8/9/10

Ένα ωραίο σχέδιο (ε' μέρος)

Αυτή ήταν η καλύτερη ευκαιρία που είχε ως τώρα για να τη συγκινήσει και να τη φέρει κοντά του, και καθώς τα ξωτικά κατέχουν καλύτερα από τον καθένα την τέχνη του λόγου, της διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή του, χωρίς να προσπαθήσει να ωραιοποιήσει ή να δραματοποιήσει περισσότερο τα γεγονότα, ή να προσθέσει οτιδήποτε στην περιγραφή.
Και η διήγησή του ξεκίνησε σαν μικρή δροσερή πηγή στο βουνό -από τις πρώτες ξέγνοιαστες μέρες στο Λάνθιρ Λάμαθ,  και γρήγορα, μόλις άρχισε να της περιγράφει τους αδελφοκτόνους πολέμους στο Μένεγκροθ και το Λίσγκαρθ, ο λόγος του έγινε χείμαρρος και ρεύμα ορμητικό που παράσερνε και παράδερνε κορμιά και εικόνες πολέμου και καταστροφής, και μέσα στις δίνες του που στριφογύριζαν ασταμάτητα, βογκώντας με το ήχο της θύελλας- και τελείωσαν με τη Ντάγκορ Ντάγκοραθ και την τελική πτώση του Μέλκωρ...
Και μετά καινούριες εικόνες και οράματα ειρήνης και ηρεμίας ξεδιπλώθηκαν, -η ζωή του κοντά στους Ντρούγκου και τα ταξίδια του- όπως ένα γυαλιστερό ύφασμα που αφήνει τις πτυχές του να πέσουν με κρότο καθώς ξετυλίγεται, και τα πολύχρωμα και γεμάτα με φως σχέδιά του αποκαλύπτονται στα κουρασμένα μάτια που περιμένουν να το θαυμάσουν...
Μα δεν τελείωσε εκεί, επειδή η ιστορία συνέχισε να εξελίσσεται και να προχωρά, και μετά από μια σύντομη πορεία που διέτρεξε στις λουλουδιασμένες κοιλάδες της γης, άρχισε πάλι να κατρακυλά  σαν αγριεμένο ποτάμι, μέσα από βράχους που συντρίβονταν και απότομα ανοίγματα που έχασκαν απειλητικά κάτω από την κοίτη του- της διηγήθηκε τις πρώτες μάχες κατά του Σάουρον και η ηττα του από τον στρατό του Νούμενορ, και την μοναχική ζωή του, κοντά στους Ντρούγκου που τον αγαπούσαν με όλη τους την καρδιά, όπως άλλωστε τους αγαπούσε κι εκείνος, στο Νότιο Δάσος των σφενδαμιών, και φωνή του βάθυνε ασυναίσθητα από την συγκίνηση, σα να είχε φτάσει επιτέλους στον προορισμό του... Και ενώ η αφήγησή του είχε ξεκινήσει  με την καταιγιστική της δράση που στην σκέψη του παρομοίαζε με την ακατανίκητη δύναμη ενός ποταμού, που η ευμετάβολη στάθμη του και η ορμητικότητά του έμοιαζαν με την ανάσα ενός γαλανόγκριζου δράκου που αναδεύει τα λέπια του κροταλίζοντας, ολοκληρώθηκε, σαν ψίθυρος, ένας ήρεμος φλοίσβος στην αλμυρή αγκαλιά μιας σχεδόν ακύμαντης και ανεξερεύνητης θάλασσας… 
Έτσι τελείωσε την διήγηση, κι εκείνη που τον άκουγε αμίλητη, έκλαψε ξανά με λυγμούς και ο Ελουρέντ την τράβηξε πάλι πάνω του και την ακούμπησε στον ώμο του αγκαλιάζοντάς την.
Τα δάκρυά της τον λύπησαν περισσότερο από τις πικρές μνήμες που χρειάστηκε να ανακαλέσει από το βάθος της σκέψης του, γι’ αυτό, την ανασήκωσε ελαφρά από πάνω του και πήρε το κλαμένο πρόσωπό της μες τα χέρια του, και έφερε τα χείλια του στα μάγουλά της και στέγνωσε τα δάκρυά της, και καθώς τα γεύτηκε, σκέφτηκε χωρίς να της το πει, ότι ήταν αλμυρά, σαν το θαλασσινό νερό.
Και η Ελάννα τράβηξε το ένα του χέρι από το πρόσωπό της και έφερε τη λεία παλάμη του στο στόμα της, κι εκείνος άντεξε για δεύτερη φορά το φιλί της, καθώς σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί από την επιθυμία του για εκείνη, για να μην εκβιάσει καταστάσεις που ίσως δε θα εξελίσσονταν όπως θα ήθελε. Αν η καρδιά της ήταν αδέσμευτη, τότε θα την κατακτούσε, αν δεν το είχε κιόλας καταφέρει, μ’ αυτή τη διήγηση.
»Πέρασα όλη μου τη ζωή, με τις ημέρες μου να αναβοσβήνουν όπως οι πυγολαμπίδες στα σκοτάδια των αιώνων, μόνο με την παρέα των Ντρούγκου και μακριά από τις απογοητεύσεις των Έλνταρ, παρά την αγάπη που τους έχω… Όμως μη λυπάσαι  για αυτά που συνέβησαν στο παρελθόν, επειδή το μέλλον είναι ακόμα νέο, Ελάννα, όπως κι εσύ, και θα τολμήσω να πω ότι και ‘γω, νέος αισθάνομαι μαζί σου, και αδαής μπροστά στη γνώση της ζωής της δικής σου και των ανθρώπων…», της είπε και σηκώθηκε όρθιος μπροστά της, και άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να σηκωθεί, όπως είχε κάνει κι εκείνη για εκείνον, το πρωί, δίπλα στο ποτάμι.
»Είναι αργά και θα είσαι κουρασμένη, με συγχωρείς για το πρωί που σ’ έριξα μες το νερό, στον Λέφνουι, και μάλιστα δύο φορές, όμως μην με παρεξηγείς…Ελπίζω να σου πέρασαν τα ρίγη», συμπλήρωσε χαμογελαστός και πήγε ως τη πόρτα της, και την ίδια στιγμή, ο Γκόν-γκιρι στριμώχτηκε στο άνοιγμα προσπαθώντας να μπει, αλλά καθώς τους είδε μαζί, γύρισε να φύγει, όμως ο Ελουρέντ τον έπιασε μαλακά από το χέρι και τον τράβηξε μέσα στο σπίτι και έσκυψε από πάνω του, λέγοντας:
»Φεύγω, αλλά εσύ να καθίσεις κοντά της, επειδή ίσως να χρειαστεί την προστασία σου» του είπε και του έκλεισε το μάτι συνωμοτικά, και η Ελάννα του γέλασε καθώς εκείνος έφευγε.