4/1/10

ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ




Υπήρχε αρκετή ειρήνη εκείνες τις ημέρες και ο καιρός περνούσε χωρίς πόλεμο και επιθέσεις από τον Μόργκοθ, και τότε ο Ελουρέντ αποφάσισε ότι θα μπορούσε ίσως να αφήσει για λίγο την επαγρύπνηση και να ανακαλύψει επιτέλους την χώρα του Μπελέριαντ. Απέφυγε όμως τις κεντροανατολικές περιοχές επειδή δεν ένοιωθε ακόμα έτοιμος να πλησιάσει μέχρι το Ντόριαθ και να επιστρέψει ίσως στο Μένεγκροθ, απ’ όπου είχαν ξεκινήσει όλα…
Υπήρχε από πολύ παλιά ένας δρόμος που περνούσε έξω από τα βόρεια σύνορα του Νέλντορεθ, και παρέκαμπτε το δάσος των βελανιδιών του Νίβριμ στην δυτική πλευρά του. Ήταν ο ίδιος εγκαταλειμμένος και επικίνδυνος δρόμος που είχε ακολουθήσει κι εκείνος, φεύγοντας από το Doriath. Ο δρόμος αυτός συνέχιζε μέσω του Μπρίθιαχ, στις Βορειοδυτικές παρυφές του Μπρέθιλ και οδηγούσε στις διαβάσεις του Τέιγκλιν προς τα νότια ως πέρα από τη Νάργκοθροντ, και ακόμα πιο μακριά, στο όρος Τάρας. Ήθελε όμως να φτάσει ως την Μπελεγκάερ πάση θυσία, στις δυτικές ακτές του Νεύραστ (Δώθε Ακτή, αντίστοιχη του Haerast, Εκείθε Ακτή= το Βάλινορ), που κανείς Ντρούγκου δεν είχε φτάσει εκεί, και να ακούσει και ο ίδιος τον ήχο των κυμάτων της, που όπως έλεγαν κάποια ξωτικά, “μιλούσαν” διαφορετικά από την ρηχή θάλασσα του κόλπου του Μπάλαρ.
Ήταν δύσκολη και μακριά η διαδρομή που είχε ακολουθήσει, και πολύ μοναχική, αλλά δεν τον ένοιαζε. Η ανάγκη του να φτάσει στις αρχαίες προκυμαίες των Έλνταρ υπερνικούσε κάθε εμπόδιο που παρουσιαζόταν, και πολλές φορές καθ’ όλο το ταξίδι, είχε την τύχη με το μέρος του και παρέκαμπτε τους κινδύνους, μέχρι που παραξενευόταν από αυτό. Πολλές περιοχές ήταν κατεστραμμένες από το πέρασμα των Ορκ και του Γκλάουρουνγκ που είχε αφανίσει σχεδόν όλες τις εγκαταστάσεις των ξωτικών, απωθώντας τους προς το Νότο της Χώρας, αλλά αυτό τον διευκόλυνε επειδή δεν χρειαζόταν να κρύβεται, τουλάχιστον όχι όσο πλησίαζε προς τη θάλασσα, που ο Μόργκοθ έτρεμε επειδή ήταν αδάμαστη. Περιπλανήθηκε αρκετά, κοντά στις απότομες ακτές και η εξώτερη θάλασσα μίλησε στην καρδιά του με τον ήχο της, είτε αυτός είχε το βρυχηθμό του θυμού της, είτε το τραγούδι της γαλήνης της και θα καθόταν κι άλλο, κοντά στο αρχαίο Βίνυαμαρ (η πρώτη εγκατάσταση του Τούργκον) και τα κατεστραμμένα λιμάνια των Falmari όμως, αρχές της Άνοιξης του επόμενου χρόνου, αποφάσισε ότι ήταν καιρός να γυρίσει πίσω στους Ντρούγκου του Μπρέθιλ και να αφήσει τις εξερευνήσεις για αργότερα.
Καθώς όμως γύρισε να φύγει και να στραφεί και πάλι ανατολικά, ο δρόμος του τον έφερε κοντά στις ακτές της λίμνης Λιναέγουεν και τα ρηχά έλη που την κύκλωναν. Πριν αρκετά χρόνια, ένας άλλος μοναχικός ταξιδιώτης είχε προσπαθήσει να πλησιάσει στο κεντρικό σημείο της λίμνης, αλλά ο δρόμος του είχε αποδειχτεί απροσπέλαστος. Παρόλο όμως που ο Τούορ είχε αποτύχει να διασχίσει τον δαίδαλο των καλαμιών και των παπυρόφυτων της όχθης, εκείνος κατάφερε με αργά και προσεκτικά βήματα το τελευταίο ξημέρωμα του Σούλιμε (Μάρτιος, ο μήνας των Ανέμων -soul- στη Σινταρίν) να διέλθει, και να φτάσει στον εσωτερικό προστατευμένο δακτύλιο της Λίμνης των Πουλιών.
Αυτή η λίμνη δεν είχε μολυνθεί από τους δράκους του Μέλκορ και στα γαλανά νερά της διαχείμαζαν πάντα μεγάλα και όμορφα πουλιά, που χαίρονταν την προστασία του Μάνγουε, του ανώτερου από όλους τους Βάλαρ, αλλά και του Ούλμο, του βασιλιά των νερών. Και είδε μεγάλα κοπάδια από γκρίζες χήνες και πάλλευκους κύκνους που πλαγιολισθούσαν καθώς πλησίαζαν το νερό, ενώ γιγαντιαία σμήνη από γερανούς και λυγερούς ερωδιούς, έκρωζαν ανήσυχοι και απογειώνονταν δημιουργώντας ένα ζωντανό σύννεφο από απόλυτα συγχρονισμένα φτερουγίσματα, πριν προσγειωθούν κοντά στις καλαμιές που βρισκόταν εκείνος και αρχίσουν να ψαχουλεύουν με τα μακριά ράμφη τους, ανάμεσα στα ρόδινα νούφαρα και τις κατακίτρινες ίριδες της όχθης.
Έμεινε ακίνητος σε εκείνο το μέρος για πολύ καιρό, βυθισμένος μέχρι τα γόνατα μέσα στα υγρά φυτά, αδιάφορος προς τις εναλλαγές του καιρού, και παρακολουθούσε το αρμονικό πέταγμα των πουλιών και την ιεροτελεστία του χορού του ζευγαρώματος. Η μέρα ξεκινούσε με το πρώτο κρώξιμο και τελείωνε με το τελευταίο, αργά το βράδυ. Όμως πολλά άλλα πλάσματα φτερωτά και μη, τον πλησίαζαν έτσι που στεκόταν ακίνητος και κρυμμένος και μόνο τα μάτια του ανοιγόκλειναν: Μπλε αλκυόνες και γκρίζα αηδόνια τον κοιτούσαν ερευνητικά καθώς στέκονταν για λίγο σε κοντινά καλάμια, πριν τον αφήσουν ξανά. Λιβελλούλες όλων των μεγεθών και των χρωμάτων, πετούσαν τριγύρω του με το λεπτό βούισμά τους και κάποια στιγμή ορκίστηκε ότι άκουσε τον ήχο από το πετάρισμα μιας μεγάλης άσπρης πεταλούδας που πέρασε δίπλα στο αυτί του.
Οι μελωδικές τρίλιες των αηδονιών, τα τριζόνια και οι βάτραχοι με το μονότονο τραγούδι τους και ο λεπτός ήχος του κυπρίνου που ακουμπά στην ελαιώδη επιφάνεια του νερού και μετά αναπηδά και χάνεται με σύντομο παφλασμό, τον συντρόφευαν το βράδυ. Και κρατούσε ακόμα και την ανάσα του μαγεμένος, και επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο και φανταζόταν, πως άνοιγε γκρίζα φτερά και πετούσε και εκείνος με την ταχύτητα και τη χάρη ενός πουλιού, πάνω από τα βουνά και τις απόκρημνες κορφές τους, τα δάση, τις λίμνες και τις απέραντες εκτάσεις των φαιόχρωμων ελών που στα αμόλυντα νερά τους καθρεφτίζονταν τα λευκά σύννεφα και το γαλάζιο πέπλο του ουρανού, και η κουρασμένη του καρδιά ηρέμησε και αναθάρρησε.
Ήταν αρχές καλοκαιριού όταν θέλησε να αφήσει τη λίμνη των πουλιών για να γυρίσει στο δάσος του Μπρέθιλ, οι πρώτοι χνουδωτοί νεοσσοί τώρα μόλις βουτούσαν για πρώτη φορά μέσα στο νερό με τις αδέξιες κινήσεις τους και κάτω από την άγρυπνη καθοδήγηση των μανάδων τους, που μόλις τον είδαν να βγαίνει επιτέλους από την κρυψώνα του στα καλάμια, τον υποδέχτηκαν με ανήσυχα φτεροκοπήματα και απειλητικά κρωξίματα. Είχε πλησιάσει ο καιρός να φύγει και μάζεψε μια απίστευτα μεγάλη ποσότητα φτερών από τις σχεδόν εγκαταλειμμένες φωλιές των μεγάλων πουλιών που παρατηρούσε για μια ολόκληρη εποχή, αφού ήταν ανίκανος να εγκαταλείψει το ποιητικό θέαμα που εξελισσόταν μπροστά του. Οι Ντρούγκου χάρηκαν πολύ που τον ξαναείδαν και έμειναν απασχολημένοι για αρκετό καιρό, φτιάχνοντας καινούρια βέλη για τα τόξα τους, και τον έβαζαν να τους διηγείται ξανά και ξανά, το σύντομο ταξίδι του προς τα Δυτικά παράλια του Μπελέριαντ, αλλά όταν τον ρώτησαν για το Ντόριαθ και αν ήθελε να του υποδείξουν τον τρόπο για να φτάσει ως εκεί, αρνήθηκε κατηγορηματικά.