31/3/10

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΝΟΤΟ (β' μέρος)


«Είχαμε κάνει μια συμφωνία παλιά, με τον Άμντιρ του Ναν Λάουρ (Λόριεν) που αφορούσε τις επισκέψεις των υπηκόων του στην χώρα μας, αν και κανείς ποτέ δεν πάτησε το πόδι του στο Φάνγκορν», άκουσε μια μπάσα φωνή να του λέει όταν επιτέλους άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε έναν Εντ, μια γέρικη ροζιασμένη καστανιά με κατακίτρινα μάτια σαν κουκουβάγιας.
»Εσύ όμως δεν μοιάζεις με κανένα είδος ξωτικού από αυτά που γνωρίζουμε και ας είμαστε οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Άρντα…Ποιος είσαι και τί είσαι; Μίλα, επειδή εμείς οι φύλακες του δάσους, οι βοσκοί των δέντρων, αν και φημιζόμαστε για την υπομονή μας, συχνά κατανικούμαστε από την περιέργεια…»
«Είμαι ξωτικό, αλλά ζω μόνος…Οι δικοί μου χάθηκαν στον πόλεμο», απάντησε ο Ελουρέντ. «Δεν ήρθα να κάνω κακό αλλά ούτε και να μείνω…Έχω φίλους που ίσως με χρειάζονται, όμως έπρεπε να σταματήσω για λίγο από το δρόμο μου…Πολέμησα και χτύπησα στο Ερίαντορ, γι’ αυτό δώσε μου τον ελάχιστο χρόνο που ζητώ μέχρι να ξαποστάσω και να συνέλθω απ’ τις πληγές μου…»
«Αν δεν έχεις σκοπό να πειράξεις οποιοδήποτε από τα δέντρα, είσαι ελεύθερος να μείνεις και δεν θα σ’ ενοχλήσει κανείς…Μόνο τα άγρια ζώα παραμένουν στο δάσος και οι άνθρωποι δεν πλησιάζουν στα εδάφη μας…Υπάρχουν πηγάδια των Ονόντριμ (ο λαός των Εντ) με καθαρό νερό διάσπαρτα παντού μέσα στο δάσος -αν είσαι αυτός που λες, δε θα δυσκολευτείς να τα εντοπίσεις- και πλύνε τα τραύματά σου…Θα γειάνουν γρηγορότερα…», του είπε ο Εντ, και με αργό σούρσιμο πάνω στις χοντρές του ρίζες, απομακρύνθηκε
Ο Ελουρέντ βρήκε πολύ σύντομα ένα από αυτά τα πηγάδια για τα οποία του είχε μιλήσει ο δεντροβοσκός και έπλυνε τις πληγές του όπως του είχε πει και ήπιε από το καθαρό νερό και αμέσως αισθάνθηκε καλύτερα. Ίσως και να ήταν η απόλυτη σιωπή που βασίλευε στα σκοτεινά περάσματα του Φάνγκορν που τον καθησύχασε, ενώ κάπου-κάπου άκουγε τα τριξίματα ενός κορμού που μετακινούνταν ή ενός κλαδιού που χαμήλωνε, τα δέντρα αυτά είχαν ψυχή μέσα τους και σκέφτηκε αυτόματα τους Ντρούγκου που τα σέβονταν και τα αγαπούσαν. Ευτυχώς δεν είχαν πάρει μέρος στις μάχες και απλά περίμεναν να δουν τις εξελίξεις από το προστατευμένο τους χωριό, όταν τους είχε αφήσει για να τρέξει στο Βορρά και να βοηθήσει τον Έλροντ. Έμεινε για μερικές ημέρες ακόμα μέσα στο δάσος και το γύρισε ολόκληρο, χωρίς να ξαναδεί και να ξαναμιλήσει σε κανέναν Εντ, όμως, όταν είχε δυναμώσει πια αρκετά και αποφάσισε να φύγει, σε όλο το δρόμο προς τον Νότο, ακουμπούσε το αυτί του πάνω σε ορισμένους μόνο από όλους τους κορμούς και μετά ευχαριστούσε τα δέντρα αυτά. Οι Ονόντριμ άνοιγαν τα μάτια τους απορημένοι που τους είχε ανακαλύψει, ενώ τον παρακολουθούσαν να απομακρύνεται διασχίζοντας τα ξέφωτα και τις σκιές, χωρίς να γυρίζει να τους κοιτάξει.

Από τις νότιες παρυφές του δάσους των ζωντανών μύθων, έβλεπε απέναντί του τις κορυφές των Έρεντ Νίμραϊς και του Θρίχαϊρν στα δυτικά. Μία πολύ ψηλή γαλάζια κορυφή διακρινόταν στα Νοτιοανατολικά, ήταν όμως πολύ μακριά από τον στόχο του και δεν ενδιαφερόταν να κατευθυνθεί προς τα εκεί. Πίσω όμως από τον ψηλό όγκο των βουνών, γνώριζε ότι βρισκόταν το Λεμπέννιν που δεν είχε προλάβει να επισκεφτεί ακόμα και δεν γνώριζε καθόλου τις περιοχές του, ούτε και τις ακτές του Φάλας ή τις εκβολές του μεγάλου ποταμού που είχε δει από τα Χιθαέγκλιρ.
Έπρεπε να διασχίσει το Αρντ Γκάλεν που απλωνόταν μπροστά του, ερημωμένο μετά από το πέρασμα του Σάουρον και του στρατεύματος του Νούμενορ που τον είχαν απωθήσει στη μακρινή Ανατολή της Μέσης Γης όπου τους ξέφυγε. Ήταν μια ριψοκίνδυνη ενέργεια, αλλά ήταν ο μοναδικός τρόπος που υπήρχε για να γυρίσει στους Ντρούγκου που τον περίμεναν στο Άντραστ. Θ’ ακολουθούσε την κοίτη του Ονοντλό, του ποταμού που πήγαζε μέσα από το Φάνγκορν, επειδή υπήρχαν αρκετά δέντρα που θα μπορούσαν να του παράσχουν κάλυψη, και από ‘κεί, σε κάποιο σημείο που θα θεωρούσε ασφαλές, θα προσπαθούσε να φτάσει στα Βουνά. 
Είχε καταφέρει να προσεγγίσει τα Νίμραϊς, σ’ ένα σημείο που έβλεπε καθαρά την πυκνή βλάστηση των πλαγιών τους, αλλά ακόμα υπήρχε αρκετή απόσταση που έπρεπε να διανυθεί. Διάσπαρτοι μέσα στο Ανατολικό Καλενάρδον, κοντά στο Ανόριεν, βρίσκονταν πέτρινοι λόφοι που θα μπορούσαν να του προσφέρουν κάποια κάλυψη, κυρίως κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ θα προσπαθούσε να μοιράσει την απόσταση που τον χώριζε από τις Βόρειες πλαγιές και που την υπολόγιζε να απέχει τρεις ημέρες, ή καλύτερα τρεις νύχτες. Και επειδή εκτός από τολμηρός, ήταν ταυτόχρονα πολύ προσεκτικός και ικανός δρομέας, τα κατάφερε.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Καλή ανάσταση και πάσχα νηρηίδα!
Guardian Lord

venthesikymi είπε...

Ευχαριστώ πολύ, @Φύλακα Ιππότη, ελπίζω κι εσύ να πέρασες όμορφα...