19/12/09

Ελουρέντ: Η δεύτερη αδελφοκτονία και οι Ντρούγκου(4ο μέρος)


Τον κράτησαν κοντά τους και του έμαθαν όσα ήξεραν, για το δάσος, τα ζώα και τα φυτά, και τον συνόδευαν συχνά στις κοντινές περιοχές του Αρβένιεν, και αρκετές φορές, πλησίασαν και τις κατεστραμμένες περιοχές του Τούμχαλαντ και της Νάργκοθροντ στον Τέιγκλιν, αλλά και τον Άμον Όμπελ στο κέντρο του δάσους, όπου παλιότερα βρισκόταν χτισμένο το Έφελ Μπράντιρ, στο όνομα ενός από τους τελευταίους ηγεμόνες των Χάλαντιν, του Μπράντιρ του Χωλού (του γιου του Χάντιρ που είχε διαδεχτεί τον πατέρα του τον Χάλντιρ), που είχε σκοτωθεί άδικα από τον Τούριν. Τώρα οι Χάλαντιν ζούσαν κοντά σε έναν καταρράχτη του Κέλεμπρος που ονομαζόταν Ντίμροστ, η Σκάλα της Βροχής, επειδή στην γύρω περιοχή το δάσος ήταν πιο πυκνό και οι κρυψώνες περισσότερες, ενώ από την ξύλινη γέφυρα στην κορυφή του, μπορούσαν να αγναντεύουν σε μεγάλη απόσταση τριγύρω.
Μα όταν του έδειξαν τον Tur Haretha (ο Τύμβος της Χάλεθ: Χάουδ-αν-Άργουεν, ο τύμβος της Κυράς), στο ψηλότερο σημείο του Μπρέθιλ, τον ξαναέπιασε η παλιά ανάγκη ν’ ανακαλύψει μία πολεμίστρια των Χάλαντιν και εκμυστηρεύτηκε τον κρυφό του πόθο στους φίλους του. Οι Ντρούγκου γέλασαν τότε και του εξήγησαν ότι αυτά συνέβαιναν τις αρχαίες μέρες, όταν οι Ατάνι πρωτοπήγαν στο Μπελέριαντ και οι κίνδυνοι αν και ήταν συνεχείς, δεν ήταν τόσο τρομακτικοί και παρόλο που είχαν λάβει μέρος σε όλες τις μάχες που προηγήθηκαν, βρίσκονταν σε σαφώς καλύτερη κατάσταση, αλλά αυτό κράτησε μόνο μέχρι την Νίρναεθ Αρνοέντιαντ (Dagor en Nirnaeth Arnoediad- η μάχη των αμέτρητων δακρύων), την καταστροφική Πέμπτη μάχη του Μπελέριαντ, από την οποία μόνο τα κρυμμένα βασίλεια της Γκοντόλιν και του Ντόριαθ γλίτωσαν την άλωση και οι Oίκοι των ανθρώπων αποδεκατίστηκαν.

Τότε ο Θίνγκολ, θυμωμένος ακόμα με το νέο της Αδελφοκτονίας στο Βάλινορ, αλλά και την απαίτηση των Επτά να παραδώσει το Σίλμαριλ, είχε αρνηθεί να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια στους Νόλντορ που ήταν υπεύθυνοι για την σφαγή των Τελέρι και την κλοπή και καταστροφή των πλοίων τους στο Αλκουαλόντε (λιμάνι των κύκνων στο Βάλινορ), και δεν είχε πάρει μέρος σε αυτές τις μάχες- πλην της πρώτης-, που είχαν σκοτώσει πολλά Ξωτικά και ανθρώπους, μέχρι ο Μπέρεν με την Λούθιεν, να προσπαθήσουν να πάρουν το Σίλμαριλ. Και μόνο ο Μπέλεγκ Κουθάλιον (ο Μεγάλος τοξότης) και ο Μάμπλουνγκ (το Βαρύ Χέρι) πήγαν στον στρατό του Φίνγκον, όταν μετά από την φυγή των παππούδων του και την επανάκτηση του ενός πετραδιού, φάνηκε στον πρωτότοκο του Φέανορ ότι ίσως θα τα κατάφερνε να δώσει τη χαριστική βολή στον Μέλκορ.
Την ίδια στάση κράτησε και ο Όροντρεθ στη Νάργκοθροντ, αλλά και από εκεί συμμετείχε τελικά μία ίλη ιππέων με αρχηγό τον Γκουίντορ, που πήραν επίσης τον θυρεό του Φίνγκον και πήγαν να πολεμήσουν μαζί με τους ομοφύλους τους. Όμως ο Μαέδρος με τ’ αδέλφια του και η ένωση που είχε ιδρύσει με τον Φίνγκον τον γιο του Φινγκόλφιν και τους Νάνους του Νόγκροντ και του Μπέλεγκοστ, πολέμησαν ενάντια στον Μόργκοθ στην Άνγκμπαντ και ενώ νικούσαν, έπεσαν θύματα προδοσίας και ο Τούργκον που επίσης είχε αρνηθεί οποιαδήποτε βοήθεια αλλά ήρθε με πανίσχυρο στρατό, μπόρεσε να σωθεί μόλις την τελευταία στιγμή.
Και σ’ αυτή τη μάχη, ο οίκος του Χάντορ σχεδόν εξαλείφθηκε, και ο λαός της Χάλεθ είχε επίσης μεγάλες απώλειες (μόνο τρία άτομα γύρισαν στο Μπρέθιλ), όπως το ίδιο είχε συμβεί και με τον οίκο του Μπέορ, μερικά χρόνια νωρίτερα, στην Ντάγκορ Μπράγκολαχ. Και το ωραιότερο από τα τραγούδια που εξυμνούσαν τη γενναιότητα και το χαμό των μεγάλων πολεμιστών (αν και οι δύο ήρωες του Ντόριαθ διέφυγαν, όπως και οι γιοι του Φέανορ που θα εξυπηρετούσαν στο μέλλον, τα συμφέροντα του Μόργκοθ με το μίσος τους και τον επαίσχυντο όρκο τους), ήταν το νανούρισμα που τραγουδούσε η μητέρα του στ’ αδέλφια του, αφού εκείνος, δεν κοιμόταν ποτέ. Και τα πιο όμορφα λόγια ανάμεσα στους στίχους, ήταν τα λόγια του Φίνγκον που είχε πει “Utulie n’ aure” (έφτασε η μέρα), όταν είδε τον αδελφό του τον Τούργκον να έρχεται σε βοήθειά του, και τα λόγια του Χούριν των Χάντορ, του πατέρα του Τούριν, “Aure entuluva” (η μέρα θα ξανάρθει), όταν μόνος αυτός, στο Σέρεχ του Χίθλουμ, πολύ κοντά στις πύλες της Άνγκμπαντ, πολέμησε και πιάστηκε αιχμάλωτος, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για τους φίλους του που διέφευγαν. Όμως όλα τα Βασίλεια των Ξωτικών και των ανθρώπων, καταστράφηκαν ένα-ένα, με τελευταία τη Γκοντόλιν του Τούργκον.
Κι ενώ η καταστροφή του Μπελέριαντ ήταν τρομαχτική, το Ντόριαθ, που παρέμενε φυλαγμένο μέχρι και την σφαγή που συντελέστηκε από αδελφικό χέρι για το Πετράδι, βρισκόταν ακόμα ζωντανό μέσα στη μνήμη του, αλλά έκρινε ότι παρά τα όσα είχαν συμβεί, δεν θα έκανε το λάθος να αφήσει τους ομόφυλούς του χωρίς βοήθεια και από τότε πλησίαζε περισσότερο το Λίσγκαρθ, παρατηρώντας από μακριά τις εξελίξεις στο μικρό καταφύγιο των Ξωτικών, που δέχτηκαν με μεγάλη χαρά τους συγγενείς τους Νόλντορ και Σίνταρ που είχαν κατεβεί από το τελευταίο ξωτικοβασίλειο του Βορρά, και από μακριά είδε τον γάμο της αδελφής του της Έλγουϊνγκ με τον Εαρέντιλ, το γιο του Τούορ και της Ίντριλ Κελεμπρίνταλ, της μοναχοκόρης του Τούργκον από την Γκοντόλιν, καθώς και τη γέννηση των δίδυμων γιων τους, του Έλροντ και του Έλρος.

Ήταν νωρίς την άνοιξη, όταν ένα πλήθος Ξωτικών, παίρνοντας μεγάλες προφυλάξεις, πέρασαν στο Αρβένιεν και καθώς έφτασαν στο δάσος του Νίμπρεθιλ που ερχόταν συχνά μαζί με τους Γιάουρ, διάλεξαν τα καλύτερα δέντρα για το χτίσιμο ενός μοναδικού πλοίου που θα στελνόταν στο Βάλινορ, και αναγνώρισε από μακριά τον Εαρέντιλ που συνοδευόταν από έναν Ξωτικό με ασημόγκριζα μαλλιά, που φαινόταν να εισπράττει μεγάλο σεβασμό, ήταν ο Κίρνταν, ο Άρχοντας των Λιμανιών του Φάλας πριν την καταστροφή. Τώρα ζούσε μαζί με το λαό που είχε διασωθεί από το Έγκλαρεστ και το Μπρίθομπαρ, και τον Ερεϊνιον (Γκιλ-Γκάλαντ, τον γιο του Φίνγκον που ονομάστηκε Ανώτερος βασιλέας των Ξωτικών μετά τον θάνατο του Τούργκον), στο νησί του Μπάλαρ.
Ο Ελουρέντ και οι Ντρούγκου, (που ήταν δυσαρεστημένοι για την κοπή των Λευκών Σημύδων -Νιμ Μπρέθιλ- στο Αρβένιεν), παρακολούθησαν την κατασκευή του πλοίου κρυμμένοι ανάμεσα στα ψηλά καλάμια κοντά στο ναυπηγείο των Ξωτικών, ενώ το όνομα που διάλεξαν να του δώσουν ο Κίρνταν και ο Εαρέντιλ, ήταν το όνομα Βίνγκιλοτ (Αφρολούλουδο). Και ο Εαρέντιλ με τρεις Τελέρι ναυτικούς για πλήρωμα, ξανοίχτηκε στην θάλασσα, προσπαθώντας να εντοπίσει τους γονείς του, τον Τούορ και την Ίντριλ, που είχαν φύγει πολλά χρόνια πριν, με το Εαρράμε, το φτερό της Θάλασσας, αλλά και για να βρει το Βάλινορ, και να ζητήσει μεσιτεία και βοήθεια από τους Βάλαρ, για τους Ανθρώπους και τα Ξωτικά που υπέφεραν.