31/1/10

Amon Sul



Αυτό το μικρό βίντεο, δείχνει το κάστρο Dinas Brân, που στον Άρχοντα τον Δαχτυλιδιών, παρουσιάζεται ως Amon Sul, την Κορυφή των Ανέμων...Πατήστε το "λινκ" για περισσότερες πληροφορίες...

25/1/10

Ντάγκορ Ντάγκοραθ (2ο μέρος)


Όμως μετά από μια σκληρή αναμονή αμφιβολίας εξαιτίας των πύρινων και ασημένιων φλογών που χάραζαν το βελούδο της νύχτας, ο απαστράπτων Εαρέντιλ σκότωσε με το ξημέρωμα, τον Δράκο ΜορΑνκάλαγκον, τον μεγαλύτερο απ’ όλους τους δράκους, και τον γκρέμισε πάνω στα Θανγκορόντριμ, που σωριάστηκαν σε σκόνη και συντρίμμια. Τότε, ο ήλιος έλαμψε ξανά, βγαίνοντας από τα σκοτάδια και οι Ενωμένες Δυνάμεις αντεπιτέθηκαν, και στην επέλαση τους δεν αντιστάθηκε κανείς: ο Μόργκοθ κλείστηκε τρομαγμένος μέσα στα σκοτεινά υπόγειά του, στα θεμέλια των πύργων του, δειλός ως το τέλος. Ο Ελουρέντ δεν στάθηκε να δει τί θα συνέβαινε, γι’ αυτόν η μάχη είχε τελειώσει.
«Θα σ’ το χρωστάω Όροφερ!» είπε στον ξωτικό που τον είχε σώσει, και παράτησε το σπαθί, βάζοντάς το στα πόδια.
«Ποιος είσαι;» φώναξε εκείνος, σηκώνοντας από το έδαφος το βαρύ όπλο με το οικόσημο της φρουράς του Θίνγκολ.
«Ούνερ!» (κανείς), του απάντησε ο Ελουρέντ που ήδη είχε απομακρυνθεί αρκετά, παίρνοντας τον ίδιο δρόμο από τον οποίο είχε έρθει στην Άνγκμπαντ.
Και εξακολούθησε να τρέχει σαν κυνηγημένος, ανάμεσα από κοιλάδες που ανυψώνονταν και βουνά που κατακρημνίζονταν, επειδή οι τρομεροί σεισμοί που συνόδευσαν την καταστροφή των Πύργων του Μέλκορ, άλλαζαν την μορφή του χάρτη του Μπελέριαντ και δύσκολα βρήκε το δρόμο του προς το Μπρέθιλ και τους Ντρούγκου που είχαν ζαρώσει από τρόμο και δεν περίμεναν να τον ξαναδούν ζωντανό.
Ο ποταμός Σίριον δεν υπήρχε πια, και μεγάλα χάσματα άνοιξαν στη γη όπου εισχώρησε η Θάλασσα και οι παλιές ακτογραμμές χάθηκαν. Το Μπελέριαντ διαμελίστηκε και ερημώθηκε. Στη θέση των μεγάλων ποταμών του Οσσίριαντ ένας καινούριος εμφανίστηκε, τον είπανε Λουν, και στο χάσμα που δημιούργησε και στον κόλπο που κατέληξε, οι Ξωτικοί που ξεκίνησαν να επιστρέψουν πίσω στο Βάλινορ, ίδρυσαν το στρατόπεδό τους. Εκεί πήγαν τα Σίλμαριλ που απέκοψαν από τη σιδερένια κορόνα του Μόργκοθ πριν οι Βάλαρ του την περάσουν για κολάρο στο λαιμό του και τον φυλακίσουν, ντροπιασμένο στο Άχρονο κενό, πίσω από τις πύλες του Κόσμου.
Τότε ο Έονγουε, σάλπισε ξανά και κάλεσε τα Ξωτικά της Μέσης Γης να συγκεντρωθούν και να γυρίσουν στο Βάλινορ με τα πλοία των Τελέρι που θα έρχονταν από το Τολ Ερεσσέα, το μοναχικό νησί. Ενώ όμως όλοι σχεδόν οι Νόλντορ και οι Σίνταρ συγκεντρώθηκαν στο Μίθλοντ, την εκβολή του Λουν στη Μπελέγκαερ, οι εναπομείναντες γιοι του Φέανορ, έστειλαν μήνυμα με αγγελιοφόρους στον Έονγουε να τους παραδώσει τα πετράδια. Αλλά εκείνος τους απάντησε ότι είχαν χάσει κάθε δικαίωμα στα έργα του πατέρα τους επειδή και εκείνοι ήταν υπεύθυνοι για τον θάνατο του Ντίορ και την καταστροφή του Ντόριαθ και του Λίσγκαρθ. Τα Σίλμαριλ έπρεπε να γυρίσουν στη Δύση και οι δύο αδελφοί να επιστρέψουν στο Βάλινορ μαζί με τους άλλους Ξωτικούς και να περιμένουν να κριθούν εκεί, και μόνο τότε θα παρέδιδε ο Έονγουε τα πετράδια από τη φύλαξή του.
Παρά τη διαφωνία που υπήρξε τότε ανάμεσα στους δυο αδελφούς, ο όρκος υπερίσχυσε και μόνοι αυτοί, από όλους του Νόλντορ της Μέσης Γης και τους ακολούθους τους που εγκατέλειψαν τις περιοχές τους και πήραν μαζί τους νεαρούς γιους του Εαρέντιλ, δεν συντάχθηκαν με τους Βάλαρ και τους Έλνταρ του Βάλινορ. Μπήκαν μεταμφιεσμένοι στο στρατόπεδο του Έονγουε και σκότωσαν τους φρουρούς και έκλεψαν τα Σίλμαριλ, παίρνοντας ο καθένας από ένα, αλλά ενώ οι υπόλοιποι Έλνταρ τους ανακάλυψαν και τους κύκλωσαν και φάνηκε ότι θα πέθαιναν, ο Έονγουε, απαγόρευσε τη θανάτωσή τους και τους άφησαν να φύγουν.
Ο Μαέδρος κατευθύνθηκε προς το Χίμριγκ και τον παγωμένο Βορρά, ενώ ο Μάγκλορ πήγε προς τις Βόρειες ακτές της Μπελέγκαερ. Όμως τα πετράδια αυτά από την κατασκευή τους δεν ανέχονταν να τα αγγίξει μιαρό χέρι και όσοι είχαν προσπαθήσει να τα πιάσουν και περιλαμβάνονταν στον κανόνα αυτόν, η σάρκα τους κατακαιγόταν, ακόμα και ο Μόργκοθ είχε νοιώσει αυτό το κάψιμο, μέχρι να τα τοποθετήσει στην σιδερένια κορόνα του και να απαλλαγεί από το άγγιγμά τους. Αλλά ενώ ο Μαέδρος απελπισμένος από την ματαιότητα του όρκου και τον αβάσταχτο πόνο που του προκαλούσε το πετράδι, έπεσε μόνος του μέσα σε ένα χάσμα γεμάτο φωτιά, ο αδελφός του ο Μάγκλορ, έριξε το πετράδι στη Θάλασσα και έτσι αυτά τα δύο, χάθηκαν για πάντα.

20/1/10

Η ΝΤΑΓΚΟΡ ΝΤΑΓΚΟΡΑΘ (1ο μέρος)


Ήταν ξημέρωμα όταν η γη σείστηκε και φλόγινο φως ανέβηκε από την δύση και όχι από την Ανατολή. Και έφυγε τρέχοντας προς την κατεύθυνση της Άνγκμπαντ, κρατώντας μόνον ένα σπαθί που είχε προλάβει να αρπάξει καθώς πετάχτηκε έξω από το Μένεγκροθ που φαινόταν έτοιμο να καταρρεύσει. Του φάνηκε τότε πως έφτασε πιο γρήγορα στα Θανγκορόντριμ επειδή διέσχισε ασφαλής την ερημωμένη και εγκαταλειμμένη Ναν Ντουνγκόρθεμπ, την καταραμένη γη ανάμεσα στο Ντόριαθ και το δάσος των κωνοφόρων του Ντορθόνιον στα Νότια Έρεντ Γκόργκοροθ, και είδε τον λαμπρό στρατό που είχε έρθει από το Βάλινορ με τα κατάλευκα πλοία των Τελέρι του Όλγουε, του αδελφού του Θίνγκολ. Όμως οι Τελέρι του Άμαν που είχαν βιώσει την πρώτη απ’ όλες τις αδελφοκτονίες, έμειναν στα πλοία τους.
Οι γαλανοί και με χρυσά μαλλιά Βάνυαρ του Ίνγουε, και οι Νόλντορ του Άμαν με αρχηγό το χρυσόξανθο Φινάρφιν, συναντήθηκαν με τον στρατό των Βάλαρ που πέρασαν πεζοί το Χελκαράξε και τους τρομερούς πάγους του, και στάθηκαν απέναντι από τους πύργους των Θανγκορόντριμ. Τότε ο Έονγουε, ο αγγελιοφόρος του Μάνγουε, του ανώτερου απ’ όλους τους Βάλαρ, σάλπισε την πρόσκληση της συγκέντρωσης των Δυνάμεων, και μαζί τους ήρθαν να ενωθούν τα ξωτικά της Μέσης Γης και τα μέλη των τριών φυλών των Ξωτικόφιλων και ο Ελουρέντ που παρακολουθούσε από μακριά, αισθάνθηκε ότι είχε έρθει η ώρα της αναμέτρησης με τον Μέλκορ, και κατέβηκε κι εκείνος από την πλαγιά που ήταν κρυμμένος και περίμενε να δοθεί το σύνθημα της επίθεσης, αλλά αυτό δεν δινόταν πριν μαζευτεί όλος ο στρατός. Και στάθηκε δίπλα τους και ο ασημόξανθος Σίνταρ που ήταν πλάι του, τον περιεργάστηκε για μια στιγμή εξεταστικά, αλλά ξανακοίταξε μπροστά του με δέος, καθώς η πεδιάδα της Anfouglith (Ανφάουγκλιθ- πνιγερή σκόνη), που παλιά, πριν από την Dagor Bragollach (μάχη της ξαφνικής φλόγας) που την κατέκαψε, ονομαζόταν Αρντ Γκάλεν (πράσινη πεδιάδα), γέμισε από τον στρατό του Μόργκοθ που είχε εντωμεταξύ αυξηθεί, μετά από τις προετοιμασίες που έκανε όταν εμφανίστηκε το Σίλμαριλ στον ουρανό. Μα ο στρατός των Βάλαρ που η νεανική όψη του ήταν ανώτερη από όλες τις ομορφιές των Ξωτικών και των ανθρώπων, προέλασε, και οι Μπάλρογκ του Μόργκοθ (Μαύρος εχθρός) σκοτώθηκαν στην πρώτη κιόλας επίθεση, και όσοι γλίτωσαν, κρύφτηκαν στα υπόγεια της Άνγκμπαντ και στα πιο βαθιά λαγούμια.
Η μάχη ανάμεσα στις δυνάμεις της Δύσης και του Βορρά μαινόταν και ο Ελουρέντ πολεμούσε δίπλα στον Σίνταρ αρχηγό που χειριζόταν άριστα τα όπλα του αλλά έριχνε κοφτές ματιές προς το μέρος του, καθώς μαχόταν. Ο Ξωτικός με τα πράσινα ρούχα των Νάντορ, φαινόταν να μην τον έχει αναγνωρίσει, όμως εκείνος τον γνώριζε επειδή είχε ακούσει να μιλούν γι’ αυτόν, από την εποχή που ήταν παιδί και βρισκόταν ακόμα στο Λάμαθ. Αν και φορούσε πράσινα αντί για τα κλασικά γκρίζα, δεν άργησε να καταλάβει ότι ήταν ο ίδιος που είχε φέρει το Σίλμαριλ μέσα στο ξύλινο κουτί, εκείνο το βράδυ, στον πατέρα του, στο Μένεγκροθ. Όμως δεν του είπε τίποτα και παρέμεινε κοντά του, αλλά το σπαθί σύντομα κούρασε το χέρι του επειδή δεν ήξερε να το χειρίζεται τόσο καλά όσο το τόξο του, και παρά τη νίκη που είχε σχεδόν επιτευχθεί στο κέντρο της επίθεσης, στα άκρα συνεχιζόταν ακόμη, και η πίεση ήταν μεγάλη.
Τότε ο Μόργκοθ που ένοιωσε ότι έχανε, εξαπέλυσε από τα Θανγκορόντριμ τους ιπτάμενους δράκοντες και για λίγο επικράτησε σύγχυση ανάμεσα σους επιτιθέμενους, επειδή τ’ αστραφτερά ερπετά, έφερναν μαζί τους πύρινες γλώσσες φωτιάς και αστραπές που έσκισαν τον ουρανό. Την ίδια στιγμή, ο Ελουρέντ έχασε τον έλεγχο του σπαθιού και έπεσε σπρωγμένος από τους σκοτεινούς πολεμιστές που όλοι μαζί του ρίχτηκαν, αλλά ενώ φαινόταν ότι δεν θα γλίτωνε από τα δικά τους όπλα και είχε σαστίσει, μια ασπίδα τον κάλυψε και ο ασημόξανθος Ξωτικός που όλη αυτή την ώρα βρισκόταν δίπλα του, απέκρουσε την επίθεση. Του έριξε μόνο μία ματιά και πήρε πάλι το σπαθί στα χέρια του και συνέχισε να μάχεται παρά την υποχώρηση, μέχρι που ο Εαρέντιλ με το ιπτάμενο Βίνγκιλοτ και το Σίλμαριλ δεμένο με ασημένιο κορδόνι στο μέτωπό του, εμφανίστηκε στο ουρανό συνοδευμένος από το Θορόντορ και τους μεγάλους αετούς, και η μάχη στο ουρανό κράτησε μια μέρα και μια νύχτα.

16/1/10

Η ομορφιά της ελευθερίας



Στο κεφάλαιο "Μοναχικό ταξίδι", ο πρωταγωνιστής του πρώτου παραμυθιού, σε μια ανάπαυλα του πολέμου, ο Ελουρεντ, κάνει μια γνωριμία που θα τον σημαδέψει για πάντα: την γνωριμία με τον όμορφο και ελεύθερο κόσμο των πουλιών...



12/1/10

Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΛΙΣΓΚΑΡΘ ( 2ο μέρος)



Παραφυλούσε λοιπόν στο δάσος, περιμένοντας να βρει την ευκαιρία να τους πλησιάσει, παρόλο που η φρουρά ήταν ισχυρή, αλλά μόλις είδε τον Μάγκλορ να απομακρύνεται για κυνήγι χωρίς συνοδεία, δεν άντεξε στην παρόρμηση και του επιτέθηκε, καθώς περνούσε ανάμεσα από τα σκιερά δέντρα καβάλα στ’ άλογο, και τον έριξε στο έδαφος χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια. Τον έπιασε απ’ το λαιμό και τον σήκωσε ψηλά, ήταν πολύ δυνατός και αγριεμένος όσο ποτέ : ένιωθε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, που μόνα αυτά κρατούσαν τον Μάγκλορ, ικανά να συνθλίψουν το λαρύγγι του κι εκείνος προσπάθησε να τον αντιπαλέψει μα ήταν αδύνατο, και καθώς τον κοίταζε με αγωνία, αναγνώρισε με τρόμο τα χρυσά μάτια που άστραφταν, τα ίδια μάτια που είχε ξαναδεί στο Ντόριαθ, στο πρόσωπο ενός μικρού παιδιού που προσπαθούσε να προστατεύσει τον αδελφό του μπροστά στα πτώματα των γονιών του.
«Εσύ…», ψέλλισε, και εκείνος άνοιξε επιτέλους τα δάχτυλά του και τον άφησε να πέσει στο χώμα.
«Μην τολμήσεις να φωνάξεις ή να σκεφτείς να φύγεις, γιε του Φέανορ», του είπε με φωνή που ακούστηκε σαν κεραυνός, «γιατί θα πατήσω το λαιμό σου και θα βγάλω την ψυχή σου με τα χέρια μου», τον απείλησε, και ο Μάγκλορ λούφαξε σαν δαρμένο σκυλί.
«Πώς γλίτωσες;» τον ρώτησε με φωνή που μόλις ακουγόταν.
«Τι άσχημη τύχη για σένα, να έρθεις αντιμέτωπος με κάποιον που νόμιζες ότι έχεις ξεφορτωθεί από καιρό…», του απάντησε ειρωνικά και δίπλωσε τα χέρια του στο στήθος.
«Σας ψάξαμε με τον Μαέδρος», του είπε, «μα δεν σας βρήκαμε πουθενά…Ο Ελουρίν είναι καλά;»
«Κρατάς τα παιδιά της Έλγουϊνγκ», του είπε χωρίς να απαντήσει στην ερώτηση για τον αδελφό του. «Για τρίτη φορά λέρωσες τα χέρια σου με αίμα αδελφικό, καταραμένε από τους Βάλαρ, αλλά είμαι αποφασισμένος να απαλλάξω τον κόσμο από την παρουσία σου, κι ας κατάγεσαι από τους Νόλντορ και τον Βασιλικό Οίκο τους…», έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, κι εκείνος μαζεύτηκε περισσότερο.
«Δεν τους έχω πειράξει», ψέλλισε πάλι, «δε θα κάνω το ίδιο λάθος που έκανα με σας, όταν άφησα τους υπηρέτες του Κέλεγκορμ να σας εγκαταλείψουν στο Ρέγκιον…Ο Ελουρίν που βρίσκεται;» τον ξαναρώτησε, σκεπτόμενος ότι ίσως βρίσκεται εκεί κοντά και έχει τις ίδιες άγριες διαθέσεις.
«Ο αδελφός μου χάθηκε», του απάντησε και η οργή του σκλήρυνε περισσότερο στην φωνή του, «αλλά δεν θα σ’ αφήσω να πράξεις το ίδιο εναντίον των ανιψιών μου» τον απείλησε, και άπλωσε πάλι το δεξί χέρι του σαν για να τον πιάσει, αλλά βούκινα ακούστηκαν, επειδή το άλογο φεύγοντας, γύρισε πίσω στο φυλάκιο και ένα απόσπασμα έφιππων Ξωτικών Νόλντορ ήρθαν να ελέγξουν, φοβισμένοι για πιθανή επίθεση από τους Ορκ του Μέλκορ, αν και δεν είχαν κατεβεί ποτέ τους ξανά τόσο νότια, μετά την άλωση του Μπελέριαντ.
»Θα σε βρω όπου κι αν πας, αν πειράξεις έστω μια τρίχα των μαλλιών τους!» του φώναξε καθώς χανόταν μέσα στις σκιές του δάσους.
Κι έτρεξε προς το Βοριά, θέλοντας να βρει το δάσος του Μπρέθιλ, νομίζοντας ότι θα τον αναζητούσαν, αλλά κανείς δεν τον ακολούθησε και καθώς πέρασε το Άντραμ, είδε από μακριά το μαυροπράσινο χρώμα των κωνοφόρων και κατάλαβε ότι αντίκριζε το Ρέγκιον. Πέρασε τον Κέλον κάνοντας τον κύκλο ανάμεσα στο Ρέγκιον και το μαγεμένο Ναν Έλμοθ για να φτάσει στα Αρόσσιαχ, τις διαβάσεις του Άρος στο Χίμλαντ και βρίσκοντας τον δρόμο του σαν να τον ήξερε από πάντα, πέρασε τη ρημαγμένη γέφυρα στον Εσγκάλντουιν και μπήκε στο Μένεγκροθ.
Από δωμάτιο σε δωμάτιο και από αίθουσα σε αίθουσα, είδε την καταστροφή και βρήκε τα άθαφτα απομεινάρια των υπερασπιστών που είχαν πεθάνει εκείνη την τρομερή νύχτα που η αθωότητά του είχε χαθεί. Και τρέχοντας στην κάμαρα όπου είχε δει τους δικούς του να πεθαίνουν, τους βρήκε και ‘κείνους, αναγνωρίζοντάς τους μόνο από τα δαχτυλίδια που φορούσαν, το χρυσό δαχτυλίδι με τα άνθη της Λαουρέλιν, του Ντίορ Αράνελ και το ασημένιο, με τα λουλούδια του Τελπέριον, της Νίμλοθ των Τελέρι. Κι έκλαψε τότε, και στάθηκε απελπισμένος στη μέση του δωματίου, και για λίγο η σκέψη του θόλωσε από την θλίψη αλλά συνήλθε σύντομα, και σκύβοντας από πάνω τους, τράβηξε τα δαχτυλίδια από τα κόκαλα των δαχτύλων τους και βάλθηκε να φροντίσει για την ταφή την δική τους αλλά και τις ταφές των πολεμιστών τους και των υπόλοιπων νεκρών.
Του πήρε πολύ καιρό να φροντίσει για όλους τους νεκρούς, επειδή κατέβαινε κάπου-κάπου προς τον Άμον Έρεμπ για να ελέγχει για τα παιδιά. Όμως ένα απόγευμα που βρισκόταν στο Μένεγκροθ, είδε το νέο αστέρι που έλαμπε στον ουρανό και κατάλαβε πως και η αδελφή του που το φορούσε, αλλά και ο άνδρας της ο Εαρέντιλ είχαν σωθεί, και είχαν φτάσει στο Άμαν. Επειδή το αστέρι αυτό άστραφτε με το φως του Σίλμαριλ, που το είχε δει κι εκείνος κάποτε φορεμένο στο λαιμό του πατέρα του, και η καρδιά του γέμισε με ελπίδα, όπως και οι καρδιές όλων των ξωτικών που το είδαν να ανυψώνεται υπέρλαμπρο, πάνω από τα χάη του ουρανού που διέσχιζε, και το ονόμασε Γκιλ Έστελ, το αστέρι της ελπίδας, και αυτό ήταν το όνομα που ήρθε πρώτο στο μυαλό όλων των Έλνταρ. Και ησύχασε για λίγο καιρό και περίμενε στο Ντόριαθ να δει πώς θα αντιδρούσε ο Μόργκοθ που είχε κλειστεί στα Θανγκορόντριμ, όπου βρίσκονταν οι πύργοι του.

8/1/10

Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ ΛΙΣΓΚΑΡΘ ( 1ο μέρος)



Όμως οι γιοι του Φέανορ επανήλθαν καθώς ανακάλυψαν ότι ανάμεσα στους ψηλούς καλαμιώνες του Σίριον υπήρχε ένα μικρό Ξωτικοβασίλειο που τα μέλη του αυξάνονταν με μία σχετική άνεση και ευημερία, και έμαθαν ότι ανάμεσά τους ζούσε η Έλγουϊνγκ που κατείχε το Σίλμαριλ. Της έστειλαν αντιπροσώπους που απαίτησαν την επιστροφή του πετραδιού στους νόμιμους κληρονόμους του, αλλά η απάντηση που έλαβαν ήταν αρνητική, καθώς τα ξωτικά του Λίσγκαρθ θεώρησαν ότι στο Σίλμαριλ οφειλόταν η άνθηση του λιμανιού τους και η ευημερία των κάτασπρων φτερωτών καραβιών τους.
Και ο καταραμένος όρκος του Φέανορ αναβίωσε για άλλη μια φορά και έγινε η Τρίτη και μεγαλύτερη σφαγή ανάμεσα στα Ξωτικά κι ελάχιστοι γλίτωσαν και ο Ελουρέντ βοήθησε όσο μπορούσε τους επιζήσαντες από την Γκοντόλιν και το Ντόριαθ να σωθούν, μέχρι να επέμβει ο Κίρνταν από το γειτονικό Τολ Μπάλαρ. Και αρκετοί από τους ξωτικούς και τους ανθρώπους που τον είδαν ξαφνικά στη μέση της μάχης να ξεπροβάλλει από τα καλάμια και να χωρίζει τους θύτες από τα θύματα (και από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα), τον ονόμασαν Κυνηγό και έντρομοι, κάλυψαν τα μάτια τους μπροστά του. Δεν έβαψε με αίμα τα χέρια του, αντίθετα από άλλους ομοφύλους του, όμως δεν μπόρεσε να βοηθήσει την Έλγουϊνγκ που ρίχτηκε στη θάλασσα απελπισμένη από την κτηνωδία αδελφού προς αδελφό, ενώ οι γιοι της πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τον Μαέδρος και τον Μάγκλορ, επειδή μόνο αυτοί απέμειναν από τους Επτά, καθώς οι δίδυμοι Άμροντ και Άμρας σκοτώθηκαν κι εκείνοι κατά την νυχτερινή επίθεση και τη μάχη που ακολούθησε.
Ο Κίρνταν έφτασε δυστυχώς πολύ αργά από το νησί του Μπάλαρ, για να προσφέρει ασφαλή διαφυγή και άσυλο στους επιζήσαντες της σφαγής, αλλά οι Γιοι του Φέανορ μαζί με τους ομήρους τους και τους υποτελείς τους, είχαν κιόλας εγκαταλείψει το Λίσγκαρθ και επέστρεφαν στα εδάφη τους.
Ο Ελουρέντ οργισμένος ακολούθησε την πορεία τους όλο προς τα βορειοανατολικά και τους βρήκε στον λόφο του Άμον Έρεμπ (όπου ο Μαέδρος με τους αδελφούς του είχε εγκατασταθεί μετά από την μεγάλη ήττα της Αρνοέντιαντ), είχαν αποτύχει για άλλη μια φορά να πάρουν το πετράδι, επειδή το φορούσε η Έλγουϊνγκ στο στήθος της και όταν τους έφτασε, διασχίζοντας όλο το ανατολικό Μπελέριαντ πεζός, αν και είδε ότι τα δύο παιδιά ήταν ασφαλή και τα κρατούσε ο Μάγκλορ, έψαχνε να βρει τρόπο να τα προσεγγίσει και αν ήταν δυνατό να τα αποσπάσει από τα χέρια του. Όμως ο χώρος ήταν ανοιχτός και το Κάστρο του Μαέδρος φυλαγόταν από ικανούς τοξότες, και ανάμεσα στο Τάουρ ιμ Ντούιναθ (δάσος ανάμεσα στα ποτάμια) που βρισκόταν και τον Άμον Έρεμπ, βγαίνανε συχνά περιπολίες με τα άλογα και δεν ήθελε να θέσει σε περιττό κίνδυνο τον εαυτό του, τουλάχιστον όχι πριν βεβαιωθεί ότι οι ανήλικοι ανιψιοί του δεν κινδύνευαν.

4/1/10

ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ




Υπήρχε αρκετή ειρήνη εκείνες τις ημέρες και ο καιρός περνούσε χωρίς πόλεμο και επιθέσεις από τον Μόργκοθ, και τότε ο Ελουρέντ αποφάσισε ότι θα μπορούσε ίσως να αφήσει για λίγο την επαγρύπνηση και να ανακαλύψει επιτέλους την χώρα του Μπελέριαντ. Απέφυγε όμως τις κεντροανατολικές περιοχές επειδή δεν ένοιωθε ακόμα έτοιμος να πλησιάσει μέχρι το Ντόριαθ και να επιστρέψει ίσως στο Μένεγκροθ, απ’ όπου είχαν ξεκινήσει όλα…
Υπήρχε από πολύ παλιά ένας δρόμος που περνούσε έξω από τα βόρεια σύνορα του Νέλντορεθ, και παρέκαμπτε το δάσος των βελανιδιών του Νίβριμ στην δυτική πλευρά του. Ήταν ο ίδιος εγκαταλειμμένος και επικίνδυνος δρόμος που είχε ακολουθήσει κι εκείνος, φεύγοντας από το Doriath. Ο δρόμος αυτός συνέχιζε μέσω του Μπρίθιαχ, στις Βορειοδυτικές παρυφές του Μπρέθιλ και οδηγούσε στις διαβάσεις του Τέιγκλιν προς τα νότια ως πέρα από τη Νάργκοθροντ, και ακόμα πιο μακριά, στο όρος Τάρας. Ήθελε όμως να φτάσει ως την Μπελεγκάερ πάση θυσία, στις δυτικές ακτές του Νεύραστ (Δώθε Ακτή, αντίστοιχη του Haerast, Εκείθε Ακτή= το Βάλινορ), που κανείς Ντρούγκου δεν είχε φτάσει εκεί, και να ακούσει και ο ίδιος τον ήχο των κυμάτων της, που όπως έλεγαν κάποια ξωτικά, “μιλούσαν” διαφορετικά από την ρηχή θάλασσα του κόλπου του Μπάλαρ.
Ήταν δύσκολη και μακριά η διαδρομή που είχε ακολουθήσει, και πολύ μοναχική, αλλά δεν τον ένοιαζε. Η ανάγκη του να φτάσει στις αρχαίες προκυμαίες των Έλνταρ υπερνικούσε κάθε εμπόδιο που παρουσιαζόταν, και πολλές φορές καθ’ όλο το ταξίδι, είχε την τύχη με το μέρος του και παρέκαμπτε τους κινδύνους, μέχρι που παραξενευόταν από αυτό. Πολλές περιοχές ήταν κατεστραμμένες από το πέρασμα των Ορκ και του Γκλάουρουνγκ που είχε αφανίσει σχεδόν όλες τις εγκαταστάσεις των ξωτικών, απωθώντας τους προς το Νότο της Χώρας, αλλά αυτό τον διευκόλυνε επειδή δεν χρειαζόταν να κρύβεται, τουλάχιστον όχι όσο πλησίαζε προς τη θάλασσα, που ο Μόργκοθ έτρεμε επειδή ήταν αδάμαστη. Περιπλανήθηκε αρκετά, κοντά στις απότομες ακτές και η εξώτερη θάλασσα μίλησε στην καρδιά του με τον ήχο της, είτε αυτός είχε το βρυχηθμό του θυμού της, είτε το τραγούδι της γαλήνης της και θα καθόταν κι άλλο, κοντά στο αρχαίο Βίνυαμαρ (η πρώτη εγκατάσταση του Τούργκον) και τα κατεστραμμένα λιμάνια των Falmari όμως, αρχές της Άνοιξης του επόμενου χρόνου, αποφάσισε ότι ήταν καιρός να γυρίσει πίσω στους Ντρούγκου του Μπρέθιλ και να αφήσει τις εξερευνήσεις για αργότερα.
Καθώς όμως γύρισε να φύγει και να στραφεί και πάλι ανατολικά, ο δρόμος του τον έφερε κοντά στις ακτές της λίμνης Λιναέγουεν και τα ρηχά έλη που την κύκλωναν. Πριν αρκετά χρόνια, ένας άλλος μοναχικός ταξιδιώτης είχε προσπαθήσει να πλησιάσει στο κεντρικό σημείο της λίμνης, αλλά ο δρόμος του είχε αποδειχτεί απροσπέλαστος. Παρόλο όμως που ο Τούορ είχε αποτύχει να διασχίσει τον δαίδαλο των καλαμιών και των παπυρόφυτων της όχθης, εκείνος κατάφερε με αργά και προσεκτικά βήματα το τελευταίο ξημέρωμα του Σούλιμε (Μάρτιος, ο μήνας των Ανέμων -soul- στη Σινταρίν) να διέλθει, και να φτάσει στον εσωτερικό προστατευμένο δακτύλιο της Λίμνης των Πουλιών.
Αυτή η λίμνη δεν είχε μολυνθεί από τους δράκους του Μέλκορ και στα γαλανά νερά της διαχείμαζαν πάντα μεγάλα και όμορφα πουλιά, που χαίρονταν την προστασία του Μάνγουε, του ανώτερου από όλους τους Βάλαρ, αλλά και του Ούλμο, του βασιλιά των νερών. Και είδε μεγάλα κοπάδια από γκρίζες χήνες και πάλλευκους κύκνους που πλαγιολισθούσαν καθώς πλησίαζαν το νερό, ενώ γιγαντιαία σμήνη από γερανούς και λυγερούς ερωδιούς, έκρωζαν ανήσυχοι και απογειώνονταν δημιουργώντας ένα ζωντανό σύννεφο από απόλυτα συγχρονισμένα φτερουγίσματα, πριν προσγειωθούν κοντά στις καλαμιές που βρισκόταν εκείνος και αρχίσουν να ψαχουλεύουν με τα μακριά ράμφη τους, ανάμεσα στα ρόδινα νούφαρα και τις κατακίτρινες ίριδες της όχθης.
Έμεινε ακίνητος σε εκείνο το μέρος για πολύ καιρό, βυθισμένος μέχρι τα γόνατα μέσα στα υγρά φυτά, αδιάφορος προς τις εναλλαγές του καιρού, και παρακολουθούσε το αρμονικό πέταγμα των πουλιών και την ιεροτελεστία του χορού του ζευγαρώματος. Η μέρα ξεκινούσε με το πρώτο κρώξιμο και τελείωνε με το τελευταίο, αργά το βράδυ. Όμως πολλά άλλα πλάσματα φτερωτά και μη, τον πλησίαζαν έτσι που στεκόταν ακίνητος και κρυμμένος και μόνο τα μάτια του ανοιγόκλειναν: Μπλε αλκυόνες και γκρίζα αηδόνια τον κοιτούσαν ερευνητικά καθώς στέκονταν για λίγο σε κοντινά καλάμια, πριν τον αφήσουν ξανά. Λιβελλούλες όλων των μεγεθών και των χρωμάτων, πετούσαν τριγύρω του με το λεπτό βούισμά τους και κάποια στιγμή ορκίστηκε ότι άκουσε τον ήχο από το πετάρισμα μιας μεγάλης άσπρης πεταλούδας που πέρασε δίπλα στο αυτί του.
Οι μελωδικές τρίλιες των αηδονιών, τα τριζόνια και οι βάτραχοι με το μονότονο τραγούδι τους και ο λεπτός ήχος του κυπρίνου που ακουμπά στην ελαιώδη επιφάνεια του νερού και μετά αναπηδά και χάνεται με σύντομο παφλασμό, τον συντρόφευαν το βράδυ. Και κρατούσε ακόμα και την ανάσα του μαγεμένος, και επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο και φανταζόταν, πως άνοιγε γκρίζα φτερά και πετούσε και εκείνος με την ταχύτητα και τη χάρη ενός πουλιού, πάνω από τα βουνά και τις απόκρημνες κορφές τους, τα δάση, τις λίμνες και τις απέραντες εκτάσεις των φαιόχρωμων ελών που στα αμόλυντα νερά τους καθρεφτίζονταν τα λευκά σύννεφα και το γαλάζιο πέπλο του ουρανού, και η κουρασμένη του καρδιά ηρέμησε και αναθάρρησε.
Ήταν αρχές καλοκαιριού όταν θέλησε να αφήσει τη λίμνη των πουλιών για να γυρίσει στο δάσος του Μπρέθιλ, οι πρώτοι χνουδωτοί νεοσσοί τώρα μόλις βουτούσαν για πρώτη φορά μέσα στο νερό με τις αδέξιες κινήσεις τους και κάτω από την άγρυπνη καθοδήγηση των μανάδων τους, που μόλις τον είδαν να βγαίνει επιτέλους από την κρυψώνα του στα καλάμια, τον υποδέχτηκαν με ανήσυχα φτεροκοπήματα και απειλητικά κρωξίματα. Είχε πλησιάσει ο καιρός να φύγει και μάζεψε μια απίστευτα μεγάλη ποσότητα φτερών από τις σχεδόν εγκαταλειμμένες φωλιές των μεγάλων πουλιών που παρατηρούσε για μια ολόκληρη εποχή, αφού ήταν ανίκανος να εγκαταλείψει το ποιητικό θέαμα που εξελισσόταν μπροστά του. Οι Ντρούγκου χάρηκαν πολύ που τον ξαναείδαν και έμειναν απασχολημένοι για αρκετό καιρό, φτιάχνοντας καινούρια βέλη για τα τόξα τους, και τον έβαζαν να τους διηγείται ξανά και ξανά, το σύντομο ταξίδι του προς τα Δυτικά παράλια του Μπελέριαντ, αλλά όταν τον ρώτησαν για το Ντόριαθ και αν ήθελε να του υποδείξουν τον τρόπο για να φτάσει ως εκεί, αρνήθηκε κατηγορηματικά.