Ο Μόργκαν τους μέτρησε με το βλέμμα σα να ήθελε να βεβαιωθεί για την τιμιότητα των λόγων τους, μα μέσα στην καρδιά του υπήρχε μόνον δυσπιστία. Θα έπρεπε όμως να περιμένει ότι θα κατέληγαν εκεί, οι συνεχείς κρούσεις για την μετεγκατάσταση του εργαστηρίου στον χώρο της Φρουράς και οι ολοένα και αυξανόμενες παραγγελίες για οπλισμό. Και αφού ως αρχιμάστορας, είχε αρνηθεί επανειλημμένα στις προτάσεις τους, είχαν σκεφτεί να τον πιέσουν με την αποστολή δύο έφιππων αξιωματικών, με σκοπό είτε να τον δελεάσουν είτε να τον εκφοβίσουν, αλλά οπωσδήποτε να εκβιάσουν μια θετική απάντηση. Δε θα τους έκανε όμως τη χάρη ικανοποιώντας την απαίτησή τους…Ούτε ο στρατιωτικός βαθμός τους, ούτε ο οπλισμός τους τον τρόμαζε.
«Τα έργα μου ήταν πάντοτε ειρηνικά και ποτέ δεν ασχολήθηκα με όπλα…», του απάντησε. «Ο Άρχοντας του Μπάραντ-Ντουρ, έχει μεταλλουργούς δικούς του από τη γενιά των υπηρετών του και δεν έχει την ανάγκη ενός γέρου αποσταμένου σαν εμένα…»
«Ανήκεις στους Χαράδριμ, Μόργκαν, και μαθήτευσες κοντά σε μεγάλο δάσκαλο, όπως μάθαμε…Είναι ευκαιρία να αποδείξεις την πίστη σου στον Ανώτατο Άρχοντα της Μέσης Γης και να μας ακολουθήσεις με τη θέλησή σου…Διαφορετικά υπάρχουν κι άλλοι τρόποι να αναγκαστείς να υποχωρήσεις, που καλό θα ήταν να αποφευχθούν, καθώς μπορούν να αποδειχθούν πολύ δυσάρεστοι…».
«Η διχαλωτή γλώσσα ήταν πάντοτε μία από τις μεγάλες ικανότητες των γιων σκλάβων…» του απάντησε εκείνος, με αρκετή δόση περιφρόνησης στη φωνή του. «Δε με φοβίζουν οι απειλές σας και δε μου χρειάζεται τέτοια υπηρεσία, όσο ασήμι κι αν διαθέτετε…»
«Νομίζω πως δεν κατάλαβες την σοβαρότητα της κατάστασης, Μόργκαν», του είπε πάλι ο πολεμιστής. «Δεν υπάρχει δυνατότητα άρνησης αυτού του αιτήματος, είσαι υποχρεωμένος να συνεργαστείς αλλιώς σου μένει ο θάνατος, ο δικός σου και της οικογένειάς σου…Και πρόσφατα απόχτησες εγγόνι…, δε θα ήτανε ωραίο θέαμα να το δεις σφαγμένο πριν συρθείς με τη βία στα χυτήρια της πόλης των βασανιστηρίων…»
Ο Μόργκαν ήταν πάντοτε πράος άνθρωπος. Μειλίχιος και συζητήσιμος, καθόλου ευέξαπτος, δεν ασχολούνταν ποτέ με ξένες υποθέσεις και ήταν διακριτικός στις πράξεις του. Οι κουβέντες του ήταν λίγες και σοφές, με μεγάλο βάρος, και ο γιος του ακολουθούσε το παράδειγμά του. Τους διέκρινε μια ήρεμη δύναμη στο βλέμμα, που συνήθως ήταν αρκετή ώστε να αποτρέπει τους μπελάδες. Αλλά η απειλή που εκτόξευσαν αυτοί οι κλεφτοκοτάδες ήταν πολύ μεγάλη για να την καταπιεί.
«Τολμάς και με απειλείς με τη ζωή των παιδιών μου;» φώναξε αφρίζοντας από θυμό. «Ίσως ο Τύραννος που υπηρετείτε να αρέσκεται στο να καταστρέφει και να συντρίβει όσους του αντιστέκονται, αλλά εγώ δε θα τον αφήσω να καταστρέψει την αγνή ψυχή της ψυχής μου…».
Ξήλωσε το παντζούρι που όλη αυτήν την ώρα έτριζε, και κατάφερε ένα γερό χτύπημα στον ένα από τους πολεμιστές, όμως ο άλλος τον μαχαίρωσε πισώπλατα και τον έριξε στο έδαφος.
«Όσοι αρνούνται, πεθαίνουν, ανόητε γέρε!» του απάντησε ο νεαρός Ανατολίτης που τον είχε χτυπήσει.
«Η τιμωρία κρέμεται πάνω από το κεφάλι του Αφέντη σου και σύντομα θ’ αφήσει τον πύργο του και τη Μαύρη Γη της καταδίκης του για πάντα…», είπε ο Μόργκαν. «Τα σημάδια το δείχνουν καθαρά και δε θ’ αργήσει να ‘ρθει το τέλος του… και μαζί, και το δικό σας…», συμπλήρωσε και πέθανε, ενώ τα κύματα χτυπούσαν στα βράχια, χαμηλά στο γκρεμό, και τα χρυσά αστέρια του δρεπανιού της Βαλακίρκα, του αστερισμού της Κρίσης των Βάλαρ, έλαμπαν πάνω από το Χάραντ και το Ούμπαρ.
Τον πήραν και τον έριξαν στο γκρεμό και το σώμα του κομματιάστηκε στους βράχους πάνω από τα κύματα. Ποδοπάτησαν τα ίχνη του αίματος και τα έσβησαν, και πέταξαν το παντζούρι στη θάλασσα, μερικά μέτρα πιο πέρα από το σώμα του ιδιοκτήτη του. Αλλά ήρθαν τα θαλασσινά νερά και τον σήκωσαν από τις πέτρες και τον κατέβασαν στα αμμώδη βάθη, κι εκεί τον απόθεσαν πάνω στο μαλακό στρώμα τους, πριν ο βυθός τον απορροφήσει στο απόλυτο σκοτάδι και φύκια και θαλάσσια φυτά, φυτρώσουν και ανθίσουν πάνω από το υγρό μνήμα του.