Ο Ελουρέντ εκμεταλλεύτηκε τους πανηγυρισμούς που ακολούθησαν την συντριβή της στρατιάς που κρατούσε το Ίμλαντρις σε αποκλεισμό, και έσπευσε να εξαφανιστεί όσο πιο γρήγορα του επέτρεπαν οι δυνάμεις του που διαρκώς ελαττώνονταν. Πέρασε ανάμεσα από τα λευκά κτίσματα του οχυρού του Σχιστού Λαγκαδιού και σκαρφάλωσε τις απότομες πλαγιές στην ανατολική πλευρά της μικρής ξωτικοπόλης που δημιουργήθηκε από τον ανιψιό του και παρείχε καταφύγιο σε ‘κείνον και τους συμπολεμιστές του.
Δύο άτομα τον είχαν αναγνωρίσει και ο ένας ήταν ο Κέλεμπορν, με τον οποίο συγγένευε από την πλευρά της μητέρας του. Ο άλλος, ήταν ο Κίρνταν ο Ναυπηγός, που τον παρακολουθούσε συνεχώς όλη την ώρα που μαχόταν και είχε προσπαθήσει να τον προσεγγίσει μετά από τον τραυματισμό του, καθώς είχε παρεμβάλει επανειλημμένα το σώμα του, ανάμεσα στον Έλροντ και τους Ορκ που τον καταδίωκαν ακατάπαυστα. Θα μπορούσε βέβαια να μείνει στο Ρίβεντελ και να του παράσχουν βοήθεια και φροντίδα ώστε να αναρρώσει σύντομα από τα τραύματά του που αιμορραγούσαν, και μετά να αποφασίσει αν ήθελε να ξαναφύγει ή όχι, όμως του φάνηκε προτιμότερο να ρισκάρει φεύγοντας αμέσως, παρά να περιμένει να του ξαναδοθεί παρόμοια ευκαιρία.
Βρισκόταν σε εδάφη που ελέγχονταν αποκλειστικά από τα ξωτικά και πήρε τον δρόμο προς τα νότια Χιθαέγκλιρ που έβλεπαν στην Αρντ Γκάλεν. Ήξερε όμως ότι τον έψαχναν και είχαν βρει τα χνάρια του ενώ απομακρυνόταν, καθώς το αίμα του που έσταζε, άφηνε καθαρά σημάδια σαν μαδημένα πέταλα από άλικες παπαρούνες και έπρεπε να ανακαλύψει έναν τρόπο να τον χάσουν, πριν εξαντληθεί και αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να σταματήσει…
Σκαρφάλωνε λοξά, από δρόμους δύσκολους, επιθυμώντας να μην έρθει αντιμέτωπος με το παγωμένο χιόνι του Καράντρας, αφού φοβόταν ότι δε θα τα έβγαζε πέρα με το ψύχος και την καταχνιά, έτσι όπως ήταν ταλαιπωρημένος και τραυματισμένος από τις μάχες. Βρισκόταν στον χιονισμένο αυχένα που σχηματιζόταν ανάμεσα στις κορυφές Κελέμπντιλ (Ασημοκορφή) και Φανουίντολ (Συννεφοκορφή), αρκετά κοντά στην ανατολική πύλη της Μόρια, όμως αυτός ο δρόμος οδηγούσε κατευθείαν στο Λόριεν. Το δάσος άστραφτε με χρυσή ακτινοβολιά, λουσμένο στο φως της πρώτης –μετά από πολύ καιρό- καθαρής αυγής. Όμως δεν ήθελε να πλησιάσει σ’ ένα νέο ξωτικοβασίλειο, αλλά ούτε και να μείνει κοντά στα λαξεμένα δώματα των Νάνων.
Μικρά δασωμένα ρέματα κατέβαιναν τις πλαγιές, και είχαν αρκετό νερό, εξαιτίας των χιονιών που κάλυπταν πάντα τις βουνοκορφές και τα τροφοδοτούσαν. Κυλούσαν ξεχωριστά από τις πηγές του Ασημόφλεβου στη Γυάλινη λίμνη κάτω από το Νταντουχίριον (Σκιοχείμαρρη κοιλάδα), και τον Νίμροντελ, (που κυλούσε πιο Βόρεια, μέχρι το σημείο που οι δύο ποταμοί ενώνονταν δημιουργώντας μία κατάφυτη περιοχή που είχε το σχήμα της αιχμής), και σκέφτηκε ότι θα μπορούσαν να του παράσχουν ιδανικό τρόπο διαφυγής από τις επικίνδυνες περιοχές.
Τότε μπήκε μέσα σε μία από αυτές τις νεροσυρμές και προσεκτικά ώστε να μην χάσει την ισορροπία του και γκρεμιστεί μέσα στις χαράδρες και τα πέτρινα βάραθρά τους, κατάφερε κάμποσες ημέρες μετά, να φτάσει στις Βόρειες παρυφές του δάσους του Φάνγκορν και εκεί πια, κατέρρευσε.
2 σχόλια:
I have been away recovering from surgery. I have missed your blog. I am glad to be back.
Dear @Avalon, i hope you are allright now...I missed you to :)
Δημοσίευση σχολίου