1/8/10

Ένα ωραίο σχέδιο (β' μέρος)

Πήγε κοντά της μια μέρα που την είδε να κάθεται πάνω στη στέγη, τυλιγμένη με μια πολύ χοντρή κουβέρτα για να προστατευθεί από το κρύο. Τα δέντρα είχανε μαδήσει και καπνός ανέβαινε από την καμινάδα του σπιτιού, όμως εκείνη μάζευε τον λιγοστό ήλιο που είχε ξαναβγεί μετά από πολλές μέρες καταχνιάς. Δεν ήθελε όμως να φανεί ότι πήγαινε καθαρά για να τη δει, παρά μόνο εμφανίστηκε να περπατά κοιτώντας το έδαφος σα να έψαχνε κάτι, αρκετά μακριά από τον φράχτη της, μέσα όμως στο οπτικό της πεδίο. Και όπως έλπιζε, εκείνη τον είδε και τον φώναξε, κουνώντας του το χέρι της. Ικανοποιημένος που το σχέδιο του είχε πετύχει, πλησίασε το σπίτι της και τη βρήκε να στέκεται όρθια και να τον περιμένει, και με μία απλή κίνηση, σαν να αιωρείται με ελάχιστη δύναμη κρατημένος με το ένα του χέρι από την άκρη της στέγης απ’ όπου είχε πιαστεί, έκανε ένα ακροβατικό άλμα και ανέβηκε κι αυτός.
«Πρέπει να μου δείξεις πως το κάνεις…» του είπε χαμογελαστή.
«Πιθανόν να μπορούσα…», της απάντησε και κοίταξε ένα γύρο με το μάτι του, σαν να εξετάζει το χώρο. Κάθισε στις πλάκες της στέγης, και κοιτούσε τα δέντρα που ήταν γυμνά από φύλλα και η Ελάννα τον κοίταξε για αρκετή ώρα πριν να καθίσει κι αυτή, λίγο πιο μακριά του.
«Τι έψαχνες;»
«Κάποια ίχνη από ζώο, μην ανησυχείς… Λοιπόν, πως τα περνάς;» τη ρώτησε με αληθοφανές ενδιαφέρον, σα να μην είχε την παραμικρή ιδέα για τη ζωή της στο δάσος.
«Αρκετά καλά, λίγο βαρετά βέβαια, επειδή ο καιρός δεν είναι καλός και δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να κάνω για να περάσει η ώρα», του απάντησε με ειλικρίνεια, «αλλά κάπου-κάπου με επισκέπτεται ο Γκόν-γκιρι και μου κάνει παρέα…»
«Τότε θα έρχομαι κι εγώ για να σε βλέπω, αν θες…» της είπε χαμογελώντας, αναμένοντας να λάβει την πολυπόθητη άδεια να την πλησιάζει.
«Μπορείς να έρχεσαι όποτε θέλεις…» του απάντησε και του χαμογέλασε κι εκείνη. Και του χαμογελούσε για κάμποση ώρα ακόμα παρατηρώντας τον, όταν ξαφνικά σηκώθηκε ξανά, κατεβάζοντας το χοντρό μάλλινο ύφασμα από τους λεπτούς ώμους της και πήγε στην άκρη της στέγης. Βρήκε το πάτημα που χρησιμοποιούσε για να κατεβεί στο έδαφος, παίρνοντας την κουβέρτα της μαζί της.
»Μη φύγεις…», του είπε κοιτώντας τον από κάτω, «θα επιστρέψω αμέσως!»
Μπήκε στο σπίτι και ο Ελουρέντ την άκουσε που κάτι ανακάτευε στη φωτιά και αναρωτήθηκε τί να του ετοίμαζε. Η Ελάννα βγήκε ξανά σε λίγο έξω, μόνο με το φαρδύ μάλλινο φουστάνι της, και κρατούσε ένα πήλινο κουπάκι γεμάτο με ένα περιεχόμενο που άχνιζε. Το φυσούσε για να κρυώσει όταν έκλεισε την πόρτα πίσω της, κρατώντας το με τα δύο χέρια της και το ακούμπησε σκαρφαλώνοντας ταυτόχρονα, στη άκρη της στέγης. Μύριζε όμορφα και έβγαλε ένα ξύλινο κουτάλι από την τσέπη της και του το έδωσε.
»Πρώτη φορά έρχεσαι να με επισκεφτείς και γι’ αυτό πρέπει να σε κεράσω, αν και ξέρω ότι δεν τρως κανένα φαγητό ανθρώπινο, και δε γνωρίζω τί τρώνε οι Ξωτικοί και πώς φτιάχνεται για να το φτιάξω…Όμως αν ήθελες τουλάχιστον να το δοκιμάσεις…θα ήταν αρκετό, για το καλωσόρισμα…» του είπε, κοιτώντας τον στα μάτια.
«Ποιος σου είπε ότι είμαι Έλνταρ;» τη ρώτησε με αφέλεια.
«Δεν ήταν δύσκολο να το μαντέψω, αν και ρώτησα και τον Γκόν-γκιρι…, για σιγουριά…Διαφέρεις από όσα αναφέρουν οι περιγραφές που μας έχουν παραδοθεί από τους Χάλαντιν, για τη φυλή σου…», του απάντησε σιγανά και του χαμογέλασε αμήχανα.
Ο Ελουρέντ προσπέρασε το σχόλιο και της χαμογέλασε συγκαταβατικά, καθώς διέκρινε στον ήχο της φωνής της μια λεπτή ντροπή. Σκέφτηκε ότι το κορίτσι ίσως καθώς του μιλούσε να είχε κιόλας μετανιώσει για την ευθύτητά της και δε θέλησε να την αποθαρρύνει. Πήρε το κουπάκι από τα χέρια της και το έφερε κοντά στο πρόσωπό του για να το μυρίσει και να αισθανθεί την ζεστασιά του.
«Έχει ενδιαφέρουσα μυρωδιά…» της είπε και το ανακάτεψε ελαφρά με το κουτάλι που του είχε φέρει. Μετά, πήρε μία ελάχιστη ποσότητα στην άκρη του κουταλιού και την έφερε στο στόμα του. «Είναι γλυκό…», της είπε πάλι, και της το έδωσε πίσω, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις πληροφορίες της για τη ξωτική του καταγωγή, αλλά είδε την απογοήτευση στα μάτια της.
»Ξέρω ότι αρέσει στον Γκόν-γκιρι, όμως θα πρέπει να ξέρεις ότι και ‘γω δεν τρώω ποτέ τίποτα, και είναι κατόρθωμα το ότι με έπεισες να δοκιμάσω έστω κι αυτό…»
«Πως ξέρεις ότι αρέσει στο Γκόν-γκιρι;»
Είχε έρθει η σειρά του Ελουρέντ να της χαμογελάσει αμήχανα. Είχε στήσει ολόκληρη πλεκτάνη για να την παγιδεύσει και τώρα που το σχέδιό του απέδιδε, κινδύνευε να το καταστρέψει ο ίδιος με τον υπερβολικό ενθουσιασμό που ένιωθε.
«Μου το ανέφερε τυχαία, πριν από καιρό…» είπε σχεδόν αδιάφορα αν και τα μάτια του έλαμπαν, και η Ελάννα που τον κοιτούσε με επιφύλαξη, φάνηκε να ξεπερνά την υποψία και κοίταξε μπροστά της.
Έμειναν έτσι για λίγη ώρα, αμίλητοι, και μετά ο Ελουρέντ σηκώθηκε και στάθηκε στην άκρη της στέγης και εκείνη τον κοίταζε με τρόμο που ισορροπούσε τόσο άφοβα, αν και το ύψος δεν ήταν μεγάλο για ‘κείνον, καθώς ήταν πολύ ψηλός, ένα κεφάλι ψηλότερος από εκείνη, και στην Ντίμροστ δεν θεωρούνταν κοντή, για γυναίκα των Χάλαντιν…Ο Νέχαρ που ήταν ο πιο ανεπτυγμένος σωματικά από όλους τους άνδρες κατοίκους, ήταν μόλις ελάχιστα εκατοστά ψηλότερος από την ίδια.
»Θα έρθω σύντομα να σε ξαναδώ!» της είπε και πήδηξε στο έδαφος, κι εκείνη έσκυψε από τη στέγη και τον κοίταξε, και τα μάτια της, στο χρώμα του γκρίζου ασημιού, του γέλασαν.