Ο χειμώνας ήρθε νωρίς και με πάρα πολλά χιόνια. Έφτιαξαν μία ξύλινη πόρτα για να κρατούν την κακοκαιρία έξω από το υποτυπώδες σπίτι τους και πέρασαν πολλές συνεχόμενες μέρες κλεισμένοι μέσα στη μικρή σπηλιά. Κάπου –κάπου έβγαιναν έξω στο χιόνι και διασκέδαζαν κυνηγώντας τις χιονονιφάδες που στροβιλίζονταν από τον αέρα, όμως η μεγαλύτερη χαρά τους ήταν να παρακολουθούν τον μικρό γιο τους, τον Τουίλιον, που μεγάλωνε και άρχισε να κάνει τα πρώτα του αβέβαια βήματα. Πολύ σύντομα, πιο γρήγορα από τα άλλα παιδιά, άρχισε να λέει και τις πρώτες του κουβέντες, φωνάζοντας πρώτα τον πατέρα του που λάτρευε, κυρίως επειδή η Ρούθιελ ήταν αρκετά αυστηρή και μάλωνε και τον πατέρα και το γιο, που είχαν δημιουργήσει συμμαχία και παραβγαίνανε ο ένας τον άλλον στην σκανδαλιά. Εκείνη έβγαινε πιο συχνά στο χιονισμένο ύπαιθρο, πηγαίνοντας να ελέγξει και τους Ντρούγκου που ανησυχούσε αν είναι καλά, με όλη αυτή τη χιονόπτωση που συνεχιζόταν, και που πολλές φορές έθαβε τον πρόχειρο καταυλισμό τους και κάλυπτε τις εισόδους των αποθηκών τους. Μα εκείνοι την κοιτούσαν καθώς ερχόταν με τα μαλλιά της πασπαλισμένα με χιόνι και την κορόιδευαν που δεν έλεγε να συνηθίσει την επιμονή τους να στέκονται έξω με τόσο κρύο, και συχνά τη συνόδευαν πίσω στην μικρή σπηλιά λέγοντας στον Ντένχαρ που τους άνοιγε κάθε φορά:
«Χιόνισε πρόωρα στο κεφάλι της…» υπονοώντας
ότι τα χρόνια (και τα γηρατειά) τη βρήκανε νωρίτερα από το αναμενόμενο, και
γελούσαν σκασμένοι από την έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό της. Ακόμα και ο
μικρός Τουίλιον έμαθε αυτήν την πρόταση και την έλεγε με τα παιδικά του λογάκια
και ο Ντένχαρ τον προέτρεπε να τη λέει και του την μάθαινε κρυφά από την μητέρα
του που καμωνότανε την θυμωμένη. Και ο χειμώνας πέρασε, και ο γιος τους έκλεισε
τον πρώτο του χρόνο, στα τέλη του Φεβρουαρίου.
Δεν είχε μπει καλά -καλά ο μήνας
Σούλιμε (Μάρτιος), όταν καβαλάρηδες πέρασαν από τον δρόμο πηγαίνοντας Δυτικά.
Πολύ σύντομα ξαναπέρασαν επιστρέφοντας, και για αρκετό καιρό ακόμα η αναταραχή
συνεχιζόταν και οι Ντρούγκου που παραφύλαξαν τους φύλακες, έμαθαν ότι ο
Ισίλντουρ, οι τρεις από τους τέσσερις γιους του (Ελέντουρ, Αράντουρ και Κίρυον,
ο Βαλαντίλ είχε γεννηθεί κατά τη διάρκεια του πόλεμου στο Ρίβεντελ, όπου ζούσε
μαζί με τη μητέρα του) και η ακολουθία του που αποτελούνταν από διακόσιους
πολεμιστές, έπεσαν σε ενέδρα Ορκ στα Gladden fields και σκοτώθηκαν, αν και το σώμα του
Βασιλιά της Άρνορ (αφού στην Γκόντορ είχε αφήσει τον Μένελντιλ, τον γιο του
αδελφού του, του Ανάριον που είχε πεθάνει στην Ντάγκορλαντ) δεν βρέθηκε ποτέ.
Τρεις στρατιώτες είχαν μόνο σωθεί, που μετέφεραν τα νέα, και τα κομμάτια του
Νάρσιλ, στο Ίμλαντρις. Ο Θράντουιλ, με τους τοξότες του, είχαν κυνηγήσει τους Ορκ
και είχαν σκοτώσει αρκετούς, και οι Νουμενόριαν είχαν λάβει και εκείνοι μέρος
στις έρευνες, τόσο για τον Ισίλντουρ, όσο και για τους δολοφόνους του. Τα Ξωτικά
τους είχαν αποκόψει από τα Ομιχλιασμένα Βουνά
και αρκετοί από τους πολεμιστές του Σάουρον που δεν κατάφεραν να
περάσουν τον πλημμυρισμένο Άντουιν και να διαφύγουν στην Ανατολή, αποφεύγοντας
τα μαγεμένα δάση του Λόριεν και του Φάνγκορν, διέσχισαν το Αρντ Γκάλεν και
μπήκαν στον ορεινό όγκο των Νίμραϊς από το Ανόριεν, προσπαθώντας να σωθούν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου