6/3/15

Η ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ ΝΤΕΝΧΑΡ (3ο μέρος)


       Θα ήθελε αν μπορούσε, να έφευγαν αμέσως για την Ντίμροστ. Με ελάχιστο ψάξιμο είχε βρει το άλογό του που είχε διασωθεί ευτυχώς από την μάχη με τους Ορκ, και αν δεν υπήρχε ο αστάθμητος παράγοντας του παιδιού τους, θα την έπαιρνε αμέσως και θα έφευγαν για να γυρίσουν στους γονείς του. Το καλοκαίρι τελείωνε και σύντομα θα έμπαινε ο χειμώνας και δεν προλάβαιναν να περάσουν το Θρίχαϊρν με τους πάγους του, ειδικά με ένα τόσο μικρό μωρό στα χέρια, πήρε λοιπόν την απόφαση να μείνουν για τον χειμώνα κοντά στους Ντρούγκου ή Ρόγκιν, όπως αποκαλούσαν οι Γιάουρ του Ανόριεν τους εαυτούς τους. Έπρεπε να κάνει αυτήν την υποχώρηση για χάρη της γυναίκας που αγαπούσε και του παιδιού τους, και σύντομα συνήθισε και στην ιδέα της πατρότητας. Θα συνέβαινε βέβαια κάποτε, αφού ο σκοπός του ήταν να την παντρευτεί, αλλά ακόμα κι έτσι, η ζωή μαζί της ήταν όμορφη όπως τη φανταζόταν, και η ευτυχία του ολοκληρωμένη, παρόλο που βρισκόντουσαν τόσο μακριά από το σπίτι του και τους δικούς του.
Το δάσος ήταν άγριο και παρθένο, και πολλά όμορφα και μοναδικά πράγματα υπήρχαν γύρω για να τα δει κανείς: Λουλούδια και φυτά με ζωηρά χρώματα και θεραπευτική χρήση, και η θέα από τα ψηλότερα σημεία του δάσους Ντρουάνταν προς τις ασημοχιονισμένες κορυφές του Θρίχαϊρν ήταν μαγευτική. Η Ρούθιελ έδενε τον Τουίλιον στο στήθος με ένα περίεργο σύστημα που κρατούσε το παιδί στερεωμένο πάνω στο σώμα της μητέρας του, (ήταν κι αυτό ανακάλυψη των Γιάουρ) και βγαίνανε στο δάσος μαζί για να συλλέξουνε τροφές, όπως μανιτάρια, φρούτα και ρίζες, και εκείνος τόξευε πουλιά και ζώα, και συγκεντρώσανε αρκετές προμήθειες για τον χειμώνα των  Νίμραϊς. Τα ζεστά βράδια κάθονταν μόνοι τους ή και μαζί με τους Ντρούγκου και λέγανε ιστορίες από το Άντραστ και γελούσαν τόσο δυνατά, που οι Γιάουρ ξεστρίβονταν χωρίς ανάσα από τα χαχανητά. Όταν γυρνούσαν στο μικρό τους καταφύγιο, έβαζαν το παιδί τους να ξαπλώσει μέσα στην μικρή κούνια που του έφτιαξε ο πατέρας του για να μην το ενοχλούν και να μπορεί να ξανακοιμηθεί εύκολα, και εκείνοι έμεναν ξάγρυπνοι και αγκαλιασμένοι, εξερευνώντας ο ένας το σώμα του άλλου, και μετά, ο Ντένχαρ ακουμπούσε το κεφάλι του στο στήθος της, στο μέρος της καρδιάς και την αφουγκραζόταν που χτυπούσε, και αποκοιμιόταν ακούγοντας την φωνή της να του τραγουδά.