O Γκόν-γκιρι έμεινε μαζί της μέχρι το πρωί, όμως ο Ελουρέντ δεν ξαναήρθε να τη δει, αλλά και εκείνη ήταν πολύ απασχολημένη με το σπάρσιμο των σπόρων που είχε κρατήσει για τον εαυτό της και δεν είχε προλάβει να τον επιθυμήσει. Όμως μερικές ημέρες αργότερα, καθώς τριγύριζε στο δάσος, άκουσε να φωνάζουν το όνομά της και έτρεξε προς την κατεύθυνση εκείνη και έκπληκτη είδε το Νέχαρ και τον φώναξε. Και καθώς συναντήθηκαν, την σήκωσε στη αγκαλιά του και την στριφογύρισε κρατώντας την από τη μέση, ενώ εκείνη είχε περάσει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του.
«Τι γυρεύεις εδώ;» τον ρώτησε μόλις την άφησε.
«Μου έλειψες» της απάντησε, «έχω σχεδόν ένα χρόνο να σε δω και σήμερα έχεις τα γενέθλιά σου, το ξέχασες;»
«Πόσο έχουμε σήμερα;» τον ρώτησε.
«6 Απριλίου, ανήμερα η πρωτοχρονιά των Ξωτικών, την Yestare, την παραμονή της tuile (της Άνοιξης)…, έχεις χάσει τις μέρες εντελώς Ελάννα! Και ‘γω που περίμενα κέρασμα!»
«Κέρασμα; Έχω όσο κέρασμα αντέχει το στομάχι σου» του είπε. «Έλα, θα σε πάω στο σπίτι, το θυμάσαι το σπίτι που έμενα τότε;»
«Το θυμάμαι», της απάντησε και κοντοστάθηκε, καθώς θυμήθηκε το τρομαχτικό θέαμα των γονιών της, που τους είχαν βρει σφαγμένους στην αυλή, και το σπίτι λεηλατημένο.
«Αυτά πέρασαν», του είπε μαντεύοντας τις σκέψεις του και τον τράβηξε από το χέρι. «Για να δούμε, τον θυμάσαι τον δρόμο ως εκεί; Έλα, πήγαινέ με εσύ στο σπίτι μου, εμπρός Νέχαρ!»
Ο Νέχαρ την πήρε από το χέρι και άρχισαν να περπατούν στο δάσος ανάμεσα στα σφεντάμια και ο Ελουρέντ που τους παρακολουθούσε από μακριά, αισθάνθηκε δυστυχισμένος. Ο άντρας που τη συνόδευε ήταν γεροδεμένος και ενήλικος, τα σκούρα καστανά μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά και τα μάτια του ήταν σκούρα καστανά κι αυτά, και έμοιαζαν όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι οι δυο τους, οπτικά τουλάχιστον. Περπατούσαν χαμογελαστοί με αργό βήμα και αβέβαιο για το νέο άντρα που δεν ήταν σίγουρος ότι ακολουθούσε το σωστό δρόμο για το σπίτι της, αλλά εξακολουθούσε να την οδηγεί ανάμεσα στα σφεντάμια που πύκνωναν, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά σαν να προσπαθεί να αναγνωρίσει το μέρος.
«Ξέρω γιατί έφυγες» της είπε σοβαρά καθώς περπατούσαν. «Ήθελαν να σε παντρέψουν, έτσι δεν είναι; Αν όμως το πρόβλημά σου ήταν τόσο σοβαρό, θα μπορούσες να μου το πεις, και τότε, ίσως σε παντρευόμουν εγώ!»
«Α, ναι; Κι εμένα με ρώτησες αν ήθελα να σε παντρευτώ;» έκανε η Ελάννα γελώντας. «Και πως θα έλεγες στη Μίριελ που σε κοιτάει σαν να είσαι ο μοναδικός άντρας στον κόσμο, ότι λυπάσαι, και ότι θα αθετήσεις την υπόσχεσή σου απέναντί της; Πως θα αντίκριζες ξανά τα γκρίζα μάτια της χωρίς τύψεις;»
«Ξέρεις» της είπε τότε ο Νέχαρ, «θα την παντρευτώ το καλοκαίρι…»
Η Ελάννα σταμάτησε να περπατά και τον κοίταξε σοβαρά και μετά, άρχισε να γελάει πιο δυνατά από πριν.
«Τρελόπαιδο, χαίρομαι πολύ για σένα, επιτέλους αποφάσισες να σοβαρευτείς! Και γιατί δεν μου το λες από την αρχή και με κοροϊδεύεις με ανοησίες; Μα άσε με να σε πάω εγώ στο σπίτι γιατί αν περιμένω από σένα, θα νυχτώσουμε!» του είπε και τον τράβηξε από το χέρι, και άρχισαν να τρέχουν μέσα στο δάσος, όμως κάποια στιγμή εκείνος άφησε το χέρι της και άρχισε να τρέχει μόνος του.
«Στοίχημα ένα φιλί ότι θα φτάσω πρώτος!» της είπε και αύξησε την ταχύτητά του προσπερνώντας την.
«Αποκλείεται!» φώναξε εκείνη και έβαλε τα δυνατά της να τον φτάσει αλλά στάθηκε αδύνατο, παρόλο που τον ακολουθούσε από κοντά. Τον βρήκε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, λαχανιασμένο και ιδρωμένο από την προσπάθεια, το ίδιο ήταν κι αυτή.
«Μου χρωστάς ένα φιλί» της είπε και της έδειξε το μάγουλό του και ‘κείνη έκανε μια κίνηση με το χέρι ότι αρνείται.
«Φοράς παντελόνια και ‘γω φουστάνι…, είναι άδικο…, δε σε φιλάω…, αυτή είναι δουλειά της Μίριελ…», του απάντησε λαχανιασμένη.
«Καλά…» είπε εκείνος και κρέμασε τα χέρια του.
«Ανέβα στη στέγη και θα ‘ρθω και ‘γω», του είπε και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού.
«Μην ξεχάσεις το κέρασμα!» της είπε και καθώς έκανε να φύγει, εκείνη ήρθε από πίσω του και του έδωσε ένα ανάλαφρο φιλί στο μάγουλο, και μετά μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι και βρόντηξε πίσω της την πόρτα.
Ο Νέχαρ, έκανε το γύρο του σπιτιού και βρίσκοντας τα πατήματα που χρησιμοποιούσαν από όταν ήταν ακόμη παιδιά, ανέβηκε στη στέγη. Σε λίγο ήρθε και ‘κείνη και του φώναξε να πάρει τα δύο κουπάκια που είχε φέρει, με το γλυκό που ετοίμαζε για τον Γκόν-γκιρι. Σκαρφάλωσε με τη σειρά της και του έδωσε το μοναδικό της ξύλινο κουτάλι.
«Είναι από τις μηλιές του κήπου σας» του είπε. «Θυμάσαι που σκαρφαλώναμε στα κλωνάρια και τρώγαμε σχεδόν όλα τα μήλα;»
Οι γονείς του Νέχαρ έμεναν στη γειτονική ιδιοκτησία, αλλά όταν έγινε η επίθεση μετακόμισαν στην ασφάλεια της πόλης, μακριά από το δάσος με τα σφεντάμια. Ακόμα όμως και στη Ντίμροστ, τα σπίτια τους ήτανε γειτονικά, και οι αντιζηλίες τους και οι προσβολές που αντάλλασσαν μεταξύ τους κατά την διάρκεια των φιλονικιών τους, είχαν μεταφερθεί πολλές φορές στην αυλή του σπιτιού του, όπου συχνά την προκαλούσε σε μονομαχίες και ανταγωνισμούς. Και η συμμετοχή της Ελάννα στα αποσπάσματα και τις επικίνδυνες αποστολές τους, παρά τις αντιρρήσεις της αδελφής της για το ανεπίτρεπτο του συγχρωτισμού ενός κοριτσιού με τα πολεμοχαρή και απερίσκεπτα αγόρια, και το νεαρό της ηλικίας της (από τα δεκάξι της), οφειλόταν στο πείσμα της να του αποδείξει ότι ήταν ισάξια σε πολεμικές ικανότητες με εκείνον.
Ήταν όμως οι καλύτεροι φίλοι μεταξύ τους, και όταν η καρδιά του Νέχαρ στράφηκε προς την συνομήλική του Μίριελ, που ήταν τόσο διαφορετική από την Ελάννα, εκείνη ήταν η πρώτη που χάρηκε και υποσχέθηκε στην μελαχρινή κοπέλα ότι θα τον πρόσεχε πάντα, επειδή τον θεωρούσε αδελφό της (αν και κακοαναθρεμμένο). Όμως από τότε που ξεκίνησαν τις περιπολίες, και παρά το γεγονός ότι ο δρόμος τους, τους έφερνε συχνά έξω από το δάσος, ούτε εκείνος, ούτε εκείνη δεν είχαν πλησιάσει ξανά τα μέρη στα οποία είχαν μεγαλώσει.
Το σπίτι του Νέχαρ στο δάσος είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά από τα χρόνια, επειδή ήταν ξύλινο και όχι πέτρινο όπως της Ελάννα (και οι Ντρούγκου συχνά απομάκρυναν μέρη από τους ξύλινους τοίχους του ή τη στέγη, επειδή τα χρειάζονταν για δική τους χρήση, αφού δεν έκοβαν ποτέ ζωντανά δέντρα), ενώ η επίθεση και η δολοφονία των γονιών της είχε συμβεί μόλις λίγους μήνες πριν επιστρέψει ο Ελουρέντ από τη μακρόχρονη απουσία του.
Το σπίτι του Νέχαρ στο δάσος είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά από τα χρόνια, επειδή ήταν ξύλινο και όχι πέτρινο όπως της Ελάννα (και οι Ντρούγκου συχνά απομάκρυναν μέρη από τους ξύλινους τοίχους του ή τη στέγη, επειδή τα χρειάζονταν για δική τους χρήση, αφού δεν έκοβαν ποτέ ζωντανά δέντρα), ενώ η επίθεση και η δολοφονία των γονιών της είχε συμβεί μόλις λίγους μήνες πριν επιστρέψει ο Ελουρέντ από τη μακρόχρονη απουσία του.
2 σχόλια:
Χμμμ...
Περιμένω 6 επισόδια να υπάρξει λίγο σεξ, και ακόμα τίποτα...
Σαν πολύ νεοσυντηρητικοί μού φαίνονται οι τύποι από την Μέση Γη.
:-)))
Idom
Χαχα @Idom, τα ξωτικά μου, ερωτεύονται, αγαπούν και και αγαπιούνται με μάλλον παλιομοδίτικο τρόπο...Έρωτα μπορεί να δεις, σε μελλοντικό κεφάλαιο, σεξ όμως όπως το εννοείς, αποκλείεται...
Τί νόμιζες, οτι θα το κάνω "βίπερ Νόρα" το μπλογκ;;;
Δημοσίευση σχολίου