4/7/13

Με τους Ντρούγκου προς τα Νίμραϊς (5ο μέρος)

Ίσα που είχαν προλάβει να στήσουν τον καταυλισμό τους και έπεσε το πρώτο χιόνι. Ο Χειμώνας είχε έρθει νωρίτερα απ’ ότι τον υπολόγιζαν αλλά οι προμήθειες που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν ήταν παραπάνω από αρκετές. Οι εγκαταστάσεις τους είχαν σχεδόν αποκλειστικά αποθηκευτικό χαρακτήρα, επειδή αισθάνονταν ότι περιορίζονταν μέσα στα κτίσματα όλων των τύπων και μόνον τα πολύ μικρά παιδιά προτιμούσαν να κρατούν προφυλαγμένα και όταν η κακοκαιρία ήταν μεγάλη. Όμως η Γκλίνενρουθ περνούσε άσχημες στιγμές και ο Γκόν-γκιρι την είχε από κοντά γιατί φοβόταν για εκείνη, επειδή θυμόταν την μητέρα της που δεν είχε αντέξει στην γέννα, και τα προβλήματα της φίλης του, του φαίνονταν παρόμοια με της Ελάννα. Εκείνη όμως δεν δεχότανε βοήθεια από κανέναν εκτός από τη γριά Ούρμια και στα τέλη Φεβρουαρίου, γέννησε τον χρυσοκάστανο γιο της και οι Ντρούγκου που άκουσαν το κλάμα του μωρού, άρχισαν να γελάνε με αγνή χαρά όταν βεβαιώθηκαν πως και οι δύο τους ήταν καλά στην υγεία τους και την παρέσυραν και εκείνη στα γέλια, παρά την εξάντληση που αισθανόταν και την μεγάλη ανάγκη που είχε  για ξεκούραση.
Ήταν αρχές Απρίλη, παραμονές της Άνοιξης όταν ξεκίνησαν να φύγουν από το οροπέδιο των οξιών, και έκπληκτη είδε γύρω της, σχεδόν σε κάθε ορατό βράχο, σκαλισμένες μορφές Γιάουρ με χοντρές κοιλιές και όπλα, και γύρισε και κοίταξε τον Γκόν-γκιρι που την είχε προειδοποιήσει για τα σημάδια που θα άφηνε στην περιοχή, αν και δεν της είχε αποκαλύψει τα σχέδιά του. Η εικόνα των δέντρων με τα πρώτα φρεσκοανοιγμένα φυλλαράκια την έκαναν ν’ αποφασίσει χωρίς πολλή σκέψη ότι το καταλληλότερο όνομα για τον γιο της ήταν το ξωτικίσιο δεύτερο όνομα του πατέρα του, και τον ονόμασε Τουίλιον, όπως εκείνον, αν και είχε γεννηθεί κατά την διάρκεια του Χειμώνα. Κρατούσε στην αγκαλιά της το όμορφο μωρό της και οι Ντρούγκου την παρακολουθούσαν από διακριτική απόσταση για να της προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια χρειαζόταν, αλλά μόλις πέρασαν από την πλευρά του Kalenardon, κάτω από τις κορυφές του Θρίχαϊρν, σε κάθε στροφή του μεγάλου Δυτικού δρόμου που ακολούθησαν με μεγάλες προφυλάξεις, σκάλισαν παρόμοιες μορφές υπερφυσικών Γιάουρ πάνω στους βράχους.

 Είχαν συναντήσει επιτέλους τα δάση από σημύδες, αλλά δεν είχαν φτάσει ακόμα στον τελικό τους προορισμό, στο Ανόριεν, όπου ο Ελουρέντ είχε συναντήσει στο παρελθόν τους Ρόγκιν. Ταξίδευαν νύχτα και πριν απ’ όλα τα άλλα, αυτό που τους ενδιέφερε ήταν να εντοπίζουν και να ξεχωρίζουν τις εδώδιμες τροφές από τις άλλες, και κυρίως να συλλέγουν τα βότανα και τους καρπούς που περιείχαν δηλητήριο. Υπήρχαν πολλά χρήσιμα φυτά και δέντρα, λιμπούρνα και ιπποκαστανιές, καθώς και υπεραιωνόβιοι ίταμοι. Οι περιοχές που περνούσαν ήταν άγνωστες και δεν ήξεραν ποιοι πιθανοί κίνδυνοι ελλόχευαν κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους, αν και οι νόμοι των Ντρούγκου τους απαγόρευαν  να κάνουν κακό σε οποιονδήποτε, εκτός βέβαια από τους Ορκ. 
Στο Άντραστ δεν είχαν κινδυνεύσει ποτέ από αυτά τα πλάσματα, και στις υποθέσεις του Σάουρον και των ανθρώπων δεν είχαν εμπλακεί, πέρα από το ένα περιστατικό της σφαγής της οικογένειας της Ελάννα και της κατοπινής ανάμειξής τους στην διάσωσή της από τον Ελουρέντ. Είχαν ελάχιστες σχέσεις με τους εναπομείναντες Χάλαντιν και Μπέορ που είχανε συστήσει μία κοινή ομάδα μετά την μεγάλη μάχη της Άνγκμπαντ και δεν πλησίαζαν την Ντίμροστ ή Νέα Νεν Γκίριθ, όπως αποκαλούσαν την μικρή πόλη τους με τα ξύλινα τείχη, σε ανάμνηση άλλων εποχών, που είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. 
Μόνο ο Γκόν-γκιρι ήξερε πως έμοιαζε αυτή η πόλη, αν και στο παρελθόν είχαν βοηθήσει και οι Γιάουρ στο χτίσιμό της, παρά τη μεγάλη αγάπη που είχαν για τα δέντρα των σημύδων. 

23/6/13

Με τους Ντρούγκου προς τα Νίμραϊς (4ο μέρος)

Ο Ντένχαρ είχε ξεκινήσει σχεδόν αμέσως από την Νέα Νεν Γκίριθ για να τους βρει, ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού. Είχε πάρει μαζί του αρκετά τρόφιμα και ρούχα, που είχε φορτωμένα σε δύο άλογα. Παρόλο που προσπαθούσε να καλύψει με το φως της ημέρας μεγάλες αποστάσεις για να προλάβει τους Ντρούενταϊν, το ποτάμι δεν ακολουθούσε μια εύκολη πορεία και συχνά αναγκάστηκε να αλλάξει δρόμο για ξεπεράσει τα βράχια και τις ρεματιές που σημεία-σημεία γινόντουσαν χαράδρες. Τα άλογα, αντί να τον διευκολύνουν τον δυσκόλευαν και έπρεπε να τα φροντίζει και αυτά, διαφορετικά θα πέθαιναν και τότε κάθε ελπίδα του να συναντήσει τους Γιάουρ και την Ρούθιελ πριν τον χειμώνα, θα ήταν χαμένη. Όμως παρά την σκληρή του προσπάθεια, δεν κατάφερε να εντοπίσει κανένα ίχνος τους, και γύρισε στις νότιες παρυφές, του δάσους των οξιών, στην δυτική άκρη του Λεμπέννιν. Είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι το Έρεχ, το βαλτοτόπι του Μόρθοντ. Αρκετές φορές μέχρι τότε είχε σκεφτεί να γυρίσει πίσω, και καθώς ο χειμώνας ήρθε τελικά νωρίτερα από ότι υπολόγιζε, αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ντίμροστ για να ξαναφύγει μόλις ο καιρός θα το επέτρεπε ξανά.
Οι γονείς του προσπάθησαν να τον παρηγορήσουν και να τον πείσουν να μην ξαναφύγει, αλλά εκείνος ένιωθε σαν το θηρίο μέσα στο κλουβί και αναθεμάτιζε την κακοκαιρία που είχε ανακόψει την πορεία του στα Έρεντ Νίμραϊς. Θέλησε όμως να κάνει μία τελευταία βόλτα προς το Άντραστ και ενώ ήδη ανηφόριζε προς το χωριό των Γιάουρ, ήρθε αντιμέτωπος με έναν από αυτούς, που βγήκε από τις σκιές των δέντρων, οπλισμένος με τόξο.
«Γύρνα πίσω όπως ήρθες!» του είπε απειλώντας τον, και την ίδια στιγμή και άλλοι Ντρούγκου τον περικύκλωσαν, όμως ανάμεσά τους δεν ήτανε ο φίλος του.
«Που είναι ο Γκόν-γκιρι και η Ρούθιελ;» τους ρώτησε και εκείνοι κατέβασαν τα τόξα τους.
«Έφυγαν, πηγαίνουν στα Νίμραϊς του Ανόριεν. Εκείνη τους οδηγεί, αλλά εμείς γυρίσαμε πίσω», του απάντησαν.
«Και οι Φαλμάρι μας ρώτησαν για εκείνη…» του είπε κάποιος άλλος, «αλλά δεν τους απαντήσαμε…Μας παρακολουθούσαν αρκετό καιρό πριν μας πλησιάσουν, και τώρα είμαστε αναγκασμένοι να φύγουμε από το χωριό μας καθώς απ’ ότι φαίνεται, δεν το γνωρίζουν μόνο αυτοί, αλλά και εσύ…»

Γύρισε στην πόλη με την καρδιά γεμάτη ελπίδα. Τουλάχιστον τώρα είχε σιγουρευτεί για τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει, καθώς αποδεικνυόταν ότι είχε κάνει λάθος στην εκλογή της κατεύθυνσης που είχε πάρει. Έτσι, με τον πρώτο ήλιο του Μαρτίου ξαναέφυγε, με περισσότερες προμήθειες από πριν και μεγαλύτερη την επιθυμία να βρει τη Ρούθιελ και τον Γκόν-γκιρι. Ακολούθησε την ίδια πορεία που είχε πάρει και το προηγούμενο καλοκαίρι μόνο που αυτή τη φορά συνέχισε προς τα Βόρεια, προσπερνώντας τις πηγές του Λέφνουι, προσπαθώντας να εντοπίσει τον Μεγάλο Δυτικό Δρόμο για τον οποίον είχε μόνο ακούσει να γίνεται λόγος, και δεν ήξερε πώς να τον βρει. Αναρωτιόταν αν είχε πάρει τη σωστή κατεύθυνση, όταν βρέθηκε στο οροπέδιο των οξιών και είδε γύρω του τις υπερφυσικές μορφές Ντρούγκου, σκαλισμένες πάνω σε κάθε ορατό βράχο και του φάνηκε ότι αυτό ήταν ένα σημάδι αποκλειστικά για εκείνον, φτιαγμένο από τα χέρια των φίλων του, που μάντεψαν οτι θα τους αναζητούσε.

7/6/13

Με τους Ντρούγκου προς τα Νίμραϊς (γ' μέρος)


Τότε μία ομάδα από τους Γιάουρ που είχαν ξεκινήσει όλοι μαζί, δείλιασε και αποσπάστηκε με σκοπό να γυρίσει πίσω στις πετρώδεις ακτές του Ένεντγουαϊθ. Ο Γκόν-γκιρι αν και προσπάθησε να τους μεταπείσει, δεν επέμεινε για πολύ, και έστρεψε την προσοχή του προς τις συστάδες των δέντρων, τις οποίες προτίμησαν να διασχίσουν πάλι νύχτα, παίρνοντας μεγάλες προφυλάξεις, καθώς εκεί ήταν το φυσικό σύνορο, πέρα από το οποίο δεν είχανε τολμήσει ποτέ να προχωρήσουν. 
 Ήταν τέλη Αυγούστου όταν πέρασαν επιτέλους στις νότιες παρυφές του κυρίου όγκου των Έρεντ Νίμραϊς, και ο καιρός ήταν καλός και βοηθούσε στην μετακίνηση της μικρόσωμης αλλά στιβαρής φυλής των Γιάουρ του Άντραστ. Ανέβαιναν προς το Θρίχαϊρν ακολουθώντας τον ρου του Λέφνουι και τρέφονταν με ψάρια και κυνήγια που βρήκαν άφθονα, ευτυχώς για το σχέδιο της Γκλίνενρουθ, που άρχισαν να τη σέβονται ακόμα περισσότερο οι Ντρούγκου.
Όμως εκείνη δεν φαινόταν ευχαριστημένη επειδή ένοιωθε την καρδιά της να βαραίνει ακόμα περισσότερο μέσα της, όσο απομακρυνόταν από τον Ντένχαρ. Είχαν περάσει δυο μήνες από την ώρα που τον είχε αφήσει, και αναρωτιόταν τι να είχε συμβεί στην Ντίμροστ, μετά από την αναχώρησή τους. 
Συνέχισαν να ανεβαίνουν προσπερνώντας τις πηγές του ποταμού, αν και έμειναν αρκετά σε εκείνη την περιοχή, κάνοντας προμήθειες, και αρχές Οκτωβρίου, σταμάτησαν σε ένα πετρώδες οροπέδιο με οξιές, ενώ βλέπανε μπροστά τους τις κορυφές του Θρίχαϊρν. Σ’ αυτήν την περιοχή ανακάλυψε ξαφνικά ότι ήταν έγκυος στο παιδί του Ντένχαρ και ο Γκόν-γκιρι που κατάλαβε χωρίς να χρειάζεται άλλες εξηγήσεις τί είχε συμβεί, και ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που την είχε αναγκάσει να φύγει, δεν θέλησε να προχωρήσουν άλλο, ήταν αρκετά νωρίς για να προλάβουν το χειμώνα που σ’ αυτά τα βουνά ερχόταν με πολλά χιόνια, αλλά και να προστατεύσει τη φίλη του που σύντομα θα γινόταν μητέρα. 
 «Φεύγεις μακριά από ‘κείνον, αλλά δε μπορείς να ξεφύγεις από τον ίδιο σου τον εαυτό…» της είπε, και ακούμπησε το χέρι του στην κοιλιά της. Το παιδί της αναδεύτηκε μέσα της, αλλά εκείνη δεν του απάντησε.
 »Φαντάζομαι πως δεν το ξέρει ότι θα γίνει πατέρας, αλλά και εγώ και εσύ, ξέρουμε καλά πως σ’ αγαπάει υπερβολικά και όποιος αγαπάει όπως εκείνος, αγαπάει για πάντα…»
 »Να περιμένεις να τον δεις, γιατί δεν θα σ’ αφήσει έτσι απλά μετά από τόσα χρόνια που αγαπιέστε, όμως να θυμάσαι, ότι αν το ήξερα πως βρεθήκατε τόσο κοντά, θ’ αρνιόμουνα να φύγουμε απ’ το Άντραστ, τώρα όμως είναι αργά και για μπρος και για πίσω…» 
«Έγινε χωρίς να έχουμε την έγκριση, αλλά δεν είναι μόνος εκείνος υπεύθυνος γι’ αυτό το παιδί…και υπήρχαν και οι άλλοι λόγοι για τους οποίους έφυγα και τους γνωρίζεις...Είναι καλύτερα που δεν το ξέρει, επειδή η καταπόνηση αυτού του ταξιδιού θα ήτανε δυσβάσταχτη για εκείνον…Ό,τι και να ‘χει γίνει μεταξύ μας, εγώ παραμένω πιστή στο αρχικό σχέδιο, και το παιδί μου, μου δίνει περισσότερο κουράγιο να το πετύχουμε… Μη με πιέσεις να επιστρέψω, επειδή είναι αδύνατο προς το παρόν να γίνει, αν θέλει εκείνος να ‘ρθει, ας το κάνει, αν και ‘γω ελπίζω πως δε θα ξεκινήσει καθόλου, για το καλό το δικό του…», του απάντησε.
 «Τον αγαπάς και τον αρνιέσαι, αλλά εγώ δε θ’ αφήσω το φίλο μου με την αμφιβολία, κι αυτό το παιδί χρειάζεται και τους δυο γονείς του, αφού υπάρχουν στη ζωή…» της είπε και την άφησε για να προετοιμάσει τα σημάδια που ήθελε να αφήσει στον Ντένχαρ, που υποψιαζόταν ότι τους είχε ακολουθήσει.

27/5/13

Με τους Ντρούγκου προς τα Νίμραϊς (β' μέρος)


Η μέρα είχε χαράξει όταν όλοι οι Ντρούγκου, μικροί και μεγάλοι, συγκεντρώθηκαν για να αποφασίσουν αν θα έφευγαν ή όχι, από την νοτιοδυτική απόληξη των Έρεντ Νίμραϊς. Παρά όμως το γενικό πανδαιμόνιο που ακολούθησε την αναγγελία του θανάτου του Μπάραν Ελουρέντ, η συντριπτική πλειοψηφία των Ντρουάνταν αποφάσισε να αρχίσουν πάραυτα τις προετοιμασίες και να φύγουν αμέσως μόλις νύχτωνε. Αναζητούσανε καιρό την περιπέτεια και το ενδιαφέρον τους να μείνουν κι άλλο σ’ αυτήν την περιοχή που την είχανε παραγνωρίσει, είχε μετατεθεί προς την γη των μακρινών τους συγγενών. 
Η Γκλίνενρουθ, τους παρατηρούσε που μόλις συγκρατούνταν να μην αρχίσουν ακόμα και με το φως της ημέρας να ξεχύνονται προς τις κορυφογραμμές, πάνω από το χωριό τους. Όλη τη μέρα μάζευαν τα πράγματά τους και τα μάτια τους έλαμπαν, και για πρώτη φορά έβλεπε αυτή τη παράξενη λάμψη στα μαύρα μάτια τους, μέχρι τώρα ήξερε μόνο την κόκκινη φλόγα του θυμού τους. Αλλά αυτό το φως της επιθυμίας και της προσμονής για μεγάλες κατακτήσεις και ανακαλύψεις ήταν πρωτόγνωρο για ‘κείνη και ξεπερνούσε ακόμα και την χαρά που τους έκανε να γελούν και να τραντάζονται από χαχανητά, που παρέσερναν σε γέλια όποιον είχε την τύχη να τους ακούσει. Αν υπήρχε κάτι που τους απασχολούσε περισσότερο από τις πιθανές δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν, ήταν το θέμα του αλατιού, αν και υπήρχαν κι άλλοι τρόποι να διατηρήσουν τα τρόφιμά τους… 
Ξεκίνησαν να φύγουν το βράδυ, πριν καλά- καλά το φεγγάρι σηκωθεί στον ουρανό, και δεν κατέβηκαν δίπλα στο ποτάμι, αλλά ακολούθησαν την κορυφογραμμή μέχρι εκεί που ήταν δυνατό, και μετά κατηφόρισαν προς τις πλαγιές, ακολουθώντας το ίδιο μονοπάτι που είχε πάρει η ίδια φεύγοντας από την πόλη. Ο Γκόν-γκιρι την πλησίασε κάποια στιγμή, και άρχισαν να περπατάνε δίπλα-δίπλα. 
«Ο Ντένχαρ είναι στο δάσος», της είπε. 
«Σου το είπα ότι θα με αναζητούσε», του απάντησε. 
«Θα τον αφήσεις έτσι;» την ρώτησε ξανά.
«Δεν θ’ αντέξει την καταπόνηση αυτού του ταξιδιού, και ο πατέρας μου δεν έδωσε την έγκρισή του, πριν πεθάνει», του απάντησε αποκαλύπτοντας τον φόβο της, αλλά όχι την πραγματική αιτία που κρυβόταν απ’ αυτόν.
 Ο Γκόν-γκιρι δεν της μίλησε ξανά. Περπάτησαν από τα μυστικά μονοπάτια που μόνο οι ίδιοι γνώριζαν, με αργό ρυθμό, επειδή ήταν φορτωμένοι με πράγματα και το πρωί είχανε φτάσει μέχρι την Νεν Γκίριθ, αλλά έμειναν στο βουνό, καλυμμένοι ανάμεσα στις ψηλές σημύδες, σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο που φύτρωναν πολλές τσουκνίδες και που έρχονταν να μαζέψουν όταν χρειάζονταν να φτιάξουν ύφασμα. Το ίδιο βράδυ ξεκίνησαν ξανά και συνέχισαν μ’ αυτόν το ρυθμό, μέχρι που βγαίνοντας από τον ορεινό όγκο, συνάντησαν την μικρή κοιλάδα στο άνοιγμα των Έρεντ Νίμραϊς, όπου ο Λέφνουι, κυλούσε χωρίς να προσφέρει άλλη προστασία πέρα από τις συστάδες από λεύκες.