20/9/10

Ένας φίλος (β' μέρος)

«Πολλά θυμάμαι από τότε, Ελάννα…» της είπε. Μεμιάς, άδειασε το κουπάκι με το γλυκό και εκείνη του έδωσε και το δεύτερο.
«Πες μου, πως τα περνάς χωρίς εμένα;» τον ρώτησε.
«Βαρετά…», της απάντησε και μόρφασε. «Τσακώνομαι κάπου- κάπου με τους δικούς μου και σπανιότερα και με τη Μίριελ, αλλά σαν τους δικούς μας τους καυγάδες, έχω να ζήσω πολύ καιρό…Και είναι αλήθεια ότι μας έχεις λείψει όλους, Ελάννα, και περισσότερο απ’ όλους στην αδελφή σου...Δεν ξέρω αν συμβαίνει τίποτε άλλο, αλλά νομίζω ότι θα έπρεπε να έρθεις πίσω, έστω για λίγο…»
«Δεν μπορώ να έρθω Νέχαρ, αποκλείεται» του είπε, και ο Ελουρέντ που αόρατος παρακολουθούσε τη συζήτηση, χάρηκε μ΄ αυτή την απάντηση.
«Όμως ο Χάλαντ, που ήρθε ένα βράδυ πέρυσι, με κάτι μελανιές τεράστιες στο λαιμό του, μίλησε για ένα γίγαντα που προσπάθησε να τον σκοτώσει και ζει στο δάσος, κοντά στο σπίτι σου, δεν κινδυνεύεις, έτσι;»
«Γίγαντα;» είπε η Ελάννα γελώντας. «Γι’ αυτό άργησες τόσο πολύ να με επισκεφτείς; Δεν υπάρχει κανένας γίγαντας, σε διαβεβαιώνω Νέχαρ, και ποτέ δεν κινδύνευσα, αλήθεια!»
«Δεν άργησα να έρθω γι αυτό το λόγο…» απάντησε ο Νέχαρ, πειραγμένος από το σχόλιό της. «Οι δικοί μου ετοιμάζουν ένα καινούριο σπίτι στο Θάρμπαντ για να κατοικήσουνε εκεί, μετά το γάμο μου…Κάποιος έπρεπε να πηγαίνει για να επιβλέπει τις εργασίες και οι γονείς μου όπως ξέρεις, είναι μεγάλοι σε ηλικία και αποφεύγουν τις συχνές μετακινήσεις…Εξάλλου πρέπει να βρίσκομαι και στο σιδηρουργείο, και σχεδόν δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα μ’ όλες τις δουλειές που μ’ έχουνε φορτώσει! Όσο για τ’ αποσπάσματα…Από την ώρα που έφυγες, έχουμε σκορπίσει και δε βγαίνουμε περιπολίες…Ήσουν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσά μας, χωρίς εσένα να οδηγείς και να οργανώνεις, όλοι οι υπόλοιποι βαριούνται να με ακολουθήσουν…Σήμερα όμως, ήμουν αποφασισμένος να έρθω οπωσδήποτε να σε βρω…Εγώ, σου έλειψα καθόλου;» τη ρώτησε ναζιάρικα.
«Γιατί να μου λείψεις; Αφού πάντοτε καταλήγουμε τσακωμένοι και δεν μιλιόμαστε για μέρες! Ούτε στιγμή δε σε σκέφτηκα, όλους αυτούς τους μήνες!» του απάντησε ψέματα και του γέλασε κοροϊδευτικά. «Τι νομίζεις, ότι πέρασα μόνη μου όλον τον χειμώνα, χωρίς καθόλου παρέα; Οι Γιάουρ με έχουν πάρει υπό την προστασία τους και μ’ επισκέπτονται συχνά!».
«Όμως πρέπει να υπάρχει και κάποιος άλλος που ζει στο Νότιο δάσος, τα λέω σωστά;» την ξαναρώτησε. «Ο γίγαντας του Χάλαντ είναι ο ίδιος εκείνος ο άγνωστος με τα μεγάλα βέλη που σ’ έσωσε πριν μερικά χρόνια, έτσι δεν είναι; Τι συνέβη και αντέδρασε εναντίον του με τέτοιο τρόπο; Προσπάθησε να σε απομακρύνει από το δάσος με τη βία;» επέμεινε, πλησιάζοντας επικίνδυνα την αλήθεια.
«Λες ανοησίες, έλα σε παρακαλώ, σταμάτα!» τον αποπήρε.
«Σε ξέρω καλά Ελάννα, μαζί μεγαλώσαμε, μαζί ήμασταν όταν έγινε το… κακό», της είπε κομπιάζοντας, «κι εγώ σε βρήκα στη σπηλιά που είχες κρυφτεί, πάντα τα λέγαμε εμείς οι δυο, γιατί όχι και τώρα;»
«Ήμασταν παιδιά Νέχαρ, χωρίς έγνοιες, και άλλοι φρόντιζαν για μας…Μα τώρα είσαι άντρας και ‘γω δεν είμαι πια το μικρό κορίτσι που ήξερες τότε…Οι εποχές που τσακωνόμασταν και παλεύαμε μεταξύ μας και μετά φιλιώναμε ξανά, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί…Εσύ θα παντρευτείς τη γυναίκα που αγαπάς και σ’ αγαπάει κι εκείνη και σ’ ανέχεται, κι εγώ θα μείνω όπως παλιά στο δάσος, μαζί με τους φίλους μου τους Ντρούγκου…Αυτοί τουλάχιστον είναι σταθεροί και αμετακίνητοι εμπρός στις αλλαγές…»
«Δεν αλλάξαμε μόνο εμείς, άλλαξαν όλα, ίσως ακόμα και οι Γιάουρ…» της είπε, και πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της, «και νοιώθω ακόμα αρκετές τύψεις, επειδή αν δεν ήμουνα εγώ που σε παρέσυρα στην αναζήτηση του χωριού τους και στο νυχτερινό ψάρεμα στον Λέφνουι, τώρα»,
«Τώρα δε θα ήμουν ζωντανή…» τον διέκοψε. «Τι λες, πάμε μια βόλτα όπως τότε, που εσύ ήσουν δεκαέξι και ‘γω δεκατέσσερα;»
«Ας πάμε Ελάννα», της είπε και της χαμογέλασε, «να ξαναδούμε τα μέρη που πηγαίναμε τότε και σκαρφαλώναμε στους φράχτες, και γδέρναμε τα χέρια μας μαζεύοντας μήλα και φουντούκια…»
«Κι έβγαινε η μητέρα σου και φώναζε ν’ αφήσουμε τα μήλα ήσυχα, και να, που τώρα πέφτουν μόνα τους από τα δέντρα και σαπίζουν…»
Ο Νέχαρ σηκώθηκε αποφασιστικά από τη θέση του.
«Έλα και πάμε αυτή τη βόλτα, και ίσως θελήσεις να φωνάξεις και το φίλο σου να τον γνωρίσω, και δεν εννοώ τους Ντρούγκου…» σχολίασε με νόημα και κατέβηκε από τη στέγη.
«Σταμάτα πια!» τον αποπήρε εκείνη και γέλασε, και κατέβηκε με τη σειρά της.
Περπάτησαν για πολλή ώρα μέσα στο δάσος σιωπηλοί. Ο Ελουρέντ τους παρακολούθησε και του έκανε εντύπωση που ένας νέος άντρας όπως ο Νέχαρ, φερόταν μόνο φιλικά απέναντι στην ωραία κοπέλα που πήγαινε δίπλα του με αργό βήμα. Φαίνονταν να είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους παρόλο που δεν είχε έρθει να την επισκεφτεί όλον αυτό τον καιρό που ήταν μόνη της, και θυμήθηκε που του είχε πει ότι εξαιτίας του είχε μπει στο έφιππο απόσπασμα. Αν αυτό που τους ένωνε ήταν φιλία, τότε ήταν μια πολύ ξεχωριστή σχέση, μια σχέση αδελφικής στοργής επειδή δεν θυμόταν ποτέ να έχει δει κάτι παρόμοιο, ανάμεσα σε δύο άτομα διαφορετικού φύλου.
«Λέγαμε κάποτε ότι θα παντρευόμασταν την ίδια μέρα, όπως ταιριάζει σε δύο αδέλφια, όπως ο Γκάλντορ των Χάντορ παντρεύτηκε στις αρχαίες μέρες, τη Χάρεθ των Χάλαντιν, και ο Χάλντιρ ο αδελφός της, την Γκλόρεδελ, όμως η ζωή τα έφερε αλλιώς…Θέλω να έρθεις στο γάμο μου Ελάννα» της είπε, «που θα γίνει το μεσοκαλόκαιρο, με το μεγάλο φεγγάρι…Άφησε πίσω σου τις διαφορές σου και έλα να χαρείς μαζί με μένα και τη Μίριελ…»
«Είναι νωρίς ακόμα για τέτοιες αποφάσεις, Νέχαρ, όμως σου υπόσχομαι να το σκεφτώ…» του απάντησε με αινιγματικό χαμόγελο.
Είχαν φτάσει στο άλογό του και ο Νέχαρ ετοιμάστηκε να φύγει.
«Αν τελικά έρθεις, θα φέρεις μαζί σου κι εκείνον;» την ρώτησε με διάθεση για πείραγμα.
«Ε, λοιπόν αν το θέλει, ναι, θα τον φέρω για να ησυχάσεις!», του είπε σοβαρά σα να το εννοούσε.
«Και είναι ωραίος;»
«Άμα τον δει η Μίριελ, θα σε ξεχάσει αμέσως, φτωχέ μου Νέχαρ…», του απάντησε, χωρίς ν’ αλλάξει έκφραση, μα ήδη η άκρη των χειλιών της τρεμόπαιξε, καθώς συγκρατούνταν να μη γελάσει.
«Αλήθεια;» έκανε εκείνος χωρίς να ξέρει αν πρέπει να την πιστέψει ή όχι, και εκείνη δεν του απάντησε και δεν γέλασε, επειδή του είχε πει την αλήθεια.
»Πρέπει να φύγω», της είπε και ανέβηκε στο άλογο. «Τι να τους πω αν με ρωτήσουν αν σε βρήκα;» τη ρώτησε. «Η Θίμελ με είδε που έφευγα και κατάλαβε ότι ερχόμουν για σένα, και θα περιμένει να μάθει τα νέα σου…».
«Καταλαβαίνω το ενδιαφέρον της αλλά θα προτιμούσα να της πεις πως δε με βρήκες, όσο κι αν έψαξες… Έχω τους λόγους μου γι’ αυτό που σου ζητώ, και θα ήθελα να τους σεβαστείς…» του απάντησε.
«Θα έρθω όμως να σε πάρω για το γάμο μου, Ελάννα, θα φέρω και δεύτερο άλογο για σένα…Έχεις φουστάνι να φορέσεις;»
«Μην ανησυχείς, κι αν αποφασίσω να έρθω, θα είμαι έτοιμη! Μόνο πήγαινε, μην τυχόν και βλέποντας οι Χάλαντιν ότι αργείς, νομίσουν ότι σε σκότωσε ο γίγαντας και βρουν άλλο γαμπρό για τη Μίριελ!» του είπε γελώντας.
«Να προσέχεις Ελάννα, και να μου χαιρετήσεις το φίλο σου», της είπε και γέλασε κι εκείνος, και τη χαιρέτησε. Όμως, ενώ ήδη απομακρυνόταν, γύρισε το κεφάλι του για να την ξανακοιτάξει και είδε φευγαλέα σε αρκετή απόσταση πίσω από τη φίλη του, τον ψηλό άντρα που παρακολουθούσε από μακριά και χάθηκε στο δάσος, σαν σκιά.

1 σχόλια:

Avalon είπε...

Thanks to your photo, I think I am going to do this for Halloween.