13/5/10

Ο αποχαιρετισμός (β' μέρος)

Οι ξωτικόφιλοι (Ελέντιλι) είχαν υποστεί μεγάλες διώξεις, για όσο καιρό κράτησε η κυριαρχία του Σάουρον και η βεβήλωση των ιερών νόμων, αλλά χάρη στην πρόβλεψη του σοφού Άμαντιλ, του άρχοντα του Αντούνιε και παππού των Αρχόντων τους, που θέλησε ο ίδιος να φτάσει ως πρεσβευτής στο Άμαν και να ζητήσει συγχώρεση εκ μέρους όλων (αλλά δεν γύρισε ποτέ), είχαν γίνει οι κατάλληλες προετοιμασίες και μόνο αυτοί και ακόμα τέσσερα καράβια γεμάτα με κόσμο και τον πατέρα τους τον Έλεντιλ, που είχαν ξεβραστεί -ατόφια σχεδόν- στο Λίντον, είχαν σωθεί. Σε πείσμα όμως της αδηφάγου κακίας του Άρχοντα της Μόρντορ, ο Ισίλντουρ μεταμφιεσμένος σε φρουρό, είχε προλάβει να διασώσει έναν ασημένιο καρπό από το Νίμλοθ, το ιερό λευκό δέντρο του Νούμενορ, φυτεμένο στους βασιλικούς κήπους, που γρήγορα φύτρωσε και έδωσε το πρώτο του βλαστάρι.
Ήταν ένα από τα κυριότερα δώρα των Τελέρι του Τολ Ερεσσέα, και είχε ονομαστεί έτσι λόγω του αντιστοίχου του, του Κέλεμπορν, που φύτρωνε εκεί, του Ασημένιου Δέντρου των Έλνταρ, το ομοίωμα του Τελπέριον του Εζελλόχαρ (ο πράσινος λόφος των Δέντρων στο Βάλινορ). Το φροντίζανε με μεγάλη προσοχή και σκοπεύανε να το μεταφυτεύσουν στους κήπους του παλατιού του Ισίλντουρ, μόλις αυτό χτιζόταν, και συγκινήθηκε καθώς άκουσε το όνομα αυτό, επειδή ήταν επίσης το όνομα της μητέρας του. Θα ιδρύανε νέα Βασίλεια σε Βορρά και Νότο, και θα προσπαθούσαν να ξαναδημιουργήσουν τα θαύματα που είχαν καταστραφεί από την υστεροβουλία του Σάουρον, που ελπίζανε να έχει καταποντιστεί και χαθεί μαζί με τον μαύρο θρόνο του.
Όμως, παρά τις ελπίδες τους, εκείνος κατάλαβε ότι ένας νέος κύκλος αίματος θα άνοιγε, επειδή ο Σάουρον ήταν στη πραγματικότητα ένα θεϊκό πνεύμα ενδεδυμένο με την ανθρώπινη ή την ξωτική πανέμορφη θωριά, που δεν θα χανόταν τόσο εύκολα από το πρόσωπο της Γης, αλλά σύντομα θα ανένηπτε και θα συνέχιζε να αναζητά τρόπο να μολύνει και να διαστρεβλώσει ό,τι καλό και όμορφο υπήρχε, λεηλατώντας και συντρίβοντας όποια πόλη, όποιο λαό και όποιο έθνος του αντιστεκόταν, των Ξωτικών, των Νάνων, ή των Ανθρώπων, και κανείς δεν θα ήταν ασφαλής ξανά, αφότου το Οροντρούϊν και ο Σκοτεινός Πύργος (Μπάραντ Ντουρ) που διακρίνονταν απειλητικά πίσω από τα βουνά της Μόρντορ, κάπνιζαν και πάλι, αποδεικνύοντας την ορθότητα των σκέψεών του.
Ο πόλεμος θα ξανάρχιζε σύντομα, αμέσως μόλις ο Γκορθάουρ θα είχε κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες, και ίσως αυτή τη φορά να τα κατάφερνε και να υπέτασσε το γένος των ευκολόπιστων και πιο αδύναμων στη θέληση, Ανθρώπων, που φαίνονταν πιο πρόθυμοι να τον υπακούσουν και να τον υπηρετήσουν.
Αλλά οι ξωτικόφιλοι Ντούνενταϊν, απευθείας απόγονοι των Ατανατάρι (Πατέρων του ανθρώπινου γένους) του Μπελέριαντ, εκτός από τις περιοχές της Δύσης και του Βορρά, ζούσαν πολύ κοντά στις περιοχές της κυριαρχίας του και αντιστέκονταν από αιώνες στην σκοτεινή του επιθυμία και τον άκρατο επεκτατισμό του που είχε στρέψει τους Χαράδριμ (Νότιους) και τους Μπάλκχοθ (Ανατολίτες, φυλή της φασαρίας) εναντίον τους. Κι ανάμεσα στους σημαντικότερους συμμάχους του, υπήρχαν Άρχοντες ανθρώπων και μεγάλοι πολεμιστές, από τον Νότο και την Ανατολή της Μόρντορ, και άλλοι με καταγωγή από το Νούμενορ, που τον λάτρευαν και δεν θα δίσταζαν να τον ακολουθήσουν οπουδήποτε και σε οτιδήποτε προκειμένου να αποχτήσουν εξουσία και να επιβληθούν, διεκδικώντας ακόμα την πολυπόθητη Αθανασία, που τους υποσχόταν ότι μπορούσε να τους παραχωρήσει ο ίδιος, την στιγμή που τους αποδείκνυε την βαθιά και απόλυτα αναληθή ευγνωμοσύνη του, διανέμοντας τους τα Εννέα δαχτυλίδια της δύναμης.
Και αργότερα, απόχτησαν όλα αυτά που επιθυμούσαν, όπως και πολλά ονόματα που περιέγραφαν τον απόλυτο τρόμο που ζούσαν οι ίδιοι και που σκορπούσαν στο πέρασμά τους, δοσμένα από τους ανθρώπους και τα ξωτικά: Οι Ουλάϊρι, τα Δαχτυλιδοφαντάσματα, οι Νάζγκουλ…, οι Εννιά Καταστροφείς, οι Σπορείς του φόβου και του θανάτου, οι Παγιδευμένοι, οι Εννιά Χαμένες Ψυχές…
Συλλογισμένος και διχασμένος μπροστά στις αποκαλύψεις αυτές, πήρε το δρόμο του γυρισμού στο Ψιθυριστό Δάσος, και οι Γιάουρ τον άκουσαν με προσοχή σε ότι τους είπε και αποδέχτηκαν τα επιχειρήματα του για το χρέος απέναντι στη φυλή του και τους Ντρούγκου του Άντραστ, που τους είχε εγκαταλείψει χωρίς να έχουν νέα για την τύχη του.
Δεν θα έφευγε πριν τους μάθει να αμύνονται, έλπιζε βέβαια να μην χρειαστεί να το κάνουν ποτέ, αφού μέχρι τώρα ο Σάουρον ενδιαφερόταν μόνο για τα ανώτερα πλάσματα της Έα, αλλά επειδή τίποτα δεν αποκλειόταν, και ίσως προσπαθούσε αυτή τη φορά να τους καταστρέψει, ήταν υποχρεωμένος, παρόλο που δεν το ήθελε, να τους διδάξει τον πόλεμο. Οι αιχμές των βελών τους βουτήχτηκαν σε ισχυρά φυτικά δηλητήρια, παρόμοια με εκείνα των ομοφύλων τους, αν και οι νόμοι τους, τους απαγόρευαν να προξενήσουν κακό -με σκοπό το θάνατο- στον οποιοδήποτε…Βέβαια, δέχτηκαν να κάνουν μια μικρή εξαίρεση στον κανόνα…Οι Ορκ που θα ξέπεφταν στα μέρη τους, ήταν καταδικασμένοι…

Άφησε τους Rogin δίνοντάς τους την υπόσχεσή του να επιστρέψει, κι εκείνοι τον αποχαιρέτησαν περίλυποι, όμως πριν φύγει, του ζήτησαν ν’ αγγίξουν τα μαλλιά του που τα εκτιμούσαν πολύ (όπως και τα μάτια του), επειδή όπως έλεγαν είχαν αιχμαλωτίσει το χρυσό φως του Φθινοπωρινού ήλιου. Τον ακολούθησαν σε μικρή απόσταση από το χωριό τους και εκεί χώρισαν. Κατευθύνθηκε δυτικά και μετά από ταξίδι αρκετών ημερών, βρέθηκε κάτω από το χιονισμένο Θρίχαϊρν και βρήκε το πέρασμα προς τον Νότο. Επειδή όμως ήθελε να κάνει μόνος του τις εκτιμήσεις του, λοξοδρόμησε, και όταν έφτασε στο Νότιο άκρο του κύριου όγκου των Βουνών, στο άνοιγμα της Νότιας οροσειράς, δεν πέρασε απέναντι διασχίζοντας τον ανοιχτό χώρο με τις διάσπαρτες συστάδες με λεύκες, αλλά στράφηκε βόρεια και περιπλανήθηκε για πολύ καιρό στο αγνώριστο Ερίαντορ, πριν επιστρέψει τελικά στο Άντραστ και τους παλιούς του γνώριμους, τους Ντρούγκου.