Το δύσκολο έδαφος τον έστρεψε προς τα βορειοανατολικά και από το Ρέγκιον, διέσχισε μια μεγάλη χέρσα περιοχή με τα ίχνη κάποιου δρόμου που οδηγούσε προς τα Δυτικά. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει αυτό το δρόμο ελπίζοντας ότι θα τον έβγαζε σε ασφαλές μέρος και όταν είδε το ρηχό ποταμάκι που πέρασε με μεγάλη ευκολία, δεν κατάλαβε ότι αυτός ήταν ο Εσγκάλντουιν και ήδη είχε συναντήσει τις διαβάσεις του και την Γιαντ Γιάουρ, την μεγάλη αρχαία πέτρινη γέφυρα από την οποία έμεναν πια μόνο μερικά υπολείμματα. Εξακολούθησε όμως στην πορεία αυτή χωρίς να παρεκκλίνει.
Βορειότερα υψωνόταν ο σκοτεινός ορεινός όγκος των Ered Echoriath με τους απότομους, σχεδόν γυάλινους γκρεμούς (που προστάτευαν την απροσπέλαστη και κρυμμένη κοιλάδα της Γκοντόλιν) με τις κορυφές των Κρισσαένγκριμ, όπου βρίσκονταν οι φωλιές των αετών του Θορόντορ. Τους είδε τους αετούς αυτούς να πετούν πολύ ψηλά και ευχήθηκε από μέσα του να κατέβαιναν ως το σημείο που βρισκόταν κι αν ήταν δυνατόν να τον βοηθήσουν να βρει το δρόμο του, αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο και δεν ήταν σίγουρο ότι τον είχαν δει, (επειδή ο Τούργκον φοβόταν για την ασφάλεια της πόλης του και αρνιότανε να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια μήπως αποκαλυφθεί στα μάτια του εχθρού του).
Το δάσος των οξιών του Νέλντορεθ απλωνόταν στα Νότια, αλλά το απέφυγε, γνωρίζοντας ότι ήταν αυτό ήταν το βόρειο σύνορο του Ντόριαθ και μόλις τότε αντιλήφθηκε ότι είχε κάνει έναν τεράστιο κύκλο γύρω του, και κάποτε, έφτασε επιτέλους στις όχθες του Σίριον. Το ποτάμι ήταν βαθύ και παγωμένο και δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να ακολουθήσει τον πέτρινο δρόμο που οδηγούσε Βόρεια, αντίθετα από τη ροή του ποταμού. Δεν γνώριζε όμως τίποτα από την περιοχή αυτή, ούτε είχε ακούσει ποτέ να του μιλούν για αυτό το τόσο ορμητικό ρεύμα που έβλεπε μπροστά του, και συνέχισε να προχωρά Βόρεια.
Ο ήλιος ανέτειλε πάντα από το δεξί του χέρι, όλες τις μέρες που περπατούσε από τη στιγμή που συνάντησε το μεγάλο ποτάμι, αλλά δεν έβλεπε ακόμα κάποιο σημείο που θα μπορούσε να το περάσει, μιας και υπέθετε ότι αυτό ακριβώς έπρεπε να κάνει από κάποιο πέρασμα που είχε ακούσει κάποτε ότι υπάρχει, (αν και ήξερε ότι είχε πέσει από καιρό στον έλεγχο του Μόργκοθ), αλλά έλπιζε ότι θα τα κατάφερνε να διαφύγει. Και οι μέρες περνούσαν και εκείνος απόκαμε, από την μοναξιά και τη λύπη, και όταν έφτασε στο σημείο που οι κοίτες του Σίριον και του Ξεροπόταμου από τα Δυτικά Κρισσαένγκριμ ενώνονταν, δε μπορούσε πια να πάρει τα πόδια του.
Κάθισε τότε κάτω από ένα δέντρο και κοίταζε με δακρυσμένα μάτια το Μπρίθιαχ, στη σμίξη των δύο ποταμών, στο μοναδικό σημείο που ο Σίριον μπορούσε να διασχιστεί, μία τεράστια περιοχή σκεπασμένη με κατάλευκα βότσαλα. Είχε μικρή συναίσθηση τι του συνέβαινε, όταν χέρια χωρίς πρόσωπα τον σήκωσαν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας που τον τύλιξε, και τον τράβηξαν από τη μικρή κρυψώνα του.
Καθώς συνερχόταν, πολλές ώρες αργότερα, αφού ήταν καταπονημένος, είδε τα μαυριδερά πρόσωπα που τον κοίταζαν με κατάμαυρα μάτια και τρόμαξε τόσο πολύ που ακόμα και η ανάσα του σταμάτησε και η καρδιά του μούδιασε, αλλά τα πλάσματα που τον είχαν πάρει μαζί τους από τις διαβάσεις του Σίριον, τον φώναξαν Ελντάριον (Ξωτικόπαιδο, ξωτικό αγόρι) και ησύχασε αμέσως, επειδή είχαν χρησιμοποιήσει τη Σινταρίν, τη γλώσσα που είχε αντικαταστήσει την Κουένυα, μετά από την εντολή του Θίνγκολ, όταν έμαθε για την πρώτη αδελφοκτονία στις ακτές του Βάλινορ, από τον Φέανορ και τους Γιους του.
Δεν θα περίμενε βεβαίως να του φερθούν οι Ντρούγκου με τον ωραίο τρόπο που τον φρόντισαν, και άρχισε σιγά- σιγά να καταλαβαίνει την παράξενη γλώσσα τους που αποτελούνταν από λαρυγγισμούς, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να τους αφήσει, παρόλο που προσφέρθηκαν να τον οδηγήσουν μέχρι τους Λίσγκαρθ (καλαμιώνες) στις εκβολές του Σίριον, όπου είχαν βρει καταφύγιο οι φυγάδες από το Μένεγκροθ μαζί με την μικρή αδελφή του. Τον παρακολουθούσαν από την άλλη πλευρά του ποταμού για μέρες πριν καταφέρουν να τον πλησιάσουν, βαμμένοι και πάνοπλοι, επειδή ίσως χρειαζόταν να δώσουν μάχη σε περίπτωση που οι Ορκ τον έβρισκαν και του επιτίθονταν, αλλά οι αετοί που είχε δει, πετούσαν πάνω από το πέρασμα και είχαν σκορπίσει τον τρόμο στους πολεμιστές του Μόργκοθ που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν προσωρινά το Μπρίθιαχ.
Οι Ντρούγκου είχαν έρθει μαζί με τους Χάλαντιν, τον λαό της Χάλεθ που ήταν η αρχηγός τους (μετά το θάνατο του πατέρα της και του δίδυμου αδελφού της), από τα Βόρεια, και είχαν απορρίψει την προστασία των Επτά όταν είχαν περάσει από τα εδάφη τους στο Χίμλαντ και την Ντορ Καράνθιρ στο Θαργκέλιον. Όμως ο Θίνγκολ, παρά το γενικότερο μίσος και την απέχθεια που ένιωθε για τους νεοφερμένους engwar (αρρωστιάρηδες, θνητοί), με τη διαμεσολάβηση του Φίνροντ της Νάργκοθροντ που συμπαθούσε τους Εντάϊν και ήδη άλλες δύο φυλές ζούσαν στην ευρύτερη επικράτειά του, τους έδωσε τελικά την άδεια να κατοικήσουν στο Δάσος του Μπρέθιλ (που στην ουσία ανήκε στα όρια του Ντόριαθ), με την προϋπόθεση να υπερασπίζονται αυτά τα εδάφη από όλους τους κινδύνους.
Ο παππούς του ο Μπέρεν, που ανήκε στον Οίκο του Μπέορ, τον αρχαιότερο από όλους τους οίκους των ξωτικόφιλων, και αργότερα ο πατέρας του, του διηγούνταν συχνά την ιστορία της Αμαζόνας Χάλεθ που ίππευε και πολεμούσε σαν άντρας, και είχε πάντα δίπλα της ένα επίλεκτο σώμα πολεμιστριών, που έμεναν ανύπαντρες και ήταν αφιερωμένες αποκλειστικά στην προστασία των περιοχών ανάμεσα στο Ντόριαθ και τη Νάργκοθροντ, καθώς και των ανθρώπων του λαού τους. Του άρεσε τόσο πολύ αυτή η ιστορία, που δε βαριότανε ποτέ να την ακούει, και ήθελε πολύ να γνωρίσει μία τέτοια γυναίκα, που δεν έμοιαζε καθόλου με τις λεπτεπίλεπτες γυναίκες των Ξωτικών, που δεν έπιαναν ποτέ σπαθί στα χέρια τους, ή άλλο όπλο…
Συχνά σκεπτότανε ότι αν η μητέρα του έμοιαζε μ’ αυτές, η έκβαση της μάχης θα ήταν διαφορετική στο Μένεγκροθ, αλλά σύντομα άλλαζε γνώμη και αισθανόταν τύψεις που σκεφτόταν έτσι για ’κείνη. Παρέμεινε λοιπόν στο Μπρέθιλ μαζί με τους Γιάουρ που ήταν τρομεροί ορκομάχοι και τους βοηθούσε στην καθημερινή πάλη με τα τέρατα του Μόργκοθ χρησιμοποιώντας τόξο και μεγάλα βέλη, επειδή εν τω μεταξύ η ανάπτυξή του ολοκληρωνόταν και γινόταν ένας δυνατός νέος άντρας, που ήξερε να πολεμά με όλες τις συνθήκες.
Οι Ντρουάνταν ήξεραν πάντα να τον ενημερώσουν για τα τελευταία συμβάντα εξαιτίας της συχνής τους συναναστροφής με τους Χάλαντιν, και έμαθε ότι οι επιζήσαντες της Γκοντόλιν, της μυστικής πόλης του Τούργκον, στα Βόρεια του Ντόριαθ και του Χίθλουμ, είχαν περάσει από τα μέρη που συνήθιζαν να ελέγχουν, πηγαίνοντας προς τον Κόλπο του Μπάλαρ και είχαν αναζητήσει καταφύγιο στην κοντινή περιοχή, μετά από την καταστροφή που είχε προκαλέσει ο Μόργκοθ με τους Μπάλρογκ.
Οι φυγάδες, που δεν ήταν παραπάνω από μερικές εκατοντάδες, έκαναν στάση στη Ναν Τάθρεν για να ξεκουραστούν και να γιατρέψουν τις πληγές τους και τον πόνο τους, και τότε ο Ελουρέντ που συχνά διέτρεχε αυτές τις περιοχές με τους Ντρούγκου, άκουσε για πρώτη φορά το όνομα του Τούορ των Χάντορ, και τον είδε από μακριά, έναν ψηλό ξανθό Άνθρωπο ανάμεσα στα Ξωτικά, μέχρι τώρα είχε ακούσει να γίνεται λόγος μόνον για τον Τούριν, τον συγγενή του (o Τούορ ήταν πρώτος του εξάδελφος, γιος του Χούορ, που σκοτώθηκε στη Νίρναεθ), που ζούσε στο παρελθόν στο Ντόριαθ και το Μπρέθιλ, και ο πατέρας του ο Χούριν είχε παραδώσει το Ναουγκλαμίρ στον Θίνγκολ, μετά την ολική καταστροφή της Νάργκοθροντ, από τον στρατό του Μέλκορ και τον Γκλάουρουνγκ, τον δράκο. Έμενε όμως μακριά τους και δεν ήθελε να τους πλησιάσει, παρόλο που τα τραγούδια τους και τα μοιρολόγια που άκουγε του έσκιζαν την καρδιά.
«Ήταν βαριά η μοίρα των ανθρώπων του οίκου του Χάντορ, όπως και εκείνη του οίκου του Μπέορ», του είπανε οι Γιάουρ. «Και οι Χάλαντιν του Μπρέθιλ, πλήρωσαν κι εκείνοι το τίμημα, αλλά τους συμπαραστεκόμαστε, επειδή ακολουθήσαμε κοινή πορεία σ’ αυτή τη ζωή και ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα μαζί τους… Αλλά αφού θέλεις να παραμείνεις κρυμμένος και από εκείνους αλλά και από τους Ξωτικούς που μας πλησιάζουν αρκετά συχνά, τότε θα σε κρύψουμε από τα μάτια τους…»
Βορειότερα υψωνόταν ο σκοτεινός ορεινός όγκος των Ered Echoriath με τους απότομους, σχεδόν γυάλινους γκρεμούς (που προστάτευαν την απροσπέλαστη και κρυμμένη κοιλάδα της Γκοντόλιν) με τις κορυφές των Κρισσαένγκριμ, όπου βρίσκονταν οι φωλιές των αετών του Θορόντορ. Τους είδε τους αετούς αυτούς να πετούν πολύ ψηλά και ευχήθηκε από μέσα του να κατέβαιναν ως το σημείο που βρισκόταν κι αν ήταν δυνατόν να τον βοηθήσουν να βρει το δρόμο του, αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο και δεν ήταν σίγουρο ότι τον είχαν δει, (επειδή ο Τούργκον φοβόταν για την ασφάλεια της πόλης του και αρνιότανε να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια μήπως αποκαλυφθεί στα μάτια του εχθρού του).
Το δάσος των οξιών του Νέλντορεθ απλωνόταν στα Νότια, αλλά το απέφυγε, γνωρίζοντας ότι ήταν αυτό ήταν το βόρειο σύνορο του Ντόριαθ και μόλις τότε αντιλήφθηκε ότι είχε κάνει έναν τεράστιο κύκλο γύρω του, και κάποτε, έφτασε επιτέλους στις όχθες του Σίριον. Το ποτάμι ήταν βαθύ και παγωμένο και δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα περισσότερο από το να ακολουθήσει τον πέτρινο δρόμο που οδηγούσε Βόρεια, αντίθετα από τη ροή του ποταμού. Δεν γνώριζε όμως τίποτα από την περιοχή αυτή, ούτε είχε ακούσει ποτέ να του μιλούν για αυτό το τόσο ορμητικό ρεύμα που έβλεπε μπροστά του, και συνέχισε να προχωρά Βόρεια.
Ο ήλιος ανέτειλε πάντα από το δεξί του χέρι, όλες τις μέρες που περπατούσε από τη στιγμή που συνάντησε το μεγάλο ποτάμι, αλλά δεν έβλεπε ακόμα κάποιο σημείο που θα μπορούσε να το περάσει, μιας και υπέθετε ότι αυτό ακριβώς έπρεπε να κάνει από κάποιο πέρασμα που είχε ακούσει κάποτε ότι υπάρχει, (αν και ήξερε ότι είχε πέσει από καιρό στον έλεγχο του Μόργκοθ), αλλά έλπιζε ότι θα τα κατάφερνε να διαφύγει. Και οι μέρες περνούσαν και εκείνος απόκαμε, από την μοναξιά και τη λύπη, και όταν έφτασε στο σημείο που οι κοίτες του Σίριον και του Ξεροπόταμου από τα Δυτικά Κρισσαένγκριμ ενώνονταν, δε μπορούσε πια να πάρει τα πόδια του.
Κάθισε τότε κάτω από ένα δέντρο και κοίταζε με δακρυσμένα μάτια το Μπρίθιαχ, στη σμίξη των δύο ποταμών, στο μοναδικό σημείο που ο Σίριον μπορούσε να διασχιστεί, μία τεράστια περιοχή σκεπασμένη με κατάλευκα βότσαλα. Είχε μικρή συναίσθηση τι του συνέβαινε, όταν χέρια χωρίς πρόσωπα τον σήκωσαν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας που τον τύλιξε, και τον τράβηξαν από τη μικρή κρυψώνα του.
Καθώς συνερχόταν, πολλές ώρες αργότερα, αφού ήταν καταπονημένος, είδε τα μαυριδερά πρόσωπα που τον κοίταζαν με κατάμαυρα μάτια και τρόμαξε τόσο πολύ που ακόμα και η ανάσα του σταμάτησε και η καρδιά του μούδιασε, αλλά τα πλάσματα που τον είχαν πάρει μαζί τους από τις διαβάσεις του Σίριον, τον φώναξαν Ελντάριον (Ξωτικόπαιδο, ξωτικό αγόρι) και ησύχασε αμέσως, επειδή είχαν χρησιμοποιήσει τη Σινταρίν, τη γλώσσα που είχε αντικαταστήσει την Κουένυα, μετά από την εντολή του Θίνγκολ, όταν έμαθε για την πρώτη αδελφοκτονία στις ακτές του Βάλινορ, από τον Φέανορ και τους Γιους του.
Δεν θα περίμενε βεβαίως να του φερθούν οι Ντρούγκου με τον ωραίο τρόπο που τον φρόντισαν, και άρχισε σιγά- σιγά να καταλαβαίνει την παράξενη γλώσσα τους που αποτελούνταν από λαρυγγισμούς, αλλά δεν ήταν διατεθειμένος να τους αφήσει, παρόλο που προσφέρθηκαν να τον οδηγήσουν μέχρι τους Λίσγκαρθ (καλαμιώνες) στις εκβολές του Σίριον, όπου είχαν βρει καταφύγιο οι φυγάδες από το Μένεγκροθ μαζί με την μικρή αδελφή του. Τον παρακολουθούσαν από την άλλη πλευρά του ποταμού για μέρες πριν καταφέρουν να τον πλησιάσουν, βαμμένοι και πάνοπλοι, επειδή ίσως χρειαζόταν να δώσουν μάχη σε περίπτωση που οι Ορκ τον έβρισκαν και του επιτίθονταν, αλλά οι αετοί που είχε δει, πετούσαν πάνω από το πέρασμα και είχαν σκορπίσει τον τρόμο στους πολεμιστές του Μόργκοθ που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν προσωρινά το Μπρίθιαχ.
Οι Ντρούγκου είχαν έρθει μαζί με τους Χάλαντιν, τον λαό της Χάλεθ που ήταν η αρχηγός τους (μετά το θάνατο του πατέρα της και του δίδυμου αδελφού της), από τα Βόρεια, και είχαν απορρίψει την προστασία των Επτά όταν είχαν περάσει από τα εδάφη τους στο Χίμλαντ και την Ντορ Καράνθιρ στο Θαργκέλιον. Όμως ο Θίνγκολ, παρά το γενικότερο μίσος και την απέχθεια που ένιωθε για τους νεοφερμένους engwar (αρρωστιάρηδες, θνητοί), με τη διαμεσολάβηση του Φίνροντ της Νάργκοθροντ που συμπαθούσε τους Εντάϊν και ήδη άλλες δύο φυλές ζούσαν στην ευρύτερη επικράτειά του, τους έδωσε τελικά την άδεια να κατοικήσουν στο Δάσος του Μπρέθιλ (που στην ουσία ανήκε στα όρια του Ντόριαθ), με την προϋπόθεση να υπερασπίζονται αυτά τα εδάφη από όλους τους κινδύνους.
Ο παππούς του ο Μπέρεν, που ανήκε στον Οίκο του Μπέορ, τον αρχαιότερο από όλους τους οίκους των ξωτικόφιλων, και αργότερα ο πατέρας του, του διηγούνταν συχνά την ιστορία της Αμαζόνας Χάλεθ που ίππευε και πολεμούσε σαν άντρας, και είχε πάντα δίπλα της ένα επίλεκτο σώμα πολεμιστριών, που έμεναν ανύπαντρες και ήταν αφιερωμένες αποκλειστικά στην προστασία των περιοχών ανάμεσα στο Ντόριαθ και τη Νάργκοθροντ, καθώς και των ανθρώπων του λαού τους. Του άρεσε τόσο πολύ αυτή η ιστορία, που δε βαριότανε ποτέ να την ακούει, και ήθελε πολύ να γνωρίσει μία τέτοια γυναίκα, που δεν έμοιαζε καθόλου με τις λεπτεπίλεπτες γυναίκες των Ξωτικών, που δεν έπιαναν ποτέ σπαθί στα χέρια τους, ή άλλο όπλο…
Συχνά σκεπτότανε ότι αν η μητέρα του έμοιαζε μ’ αυτές, η έκβαση της μάχης θα ήταν διαφορετική στο Μένεγκροθ, αλλά σύντομα άλλαζε γνώμη και αισθανόταν τύψεις που σκεφτόταν έτσι για ’κείνη. Παρέμεινε λοιπόν στο Μπρέθιλ μαζί με τους Γιάουρ που ήταν τρομεροί ορκομάχοι και τους βοηθούσε στην καθημερινή πάλη με τα τέρατα του Μόργκοθ χρησιμοποιώντας τόξο και μεγάλα βέλη, επειδή εν τω μεταξύ η ανάπτυξή του ολοκληρωνόταν και γινόταν ένας δυνατός νέος άντρας, που ήξερε να πολεμά με όλες τις συνθήκες.
Οι Ντρουάνταν ήξεραν πάντα να τον ενημερώσουν για τα τελευταία συμβάντα εξαιτίας της συχνής τους συναναστροφής με τους Χάλαντιν, και έμαθε ότι οι επιζήσαντες της Γκοντόλιν, της μυστικής πόλης του Τούργκον, στα Βόρεια του Ντόριαθ και του Χίθλουμ, είχαν περάσει από τα μέρη που συνήθιζαν να ελέγχουν, πηγαίνοντας προς τον Κόλπο του Μπάλαρ και είχαν αναζητήσει καταφύγιο στην κοντινή περιοχή, μετά από την καταστροφή που είχε προκαλέσει ο Μόργκοθ με τους Μπάλρογκ.
Οι φυγάδες, που δεν ήταν παραπάνω από μερικές εκατοντάδες, έκαναν στάση στη Ναν Τάθρεν για να ξεκουραστούν και να γιατρέψουν τις πληγές τους και τον πόνο τους, και τότε ο Ελουρέντ που συχνά διέτρεχε αυτές τις περιοχές με τους Ντρούγκου, άκουσε για πρώτη φορά το όνομα του Τούορ των Χάντορ, και τον είδε από μακριά, έναν ψηλό ξανθό Άνθρωπο ανάμεσα στα Ξωτικά, μέχρι τώρα είχε ακούσει να γίνεται λόγος μόνον για τον Τούριν, τον συγγενή του (o Τούορ ήταν πρώτος του εξάδελφος, γιος του Χούορ, που σκοτώθηκε στη Νίρναεθ), που ζούσε στο παρελθόν στο Ντόριαθ και το Μπρέθιλ, και ο πατέρας του ο Χούριν είχε παραδώσει το Ναουγκλαμίρ στον Θίνγκολ, μετά την ολική καταστροφή της Νάργκοθροντ, από τον στρατό του Μέλκορ και τον Γκλάουρουνγκ, τον δράκο. Έμενε όμως μακριά τους και δεν ήθελε να τους πλησιάσει, παρόλο που τα τραγούδια τους και τα μοιρολόγια που άκουγε του έσκιζαν την καρδιά.
«Ήταν βαριά η μοίρα των ανθρώπων του οίκου του Χάντορ, όπως και εκείνη του οίκου του Μπέορ», του είπανε οι Γιάουρ. «Και οι Χάλαντιν του Μπρέθιλ, πλήρωσαν κι εκείνοι το τίμημα, αλλά τους συμπαραστεκόμαστε, επειδή ακολουθήσαμε κοινή πορεία σ’ αυτή τη ζωή και ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα μαζί τους… Αλλά αφού θέλεις να παραμείνεις κρυμμένος και από εκείνους αλλά και από τους Ξωτικούς που μας πλησιάζουν αρκετά συχνά, τότε θα σε κρύψουμε από τα μάτια τους…»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου