19/11/15

Ο Μόργκαν (β΄μέρος)


Ο Μόργκαν τους μέτρησε με το βλέμμα σα να ήθελε να βεβαιωθεί για την τιμιότητα των λόγων τους, μα μέσα στην καρδιά του υπήρχε μόνον δυσπιστία. Θα έπρεπε όμως να περιμένει ότι θα κατέληγαν εκεί, οι συνεχείς κρούσεις για την μετεγκατάσταση του εργαστηρίου στον χώρο της Φρουράς και οι ολοένα και αυξανόμενες παραγγελίες για οπλισμό. Και αφού ως αρχιμάστορας, είχε αρνηθεί επανειλημμένα στις προτάσεις τους, είχαν σκεφτεί να τον πιέσουν με την αποστολή δύο έφιππων αξιωματικών, με σκοπό είτε να τον δελεάσουν είτε να τον εκφοβίσουν, αλλά οπωσδήποτε να εκβιάσουν μια θετική απάντηση. Δε θα τους έκανε όμως τη χάρη ικανοποιώντας την απαίτησή τους…Ούτε ο στρατιωτικός βαθμός τους, ούτε ο οπλισμός τους τον τρόμαζε. 
«Τα έργα μου ήταν πάντοτε ειρηνικά και ποτέ δεν ασχολήθηκα με όπλα…», του απάντησε. «Ο Άρχοντας του Μπάραντ-Ντουρ, έχει μεταλλουργούς δικούς του από τη γενιά των υπηρετών του και δεν έχει την ανάγκη ενός γέρου αποσταμένου σαν εμένα…» 
«Ανήκεις στους Χαράδριμ, Μόργκαν, και μαθήτευσες κοντά σε μεγάλο δάσκαλο, όπως μάθαμε…Είναι ευκαιρία να αποδείξεις την πίστη σου στον Ανώτατο Άρχοντα της Μέσης Γης και να μας ακολουθήσεις με τη θέλησή σου…Διαφορετικά υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να αναγκαστείς να υποχωρήσεις, που καλό θα ήταν να αποφευχθούν, καθώς μπορούν να αποδειχθούν πολύ δυσάρεστοι…». 
«Η διχαλωτή γλώσσα ήταν πάντοτε μία από τις μεγάλες ικανότητες των γιων σκλάβων…» του απάντησε εκείνος, με αρκετή δόση περιφρόνησης στη φωνή του. «Δε με φοβίζουν οι απειλές σας και δε μου χρειάζεται τέτοια υπηρεσία, όσο ασήμι κι αν διαθέτετε…» 
«Νομίζω πως δεν κατάλαβες την σοβαρότητα της κατάστασης, Μόργκαν», του είπε πάλι ο πολεμιστής. «Δεν υπάρχει δυνατότητα άρνησης αυτού του αιτήματος, είσαι υποχρεωμένος να συνεργαστείς αλλιώς σου μένει ο θάνατος, ο δικός σου και της οικογένειάς σου…Και πρόσφατα απόχτησες εγγόνι…, δε θα ήτανε ωραίο θέαμα να το δεις σφαγμένο πριν συρθείς με τη βία στα χυτήρια της πόλης των βασανιστηρίων…» 
Ο Μόργκαν ήταν πάντοτε πράος άνθρωπος. Μειλίχιος και συζητήσιμος, καθόλου ευέξαπτος, δεν ασχολούνταν ποτέ με ξένες υποθέσεις και ήταν διακριτικός στις πράξεις του. Οι κουβέντες του ήταν λίγες και σοφές, με μεγάλο βάρος, και ο γιος του ακολουθούσε το παράδειγμά του. Τους διέκρινε μια ήρεμη δύναμη στο βλέμμα, που συνήθως ήταν αρκετή ώστε να αποτρέπει τους μπελάδες. Αλλά η απειλή που εκτόξευσαν αυτοί οι κλεφτοκοτάδες ήταν πολύ μεγάλη για να την καταπιεί. 
«Τολμάς και με απειλείς με τη ζωή των παιδιών μου;» φώναξε αφρίζοντας από θυμό. «Ίσως ο Τύραννος που υπηρετείτε να αρέσκεται στο να καταστρέφει και να συντρίβει όσους του αντιστέκονται, αλλά εγώ δε θα τον αφήσω να καταστρέψει την αγνή ψυχή της ψυχής μου…». 
Ξήλωσε το παντζούρι που όλη αυτήν την ώρα έτριζε, και κατάφερε ένα γερό χτύπημα στον ένα από τους πολεμιστές, όμως ο άλλος τον μαχαίρωσε πισώπλατα και τον έριξε στο έδαφος. 
«Όσοι αρνούνται, πεθαίνουν, ανόητε γέρε!» του απάντησε ο νεαρός Ανατολίτης που τον είχε χτυπήσει. 
«Η τιμωρία κρέμεται πάνω από το κεφάλι του Αφέντη σου και σύντομα θ’ αφήσει τον πύργο του και τη Μαύρη Γη της καταδίκης του για πάντα…», είπε ο Μόργκαν. «Τα σημάδια το δείχνουν καθαρά και δε θ’ αργήσει να ‘ρθει το τέλος του… και μαζί, και το δικό σας…», συμπλήρωσε και πέθανε, ενώ τα κύματα χτυπούσαν στα βράχια, χαμηλά στο γκρεμό, και τα χρυσά αστέρια του δρεπανιού της Βαλακίρκα, του αστερισμού της Κρίσης των Βάλαρ, έλαμπαν πάνω από το Χάραντ και το Ούμπαρ. 
Τον πήραν και τον έριξαν στο γκρεμό και το σώμα του κομματιάστηκε στους βράχους πάνω από τα κύματα. Ποδοπάτησαν τα ίχνη του αίματος και τα έσβησαν, και πέταξαν το παντζούρι στη θάλασσα, μερικά μέτρα πιο πέρα από το σώμα του ιδιοκτήτη του. Αλλά ήρθαν τα θαλασσινά νερά και τον σήκωσαν από τις πέτρες και τον κατέβασαν στα αμμώδη βάθη, κι εκεί τον απόθεσαν πάνω στο μαλακό στρώμα τους, πριν ο βυθός τον απορροφήσει στο απόλυτο σκοτάδι και φύκια και θαλάσσια φυτά, φυτρώσουν και ανθίσουν πάνω από το υγρό μνήμα του.

6/11/15

ΑΝΓΚΕΛ ΚΑΙ ΣΟΡΟΝΟΥΜΕ- Μόργκαν (α μέρος)


Λόγω των αδυναμιών του β' μέρους του 3ου κεφαλαίου, το τέλος -αναγκαστικά- θα ανέβει όταν θα αναθεωρηθεί. Για τον λόγο αυτό, προχωρώ την ανάρτηση του 4ου κεφαλαίου των Παράλληλων Παραμυθιών. Ελπίζω στην κατανόησή σας!

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ 
Άνγκελ και Σορονούμε (α΄ μέρος) 
Ο ΜΟΡΓΚΑΝ

Το σπίτι του Μόργκαν ήταν χτισμένο στην Βόρεια πλευρά του φυσικού κόλπου του Ούμπαρ, στο ψηλότερο σημείο του ακρωτηρίου του Marös στο ίδιο σημείο όπου κάποτε στεκόταν ο μεγάλος λευκός πέτρινος στύλος με την κρυστάλλινη σφαίρα που είχε τοποθετηθεί εκεί, εις ανάμνηση της αποβίβασης του Αρ- Φαραζόν, πριν τον καταβαραθρώσουν, με τον δεύτερο ξεσηκωμό του Σάουρον, οι υπηρέτες του Μαύρου Άρχοντα. Κανείς δε θυμόταν πια το μνημείο των Νουμενόριαν με τη λαμπρή ξωτικόπετρα, που τραβούσε το ιερό φως του ήλιου και του φεγγαριού, και ακτινοβολούσε από μέσα του σαν αστέρι, που πλέον είχε χαθεί για πάντα. 
Όμως ο Μόργκαν γνώριζε την ιστορία αυτή καλά, αλλά έκρυβε σχολαστικά τη γνώση αυτή, που είχε περάσει από γενιά σε γενιά ως εκείνον, όπως και η ιδιοκτησία αυτού του μικρού τμήματος γης που κατείχε μέσω της γυναίκας του, που κι εκείνη με τη σειρά της το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της και τους σοφούς προκατόχους του. Από την ώρα που η Λορνάριεν είχε πεθάνει, εδώ και τέσσερα χρόνια, ζούσε μόνος του στο μικρό σπιτικό του στην άκρη του γκρεμού πάνω από τα κύματα. Δεν είχε αυλή, μόνο ένα μικρό πλακόστρωτο μπροστά στην πόρτα του, που χώριζε την είσοδο από τον ανοιχτό χώρο με τις πέτρινες αναβαθμίδες με τα άγρια αρωματικά φυτά. 
Ο Άνγκελ ο μοναχογιός του, έμενε στο σπίτι στην πόλη και εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση. Τον είχε παρακαλέσει επανειλημμένα να μείνει μαζί του, ειδικά από την στιγμή που παντρεύτηκε, αλλά εκείνος αρνιόταν επειδή δεν ήθελε να γίνει βάρος στο νέο ζευγάρι. Εξάλλου ήταν ακόμα νέος και ικανός, ούτε εξήντα χρόνων, και κάθε ξημέρωμα κατέβαινε στο σιδηρουργείο και εργαζόταν μέχρι το απόγευμα, δυνατός και ενθουσιώδης σα να ήταν μόλις εικοσιπέντε ετών. Σαν τον κορυδαλλό του πρωινού χοροπηδούσε μέσα στο εργαστήριο, ακούραστος και γελαστός και οι παραγιοί που μάθαιναν τη δουλειά τον κοιτούσαν βαριεστημένα, όμως εκείνος τους τράβαγε από το αυτί και τους έλεγε ότι θέλει όρεξη η μέρα για ν’ αρχίσει. 
 «Όρεξη και θέληση και αγώνας για να κερδίσεις αυτά που θα σε κάνουν ευτυχισμένο στη ζωή», ήταν το σύνθημά του, και ο Άνγκελ γελούσε από το διπλανό πόστο. Μόνον ο πρόωρος χαμός της γυναίκας του, σκίαζε την χαρά του, που είχε πεθάνει από ένα βαρύ κρύωμα που επέμεινε, μέχρι που μαράζωσε και έσβησε από τον πυρετό και από το βήχα. Όμως το εγγόνι του τον έκανε πάλι αισιόδοξο και λάτρευε την ώρα που το έπαιρνε στα χέρια του για να το παίξει και να το χαρεί, και η Σορονούμε η νύφη του, του το εμπιστευότανε συχνά. Γνήσια Χαράδριμ στην καταγωγή όπως εκείνος, είχε παντρευτεί τον γιο του από έρωτα και αν και διέφεραν σχεδόν σε όλα, φαίνονταν να συνεννοούνται απόλυτα. Ήταν μικροκαμωμένη και μελαχρινή, με μακριά μαύρα μαλλιά και μεγάλα αμυγδαλωτά καστανά μάτια, και ομορφιά σαν ψεύτικη για την άγρια περιοχή που ζούσαν. 
Ο Άνγκελ την είχε συναντήσει τυχαία ένα χειμωνιάτικο πρωινό στην πόλη και είχε κοντέψει να χάσει το φως του και να γκρεμιστεί απ’ το άλογο, όταν τον κοίταξε με αυτά τα μάτια της για πρώτη φορά. Ρώτησε και έμαθε για την όμορφη νεοφερμένη που φιλοξενούνταν σε φιλικό της σπίτι, αφού δεν είχε πιο κοντινούς συγγενείς από μερικούς θείους και θείες στην Ούλντορ του Άπω Χάραντ, με τους οποίους δεν διατηρούσε πολλές επαφές και γι’ αυτό το είχε εγκαταλείψει. Από τότε και μέχρι να την καταφέρει να του πει το πολυπόθητο “ναι”, την πολιόρκησε επίμονα αλλά με ωραίο τρόπο, και ο Μόργκαν πιο πολύ την εκτιμούσε επειδή ο γιος του φαινόταν αποφασισμένος να κατακτήσει την καρδιά της, στα τριαντατρία του χρόνια πια, ενώ εκείνη ήταν κατά μία δεκαετία νεότερη. Ο αναπάντεχος θάνατος της γυναίκας του τον είχε λυπήσει αφάνταστα, αλλά η Σορονούμε τους συμπαραστάθηκε σαν κόρη και ο γάμος τους έγινε μετά από την πάροδο του απαραίτητου ενός χρόνου που διαρκούσε το πένθος. 
«Άργησες να το αποφασίσεις, αλλά τελικά το έκανες το θαύμα σου, onya nin», (“γιόκας”, στη Σινταρίν) του είπε ο πατέρας του συγκινημένος όταν του έφερε το νεογέννητο παιδί του να το δει και να το καμαρώσει, όπως το θαύμαζε κι ο ίδιος, όταν το απόχτησε δυο χρόνια μετά το γάμο του. Και κάθε ξημέρωμα ετοιμαζόταν για τη δουλειά και κατέβαινε με την χαρούμενη διάθεση νεαρού αγοριού, όλη την πλαγιά με τα θυμάρια και τις κάπαρες, και εκμηδένιζε την μεγάλη απόσταση μέχρι τις πύλες του αρχαίου τείχους που περίκλειε την πόλη του Ούμπαρ, για να συναντήσει τα παιδιά του και την εγγονή του. Όμως η ευτυχία του δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. 
Ήταν νύχτα του Φεβρουαρίου όταν του φάνηκε ότι άκουσε θόρυβο έξω από το σπίτι του. Ο καιρός ήταν μαλακός, στον μακρινό Νότο τα φθινόπωρα ήταν θερμά και οι χειμώνες ήπιοι, και μόνον ένας αλμυρός αέρας έκανε ένα παντζούρι από καιρό σκεβρωμένο, να τρίζει. Βγήκε στην πόρτα και αφουγκράστηκε την θάλασσα, πολλά μέτρα κάτω από το χείλος του γκρεμού και γύρισε να μπει μέσα στο σπίτι του. Μα μπροστά του εμφανίστηκε ένας άγνωστος και πίσω του βρισκόταν άλλος ένας, οπλισμένοι με φαρδιά σιδερένια ξίφη που είχαν περασμένα σε θηκάρια στην πλάτη τους και με καλυμμένα πρόσωπα. Τα περιγράμματα των ματιών τους ήταν βαμμένα και από τις φήμες που είχε ακούσει, κατάλαβε ότι αντίκριζε πολεμιστές των Ανατολιτών, που ήταν ντυμένοι με σκουρόχρωμα ρούχα, αγγελιοφόροι κακών ειδήσεων και αδίστακτοι μαχαιροβγάλτες. 
«Είσαι ο Μόργκαν, ο σιδεράς αυτής της πόλης;» τον ρώτησε ο ένας εκ των δύο. 
«Ποιος θέλει να μάθει;» τον ρώτησε ο Μόργκαν. 
«Ο Άρχοντας της Μόρντορ, στρατολογεί συμμάχους για τον αγώνα του και προσφέρει μεγάλες ανταμοιβές στους τεχνίτες των ανθρώπων που θα τον υποστηρίξουν…Εσύ, παρά τις προτάσεις της Φρουράς, αρνείσαι να εξετάσεις ακόμα και το ενδεχόμενο να συμβάλλεις με την εργασία σου στη μεγάλη νίκη του…Ήταν δύσκολο να σε εντοπίσουμε, αλλά ελπίζω ότι θα καταλήξουμε οπωσδήποτε σε κάποια ικανοποιητική λύση, εφόσον ο λόγος που διστάζεις είναι οικονομικός…», του απάντησε ο δεύτερος, και του έδειξε ένα σακούλι με μεταλλικό περιεχόμενο που κουδούνιζε.