Ο χειμώνας πλησίαζε όταν αποφάσισε να πάει να τη δει από κοντά. Την προηγούμενη άνοιξη, της είχε πει ότι θα πήγαινε κοντά της αν τον φώναζε, όμως εκείνη δεν το είχε κάνει, και αισθανόταν σα να τον είχε απορρίψει χωρίς να το αξίζει. Τον τραβούσε η παρουσία της επειδή ήταν αδάμαστη και ανεξάρτητη σαν μια αρχαία πολεμίστρια των Χάλαντιν, που ίππευε και μαχόταν χωρίς να φοβάται τον κίνδυνο, καθώς θυμότανε καλά, ότι οι ντελικάτες γυναίκες της φυλής του δε θα φέρονταν ποτέ μ’ αυτόν τον τρόπο. Το πιο πιθανό θα ήταν να χάνονταν αβοήθητες, σε περίπτωση που βρίσκονταν μόνες τους μέσα στο δάσος. Δε θα γνώριζαν πώς να προστατευθούν από το κρύο ή πώς να αναζητήσουν τη τροφή τους, ούτε και πώς να αναγνωρίσουν τις εδώδιμες τροφές. Θα ήταν εκτεθειμένες και ανίκανες να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ή να βοηθήσουν άλλους που ίσως είχαν ανάγκη, αιώνια εξαρτημένες από τη φροντίδα των αντρών.
Όμως η Ελάννα γνώριζε πώς να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ζωής στην ύπαιθρο, και ήταν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Οι Ντρούγκου την αγαπούσαν και ο Γκόν-Γκιρι τη λάτρευε, και το Νότιο δάσος των σφενδαμιών, του είχε γίνει πολύ πιο αγαπητό, από τότε που εκείνη ήρθε να ζήσει εκεί. Οι Χάλαντιν (εκτός από τον Χάλαντ, προφανώς), αντιμετώπιζαν τα κορίτσια σαν ιερά πλάσματα και αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι στο παρελθόν, πολλές γυναίκες μάχονταν μαζί με τους άντρες στις μάχες, και σκοτώνονταν μαζί με αυτούς, στην πρώτη γραμμή. Δεν καταλάβαινε γιατί νόμιζε ότι μια τέτοια αμαζόνα θα έπρεπε να είναι διαφορετική από τις υπόλοιπες ανθρώπινες κοπέλες, ούτε για ποιο λόγο η φαντασία του την είχε πλάσει αλλιώς. Τώρα όμως που την είχε συναντήσει, την τελευταία από αυτό το σπάνιο είδος, συνειδητοποιούσε ξαφνικά πόσο λάθος είχε κάνει στις εκτιμήσεις του: Δεν ήτανε λιγότερο ωραία ούτε και πιο γεροδεμένη από τις ξωτικές, αλλά σίγουρα, δεν ήταν άφθαρτη, και αυτό είχε αποδειχτεί με τον σοβαρό τραυματισμό της που παραλίγο να της κοστίσει τη ζωή.
Αναρωτιόταν όμως πόση δύναμη είχε μέσα της και ποια ήταν η πηγή αυτής της δύναμης που την κρατούσε τόσο ετοιμοπόλεμη και ψύχραιμη, ώστε να μην υποχωρεί και να επιμένει να παλεύει σκληρά, παρά τον πόνο από τα τραύματά της και τον κίνδυνο της επικείμενης θανάτωσής της, από την επίθεση των τριών δυνατότερων από εκείνη αντρών. Γιατί οπωσδήποτε δεν μπορούσε να περιμένει ότι θα σωζόταν από κάποιον που δε γνώριζε ότι βρισκόταν κοντά, εκείνο το βράδυ έξω από το δάσος…Και ταυτόχρονα, σκεφτόταν ακόμα, και κοίταζε συχνά το χέρι του που εκείνη είχε φιλήσει από ευγνωμοσύνη, μετά το θλιβερό επεισόδιο με τον γαμπρό της. Είχε βρεθεί αρκετές φορές κοντά της από τότε, χωρίς εκείνη να το ξέρει, ότι την ακολουθούσε σχεδόν καθημερινά στις διαδρομές της μέσα στο δάσος, σαν το σιωπηλό κυνηγό που καραδοκεί το θήραμά του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου