Όταν τρομεροί σεισμοί συντάραξαν συθέμελα τον πέτρινο όγκο των βουνών και η θάλασσα στον μακρινό ορίζοντα του Μπελ Φάλας βόγκηξε σκοτεινή και ανταριασμένη για πολλές συνεχόμενες ημέρες, κατάλαβε πως κάτι τρομερό και απίστευτο είχε συμβεί, κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να ελέγξει.
Ακολούθησε το μικρό ορμητικό ρεύμα που πήγαζε από την κρυστάλλινη βουνίσια λίμνη μέχρι που αυτό ενώθηκε με έναν μεγαλύτερο ποταμό σκοτεινό και αρκετά πλατύ, τον Μόρθοντ, που διέσχιζε το Λέμπεννιν και οι βαθιές κοιλάδες του (πάνω από το Έρεχ, έλη) κατοικούνταν από έναν σκυθρωπό λαό, τους Ντάνλεντινγκς και που οι Ντρούγκου -που τους απέφευγαν συστηματικά-, έλεγαν πως δεν ήξεραν να γελούν, και κατά τη γνώμη τους όσοι δεν γελούν είναι ανάξιοι εμπιστοσύνης και κακόψυχοι. Και ίσως δεν είχαν άδικο στην εκτίμησή τους, όπως φάνηκε άλλωστε σε κατοπινές εποχές. Προσπέρασε τα βαλτοτόπια που εκτείνονταν σε μεγάλη έκταση προς τα δυτικά στο Αν Φάλας και γύρισε προς τα ανατολικά επειδή το έδαφος ήταν πιο σταθερό και δεν τον ανάγκαζε να πηδά από την μία τούφα σφάγνων στην άλλη, με κίνδυνο να βυθιστεί μέσα στους υγρούς τυρφώνες. Είχε μπει μέσα στην περιοχή του Μπελ Φάλας κατηφορίζοντας νοτιοδυτικά προς τις πετρώδεις ακτές του, περνώντας μέσα από μεγάλες καταπράσινες εκτάσεις γεμάτες με λουλούδια, αλλά σύντομα αναγκάστηκε και πάλι ν’ αλλάξει κατεύθυνση επειδή αντιλήφθηκε ότι είχε πλησιάσει επικίνδυνα προς ένα μικρό ξωτικολιμάνι (Εδελλοντ) που διατηρούσε κάποια μικρή δύναμη ναυτικών με λιγοστά καράβια. Απέκλεισε το ενδεχόμενο να τον αναζητούν και απομακρύνθηκε από την περιοχή τους, όπως και από τις οχυρωμένες από τους ανθρώπους πολιτείες, στις εκβολές του Έθιρ Άντουιν, στο δέλτα του μεγάλου ποταμού που είχε δει από τα Χιθαέγκλιρ. Ήταν πολύ πλατύς αλλά όχι επικίνδυνα ορμητικός και σίγουρα θα μπορούσε να είναι πλωτός, καθώς οδηγούσε στη εύφορη ενδοχώρα με τα ολάνθιστα αγροτόπια.
Κι άλλοι όμως είχαν κάνει την ίδια σκέψη μ’ εκείνον, και σύντομα έφτασε στον καταυλισμό που είχαν στήσει οι ντόπιοι κάτοικοι του ψαροχωριού του Πελάργκιρ, για τους επιβάτες πέντε μεγάλων πλοίων που ήταν αγκυροβολημένα μέσα στο ποτάμι και θρηνούσαν γύρω από μεγάλες φωτιές που είχαν ανάψει στην όχθη. Τους παραφύλαξε αθέατος και έμαθε την αιτία του κακού: Οι σεισμοί ήταν αποτέλεσμα μιας μεγάλης καταστροφής που χτύπησε το Νούμενορ και το καταβύθισε στην θάλασσα, συμπαρασύροντας στην άβυσσο και μεγάλες εκτάσεις της Μέσης Γης, το κατακερματισμένο και εγκαταλειμμένο Μπελέριαντ, αφήνοντας μόνο το Λίντον ανέπαφο καθώς και ολόκληρο το Ερίαντορ.
Ο Γκορθάουρ (Απεχθής) ήταν υπεύθυνος για αυτήν την κατάληξη, αφού ο στόλος που είχε καταπλεύσει στο Χάραντ, τον είχε πάρει ως αιχμάλωτο και υποτελή του ηγεμόνα του μεγάλου δυτικού νησιού, αλλά εκεί, ο αδίστακτος Σάουρον που είχε παραδοθεί από μόνος του στον ανυποψίαστο και αλαζόνα βασιλιά Αρ-Φαραζόν, με μελιστάλαχτες υποσχέσεις και ψέματα, παγίδευσε τους υπερήφανους και πλεονέκτες άρχοντες και τους έπεισε να εκστρατεύσουν στην Γη των Βάλαρ, προκειμένου να κατακτήσουν την απαγορευμένη ευδαιμονία και την Αθανασία του Βάλινορ για λογαριασμό τους.
Άλλαξε τους νόμους του κράτους και απαγόρευσε τις ξωτικογλώσσες με διωγμό όλων όσων τις μιλούσαν, φανερά ή κρυφά, ενώ ξύλευσε και έκαψε το Λευκό δέντρο του Αρμένελος (Ευγενική πόλη του Ουρανού). Στη θέση του έχτισε έναν μεγάλο θόλο που έβλεπε στον ουρανό και στο κέντρο του έστησε βωμό, όπου έκανε ανθρωποθυσίες στο όνομα του Μέλκορ, του παλιού του Αφέντη. Τα θύματά του ήταν συνήθως ξωτικόφιλοι, και παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα από τον μαύρο του θρόνο, θέλοντας να ξεριζώσει οτιδήποτε είχε σχέση με την παλιά λατρεία των Βάλαρ, για εκδίκηση στην ευημερία που τους είχαν χαρίσει οι Άρχοντες της Δύσης. Αυτοί όμως οι Ντούνενταϊν που τώρα αποκαλούσαν την νήσο Άντορ (Γη-Δώρο των Βάλαρ) του Έλρος, «Ακαλλαμπέθ» (η-χώρα-που-έπεσε, στην Αντουναϊκή διάλεκτο), και «Αταλάντη» (Ατλαντίδα, στη σινταρίν), είχαν δύο αρχηγούς, τον Ισίλντουρ και τον αδελφό του τον Ανάριον, που ανήκανε στις τάξεις των Πιστών στους θεσμούς των Μεγάλων Αρχόντων της Δύσης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου