Ο Ντένχαρ είχε ξεκινήσει σχεδόν αμέσως
από την Νέα Νεν Γκίριθ για να τους βρει, ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού.
Είχε πάρει μαζί του αρκετά τρόφιμα και ρούχα, που είχε φορτωμένα σε δύο άλογα.
Παρόλο που προσπαθούσε να καλύψει με το φως της ημέρας μεγάλες αποστάσεις για
να προλάβει τους Ντρούενταϊν, το ποτάμι δεν ακολουθούσε μια εύκολη πορεία και
συχνά αναγκάστηκε να αλλάξει δρόμο για ξεπεράσει τα βράχια και τις ρεματιές που
σημεία-σημεία γινόντουσαν χαράδρες. Τα άλογα, αντί να τον διευκολύνουν τον
δυσκόλευαν και έπρεπε να τα φροντίζει και αυτά, διαφορετικά θα πέθαιναν και
τότε κάθε ελπίδα του να συναντήσει τους Γιάουρ και την Ρούθιελ πριν τον
χειμώνα, θα ήταν χαμένη. Όμως παρά την σκληρή του προσπάθεια, δεν κατάφερε να
εντοπίσει κανένα ίχνος τους, και γύρισε στις νότιες παρυφές, του δάσους των
οξιών, στην δυτική άκρη του Λεμπέννιν. Είχε καταφέρει να φτάσει μέχρι το Έρεχ,
το βαλτοτόπι του Μόρθοντ. Αρκετές φορές μέχρι τότε είχε σκεφτεί να γυρίσει πίσω,
και καθώς ο χειμώνας ήρθε τελικά νωρίτερα από ότι υπολόγιζε, αναγκάστηκε να
επιστρέψει στην Ντίμροστ για να ξαναφύγει μόλις ο καιρός θα το επέτρεπε ξανά.
Οι γονείς του προσπάθησαν να τον
παρηγορήσουν και να τον πείσουν να μην ξαναφύγει, αλλά εκείνος ένιωθε σαν το
θηρίο μέσα στο κλουβί και αναθεμάτιζε την κακοκαιρία που είχε ανακόψει την
πορεία του στα Έρεντ Νίμραϊς. Θέλησε όμως να κάνει μία τελευταία βόλτα προς το
Άντραστ και ενώ ήδη ανηφόριζε προς το χωριό των Γιάουρ, ήρθε αντιμέτωπος με
έναν από αυτούς, που βγήκε από τις σκιές των δέντρων, οπλισμένος με τόξο.
«Γύρνα πίσω όπως ήρθες!» του είπε
απειλώντας τον, και την ίδια στιγμή και άλλοι Ντρούγκου τον περικύκλωσαν, όμως
ανάμεσά τους δεν ήτανε ο φίλος του.
«Που είναι ο Γκόν-γκιρι και η Ρούθιελ;»
τους ρώτησε και εκείνοι κατέβασαν τα τόξα τους.
«Έφυγαν, πηγαίνουν στα Νίμραϊς του
Ανόριεν. Εκείνη τους οδηγεί, αλλά εμείς γυρίσαμε πίσω», του απάντησαν.
«Και οι Φαλμάρι μας ρώτησαν για εκείνη…»
του είπε κάποιος άλλος, «αλλά δεν τους απαντήσαμε…Μας παρακολουθούσαν αρκετό
καιρό πριν μας πλησιάσουν, και τώρα είμαστε αναγκασμένοι να φύγουμε από το
χωριό μας καθώς απ’ ότι φαίνεται, δεν το γνωρίζουν μόνο αυτοί, αλλά και εσύ…»
Γύρισε στην πόλη με την καρδιά γεμάτη
ελπίδα. Τουλάχιστον τώρα είχε σιγουρευτεί για τον δρόμο που έπρεπε να
ακολουθήσει, καθώς αποδεικνυόταν ότι είχε κάνει λάθος στην εκλογή της
κατεύθυνσης που είχε πάρει. Έτσι, με τον πρώτο ήλιο του Μαρτίου ξαναέφυγε, με
περισσότερες προμήθειες από πριν και μεγαλύτερη την επιθυμία να βρει τη Ρούθιελ
και τον Γκόν-γκιρι. Ακολούθησε την ίδια πορεία που είχε πάρει και το
προηγούμενο καλοκαίρι μόνο που αυτή τη φορά συνέχισε προς τα Βόρεια,
προσπερνώντας τις πηγές του Λέφνουι, προσπαθώντας να εντοπίσει τον Μεγάλο
Δυτικό Δρόμο για τον οποίον είχε μόνο ακούσει να γίνεται λόγος, και δεν ήξερε
πώς να τον βρει. Αναρωτιόταν αν είχε πάρει τη σωστή κατεύθυνση, όταν βρέθηκε
στο οροπέδιο των οξιών και είδε γύρω του τις υπερφυσικές μορφές Ντρούγκου,
σκαλισμένες πάνω σε κάθε ορατό βράχο και του φάνηκε ότι αυτό ήταν ένα σημάδι
αποκλειστικά για εκείνον, φτιαγμένο από τα χέρια των φίλων του, που μάντεψαν οτι θα τους αναζητούσε.