαξαν τόσο απότομα γνώμη και έπρεπε ξαφνικά να φύγουν πάλι για τη Ντίμροστ. 
«Τι δεν τους είπες;» τον ρώτησε.
«Ότι η άδεια έχει δοθεί και είναι ελεύθεροι από την υπόσχεση», της απάντησε και άρχισαν να τρέχουν προς τον ορεινό δρόμο που διέσχιζε τα Βορινά πυκνά δάση των σφενδαμιών που ελέγχονταν από τους Φαλμάρι, χωρίς άλλες εξηγήσεις.

 Πέρασαν από τα λιναροχώραφα και η Μίριελ είδε με το έμπειρο μάτι της ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα από την ώρα που η Γκλίνενρουθ τα είχε αφήσει για να γυρίσει στο σπίτι και να μάθει το θλιβερό νέο. Ανησύχησε πολύ, αλλά δεν είπε τίποτα στον άνδρα της που καθόταν δίπλα της. Μπήκαν στην πόλη από τις ορθάνοιχτες πύλες και καθώς η Μίριελ κατέβηκε από το κάρο πρώτη, μπήκε μέσα στο σπίτι, ενώ ο Νέχαρ, πήγε προς τα υποστατικά και το εργαστήριο για να βρει το γιο του.

6/8/12

Η επιστροφή του πολεμιστή (γ μέρος)


Ο Ντένχαρ κοίταξε την κλειστή πόρτα. Η Ρούθιελ ήταν δύο ολόκληρες μέρες κλεισμένη στο δωμάτιο και η μητέρα του ήδη ανησυχούσε αρκετά. Είχε απομονωθεί εκεί και δεν απαντούσε όταν τη φώναζαν, ούτε και ακουγόταν κάτι από μέσα, κι εκείνος απλά, δεν άντεχε άλλο. Είχε μείνει στο σπίτι τους, με την εντολή να κοιτάξει τις δουλειές του και να προσέχει την κοπέλα που έμενε κλειδωμένη στα σκοτεινά, χωρίς να την ενοχλήσει. Εκείνος όμως ήταν αποφασισμένος να μην υπακούσει, επειδή ήθελε να ελέγξει μόνος του την κατάσταση, και δεν ασχολήθηκε ούτε με το σιδηρουργείο, ούτε και με τα λινάρια, επειδή προσπαθούσε να βρει το θάρρος να πραγματοποιήσει το σχέδιό του. Ήταν αργά το απόγευμα, όταν ακούμπησε στην πόρτα της με τον δεξί του ώμο και είπε τ’ όνομά της, αλλά δεν πήρε απάντηση. Τότε, με μια δυνατή σπρωξιά που έδωσε στο κατάλληλο σημείο, τσάκισε τον ξύλινο σύρτη και μπήκε στο δωμάτιό της. Ήταν εκεί, καθισμένη στο κρεβάτι της και τον κοίταζε.
«Έσπασες την πόρτα…» του είπε σαστισμένη.
«Είσαι δυο μέρες κλειδωμένη και δε δίνεις απάντηση παρά τις εκκλήσεις μας, και ανησυχείς για μια πόρτα;!» τη ρώτησε σχεδόν θυμωμένος.
Όμως εκείνη δεν του απάντησε και τα μάτια της ήταν σκοτεινά, και ο Ντένχαρ που την πλησίασε, ένοιωσε τα γόνατά του να κόβονται μπροστά στη λύπη της, και ξεχνώντας τα λόγια που ήθελε να της πει, αρκέστηκε στο να καθίσει δίπλα της. Την κοίταζε για αρκετή ώρα χωρίς να της μιλάει, αλλά η Ρούθιελ δεν έδειξε να ενδιαφέρεται που το σκούρο γκρίζο βλέμμα του ήταν στυλωμένο πάνω της και έμεινε ακίνητη, με τα μάτια καρφωμένα στο κενό. Ακόμα και η ανάσα της ήταν αθόρυβη και το πρόσωπό της ξεχώριζε χλωμό στο μισοσκόταδο, αλλά η ομορφιά της δεν έδειχνε κακοποιημένη, από τη θλίψη και την απομόνωση στο μικρό δωμάτιο. Άπλωσε το χέρι του και την άγγιξε ελαφρά στο μάγουλο και χάιδεψε τις μακριές πλεξίδες των μαλλιών της.
»Πόσο θ’ αντέξεις ακόμα;» τη ρώτησε σπάζοντας την σιωπή. «Έχεις αφεθεί, κι ’συ δεν ήσουν ποτέ έτσι…»
«Ίσως δεν είμαι τόσο δυνατή όσο νόμιζες…» του απάντησε.
«Σχεδόν δε σε αναγνωρίζω πια…» της είπε σιγανά. «Στο παρελθόν, αν σε άγγιζα όπως τώρα, θ’ αντιστεκόσουν…»
«Έχω κουραστεί να σου αντιστέκομαι Ντένχαρ…» του είπε χωρίς να τον κοιτάξει, «και δεν έχω άλλες αντοχές…»
«Τότε δεν θα ’πρεπε να συνεχίσεις να το κάνεις…» της απάντησε, και στη φωνή του υπήρχε θρίαμβος.
Εκείνη όμως λύγισε μπροστά και η ανάσα της που μέχρι τώρα δεν ακουγόταν, έγινε ξαφνικά βαθιά, σαν να προσπαθούσε να αναπνεύσει με κόπο.
«Δεν έχουμε πάρει την άδεια και ούτε θα την πάρουμε, τώρα πια…» του είπε ξανά, και σκύβοντας το κεφάλι της, έφερε το αριστερό της χέρι στο μέτωπό της.
Μα ο Ντένχαρ δεν νοιαζόταν πια ούτε για την άδεια του Μπάραν, ούτε για την αδυναμία της. Και τα λόγια της, παρά την απαγορευτική τους σημασία, του έδωσαν να καταλάβει ότι τον αγαπούσε και νοιαζόταν γι’ αυτόν, και βρήκε ξαφνικά την δύναμη και την ελευθερία να πράξει αυτό που ήθελε να πετύχει πάνω απ’ όλα: Με το χέρι που την άγγιζε, κατέβασε το δικό της από το πρόσωπό της και την τράβηξε πάνω του, κι εκείνη δεν του αντιστάθηκε καθόλου, αντίθετα, παρασύρθηκε από το θερμό αγκάλιασμά του και ανταπέδωσε τα φιλιά του, και ο πόθος του για εκείνη, ξέσπασε σα χειμωνιάτικη θύελλα και ανταριασμένη θάλασσα και γύρισε σε καλοκαιρινό φλοίσβο πάνω σε ξανθή άμμο, καθώς η νύχτα τελείωνε. Και η Γκλίνενρουθ, τον κράτησε στη λευκή αγκαλιά της και του τραγούδησε το παλιό νανούρισμα χωρίς λόγια και μόλις εκείνος αποκοιμήθηκε, σηκώθηκε απ’ το πλάι του και καθώς ντύθηκε, άφησε το χρυσό δαχτυλίδι του πατέρα της δίπλα στο μαξιλάρι του. Κι έφυγε αθόρυβα, παίρνοντας μαζί της τον σάκο της, που είχε ετοιμάσει από το πρώτο απόγευμα.