«Ελάννα!» φώναξαν μερικές φορές κρατώντας πυρσούς, μα σύντομα είδανε τα πτώματα και το νεκρό άλογο και κάποιοι θρήνησαν αλλά δεν έφυγαν, και τελικά κάποιος από αυτούς, αναγνώρισε τα ίχνη των Ντρούγκου πάνω στο ποδοπατημένο χώμα.
«Την έχουνε οι Άγριοι», φώναξε, «θα είναι ασφαλής μαζί τους, να ειδοποιήσουμε την αδελφή της και να έρθουμε πάλι το πρωί να δούμε τί θα κάνουμε και να την ψάξουμε στο δάσος!» και στρέψανε τα άλογα προς την κατεύθυνση της Ντίμροστ κι απομακρύνθηκαν.
Ο Ελουρέντ, κοίταξε το λεπτόκορμο καβαλάρη που μετέφεραν με το φορείο, και τον ταίριαξε με τ’ όνομα που είχε ακούσει να φωνάζουν οι πολεμιστές, και διαπίστωσε με θαυμασμό, ότι ο νεαρός που μόλις είχε σώσει από το θάνατο ήταν γυναίκα, μία γυναίκα των Χάλαντιν που πολεμούσε μαζί με τους άντρες, όπως η Χάλεθ, στις ιστορίες που του διηγούνταν ο πατέρας του.
Έφτασαν στο παλιό σπίτι και την ακούμπησαν πάνω στο χτιστό κρεβάτι που υπήρχε, (όταν ο Ελουρέντ είχε επιστρέψει μετά από την πολύχρονη απουσία του, είχε εντοπίσει το σπίτι για πρώτη φορά ανάμεσα στα δέντρα, και δεν χρειάστηκε να καταβάλει πολύ κόπο για να το επιδιορθώσει, αν και δε ζούσε μέσα στους τοίχους του), ευτυχώς, προπορευόμενοι Ντρούγκου, είχαν σπεύσει να προετοιμάσουν τον ερχομό τους και είχαν ανάψει ακόμα και φωτιά. Τότε, με εξαιρετική προσοχή, τράβηξε από το κεφάλι της το κράνος και ζήτησε και του έφεραν νερό και έπλυνε το πρόσωπό της και την πληγή στο πλάι του κεφαλιού. Την καθάρισε και την επίδεσε χρησιμοποιώντας τα βοτάνια και το γκρίζο υδρόφιλο ύφασμα των Ντρούγκου. Στον δεξί της μηρό υπήρχε δεμένο ένα μακρύ μαχαίρι Έκετ -που δεν είχε προλάβει να το χρησιμοποιήσει- με την θήκη του, και το έλυσε από το πόδι της. Άνοιξε το πανωφόρι της, ήταν φτιαγμένο από καφέ δέρμα και από μέσα φορούσε σιδηροπουκάμισο πάνω από καφέ λινή μπλούζα, το είχε αγγίξει νωρίτερα καθώς τη σήκωναν για να τη βάλουν στο φορείο. Δεν φαινόταν να έχει πάθει τίποτα και την είχε προστατεύσει από την πτώση, γι’ αυτό δεν προσπάθησε να της το βγάλει, όμως, καθώς έψαυσε σχολαστικά τα άκρα της που ήταν πιο εκτεθειμένα, ανακάλυψε ότι ο αριστερός της ώμος ήταν βγαλμένος και το αριστερό της πόδι σπασμένο, είχε πέσει μ’ αυτή την πλευρά κάτω από το άλογο.
Πρώτα ανέταξε την εξάρθρωσή της και μετά, το κάταγμα στην κνήμη, (τράβηξε τη μαλακιά μπότα της από δέρμα ελαφιού και αφού έσκισε στο πλάι το μάλλινο ύφασμα του παντελονιού της, έδεσε το πόδι της σφιχτά με ένα ξύλο και με ταινίες δέρματος φτιάχνοντας ένα σταθερό νάρθηκα) κι έμεινε όλη τη νύχτα πλάι της, όπως και μερικοί από τους Γιάουρ, που φαίνονταν ανήσυχοι με το χτύπημα του κεφαλιού, επειδή οι ώρες περνούσαν κι εκείνη δε συνερχόταν.
Τους ρώτησε να μάθει γι’ αυτήν, μιας και το παιδικό του όνειρο ήτανε να γνωρίσει μια τέτοια πολεμίστρια, αλλά δε φανταζόταν ποτέ, ότι θα έμοιαζε μ’ αυτό το εικοσάχρονο κορίτσι! Την γνώριζαν, επειδή αυτό ήταν το σπίτι της παλιά, και είχαν συχνά καθίσει με την οικογένειά της σε μία παρέα, πριν αρχίσουν οι επιθέσεις, και τους πλησίαζε πολύ σαν παιδί, χωρίς να τους φοβάται. Ήταν το στερνοπούλι του Χάρλαν και της Ντόργκαλ, ορφανή από τα δεκατέσσερα, με μια παντρεμένη αδελφή με την οποία ζούσε στην πόλη, δεκάξι ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερή της.
Ήταν μεγαλωμένη με ελευθερία και ανεξαρτησία, και συνήθως ήσυχη, και μόνον ένα γειτονόπουλο κατάφερνε να την εξαγριώνει, με τον οποίο όμως είχαν μεγαλώσει σαν αδέλφια, αν και οι Ντρούγκου θεωρούσαν ότι κάποτε θα τον παντρευόταν, επειδή -σύμφωνα με τη γνώμη τους- τα μεγάλα μίση συνήθως κρύβουν μεγάλες αγάπες. Θα ήθελαν να καθίσουν κι άλλο κοντά του και να του κάνουν παρέα, όμως δεν άντεχαν την κλεισούρα του σπιτιού, και πριν από το ξημέρωμα έφυγαν και τον άφησαν μόνο μαζί της, να την προσέχει και να την περιποιείται.
Τους ρώτησε να μάθει γι’ αυτήν, μιας και το παιδικό του όνειρο ήτανε να γνωρίσει μια τέτοια πολεμίστρια, αλλά δε φανταζόταν ποτέ, ότι θα έμοιαζε μ’ αυτό το εικοσάχρονο κορίτσι! Την γνώριζαν, επειδή αυτό ήταν το σπίτι της παλιά, και είχαν συχνά καθίσει με την οικογένειά της σε μία παρέα, πριν αρχίσουν οι επιθέσεις, και τους πλησίαζε πολύ σαν παιδί, χωρίς να τους φοβάται. Ήταν το στερνοπούλι του Χάρλαν και της Ντόργκαλ, ορφανή από τα δεκατέσσερα, με μια παντρεμένη αδελφή με την οποία ζούσε στην πόλη, δεκάξι ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερή της.
Ήταν μεγαλωμένη με ελευθερία και ανεξαρτησία, και συνήθως ήσυχη, και μόνον ένα γειτονόπουλο κατάφερνε να την εξαγριώνει, με τον οποίο όμως είχαν μεγαλώσει σαν αδέλφια, αν και οι Ντρούγκου θεωρούσαν ότι κάποτε θα τον παντρευόταν, επειδή -σύμφωνα με τη γνώμη τους- τα μεγάλα μίση συνήθως κρύβουν μεγάλες αγάπες. Θα ήθελαν να καθίσουν κι άλλο κοντά του και να του κάνουν παρέα, όμως δεν άντεχαν την κλεισούρα του σπιτιού, και πριν από το ξημέρωμα έφυγαν και τον άφησαν μόνο μαζί της, να την προσέχει και να την περιποιείται.
2 σχόλια:
This was brilliant, love the tragic picture!
Thank you @Avalon, you are very sweet :)
Δημοσίευση σχολίου