27/5/10

Μία απρόσμενη συνάντηση (β' μέρος)


«Ελάννα!» φώναξαν μερικές φορές κρατώντας πυρσούς, μα σύντομα είδανε τα πτώματα και το νεκρό άλογο και κάποιοι θρήνησαν αλλά δεν έφυγαν, και τελικά κάποιος από αυτούς, αναγνώρισε τα ίχνη των Ντρούγκου πάνω στο ποδοπατημένο χώμα.
«Την έχουνε οι Άγριοι», φώναξε, «θα είναι ασφαλής μαζί τους, να ειδοποιήσουμε την αδελφή της και να έρθουμε πάλι το πρωί να δούμε τί θα κάνουμε και να την ψάξουμε στο δάσος!» και στρέψανε τα άλογα προς την κατεύθυνση της Ντίμροστ κι απομακρύνθηκαν.
Ο Ελουρέντ, κοίταξε το λεπτόκορμο καβαλάρη που μετέφεραν με το φορείο, και τον ταίριαξε με τ’ όνομα που είχε ακούσει να φωνάζουν οι πολεμιστές, και διαπίστωσε με θαυμασμό, ότι ο νεαρός που μόλις είχε σώσει από το θάνατο ήταν γυναίκα, μία γυναίκα των Χάλαντιν που πολεμούσε μαζί με τους άντρες, όπως η Χάλεθ, στις ιστορίες που του διηγούνταν ο πατέρας του.

Έφτασαν στο παλιό σπίτι και την ακούμπησαν πάνω στο χτιστό κρεβάτι που υπήρχε, (όταν ο Ελουρέντ είχε επιστρέψει μετά από την πολύχρονη απουσία του, είχε εντοπίσει το σπίτι για πρώτη φορά ανάμεσα στα δέντρα, και δεν χρειάστηκε να καταβάλει πολύ κόπο για να το επιδιορθώσει, αν και δε ζούσε μέσα στους τοίχους του), ευτυχώς, προπορευόμενοι Ντρούγκου, είχαν σπεύσει να προετοιμάσουν τον ερχομό τους και είχαν ανάψει ακόμα και φωτιά. Τότε, με εξαιρετική προσοχή, τράβηξε από το κεφάλι της το κράνος και ζήτησε και του έφεραν νερό και έπλυνε το πρόσωπό της και την πληγή στο πλάι του κεφαλιού. Την καθάρισε και την επίδεσε χρησιμοποιώντας τα βοτάνια και το γκρίζο υδρόφιλο ύφασμα των Ντρούγκου. Στον δεξί της μηρό υπήρχε δεμένο ένα μακρύ μαχαίρι Έκετ -που δεν είχε προλάβει να το χρησιμοποιήσει- με την θήκη του, και το έλυσε από το πόδι της. Άνοιξε το πανωφόρι της, ήταν φτιαγμένο από καφέ δέρμα και από μέσα φορούσε σιδηροπουκάμισο πάνω από καφέ λινή μπλούζα, το είχε αγγίξει νωρίτερα καθώς τη σήκωναν για να τη βάλουν στο φορείο. Δεν φαινόταν να έχει πάθει τίποτα και την είχε προστατεύσει από την πτώση, γι’ αυτό δεν προσπάθησε να της το βγάλει, όμως, καθώς έψαυσε σχολαστικά τα άκρα της που ήταν πιο εκτεθειμένα, ανακάλυψε ότι ο αριστερός της ώμος ήταν βγαλμένος και το αριστερό της πόδι σπασμένο, είχε πέσει μ’ αυτή την πλευρά κάτω από το άλογο.
Πρώτα ανέταξε την εξάρθρωσή της και μετά, το κάταγμα στην κνήμη, (τράβηξε τη μαλακιά μπότα της από δέρμα ελαφιού και αφού έσκισε στο πλάι το μάλλινο ύφασμα του παντελονιού της, έδεσε το πόδι της σφιχτά με ένα ξύλο και με ταινίες δέρματος φτιάχνοντας ένα σταθερό νάρθηκα) κι έμεινε όλη τη νύχτα πλάι της, όπως και μερικοί από τους Γιάουρ, που φαίνονταν ανήσυχοι με το χτύπημα του κεφαλιού, επειδή οι ώρες περνούσαν κι εκείνη δε συνερχόταν.
Τους ρώτησε να μάθει γι’ αυτήν, μιας και το παιδικό του όνειρο ήτανε να γνωρίσει μια τέτοια πολεμίστρια, αλλά δε φανταζόταν ποτέ, ότι θα έμοιαζε μ’ αυτό το εικοσάχρονο κορίτσι! Την γνώριζαν, επειδή αυτό ήταν το σπίτι της παλιά, και είχαν συχνά καθίσει με την οικογένειά της σε μία παρέα, πριν αρχίσουν οι επιθέσεις, και τους πλησίαζε πολύ σαν παιδί, χωρίς να τους φοβάται. Ήταν το στερνοπούλι του Χάρλαν και της Ντόργκαλ, ορφανή από τα δεκατέσσερα, με μια παντρεμένη αδελφή με την οποία ζούσε στην πόλη, δεκάξι ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερή της.
Ήταν μεγαλωμένη με ελευθερία και ανεξαρτησία, και συνήθως ήσυχη, και μόνον ένα γειτονόπουλο κατάφερνε να την εξαγριώνει, με τον οποίο όμως είχαν μεγαλώσει σαν αδέλφια, αν και οι Ντρούγκου θεωρούσαν ότι κάποτε θα τον παντρευόταν, επειδή -σύμφωνα με τη γνώμη τους- τα μεγάλα μίση συνήθως κρύβουν μεγάλες αγάπες. Θα ήθελαν να καθίσουν κι άλλο κοντά του και να του κάνουν παρέα, όμως δεν άντεχαν την κλεισούρα του σπιτιού, και πριν από το ξημέρωμα έφυγαν και τον άφησαν μόνο μαζί της, να την προσέχει και να την περιποιείται.


22/5/10

Ελουρέντ και Ελάννα: Μια απρόσμενη συνάντηση (α' μέρος)


Γύρισε πάλι κοντά τους, τα χρόνια όμως είχαν περάσει, αν και η παρουσία του στη περιοχή δεν είχε ξεχαστεί από τους Αρχέγονους ανθρώπους. Έτσι εμφανίστηκε μπροστά τους μια φωτεινή νύχτα, και οι Γιάουρ που δεν τον είχαν αντιληφθεί να έρχεται, σκόρπισαν αλαλάζοντας προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά εκείνος έμεινε στη θέση του ακίνητος και λαμπερός, πανύψηλος ανάμεσα στους μικροκαμωμένους Ντρούενταϊν του Άντραστ, που είχαν να τον δουν και να τον ακούσουν για πάρα πολλά χρόνια. Και γέλασε με το σάστισμα τους κι εκείνοι τον πλησίασαν και τον άγγιξαν για να βεβαιωθούν ότι ήταν αυτός, το χρυσοκάστανο Ξωτικό των μύθων τους ολοζώντανο, και γέλασαν μαζί του, και το δάσος αντιλάλησε από τα γέλια τους.
Μα οι καιροί είχαν αλλάξει και συχνά οι Μπάλκχοθ έφταναν ως τις παρυφές του Δάσους με ξαφνικές επιθέσεις και υποχωρούσαν ξανά στα μέρη τους. Και οι ελάχιστοι Νουμενόριαν -με καταγωγή απευθείας από τους Χάλαντιν και τους Μπέορ- που είχαν απομείνει στη Νέα Ντίμροστ, είχαν αναλάβει από μόνοι τους ν’ αποκρούσουν αυτές τις επιθέσεις. Οι Ξωτικοί του Μίθλοντ, δεν κατέβαιναν συχνά τόσο νότια, ώστε να λάβουν μέρος στις αψιμαχίες, εξάλλου είχαν άλλες έγνοιες πια και απλώς περιέπλεαν τις ακτές ή σπανιότερα τις περιπολούσαν, και οι Άνθρωποι είχαν βρει τον τρόπο να αντεπεξέρχονται μόνοι τους στις δυσκολίες. Και συχνά, κατά τη διάρκεια της νύχτας, με γρήγορα άλογα και όμορφα δόρατα ή κυρτά σπαθιά, κατεδίωκαν τους εισβολείς που λεηλατούσαν τις ανεξάρτητες ιδιοκτησίες γύρω από το δάσος και κατάσφαζαν τους ιδιοκτήτες για εκφοβισμό.
Ο Ελουρέντ, παρατηρούσε από μακριά τις επιδρομές και τις αντεπιθέσεις χωρίς να λαμβάνει μέρος. Και για τα έξι χρόνια, από τότε που είχε γυρίσει, απλώς παρακολουθούσε τις προσπάθειες που γίνονταν σε άτακτα διαστήματα, και οι νεαροί άνδρες που λάβαιναν μέρος στα αποσπάσματα, ήταν δυνατοί και γρήγοροι, και είχαν τα σκούρα καστανά και μαύρα μαλλιά τους δεμένα στον αυχένα, και οι μακριές αλογοουρές τους ανέμιζαν καθώς κάλπαζαν. Είχαν αλλάξει πολλές συνήθειες από την Πρώτη Εποχή που τους παρατηρούσε συστηματικά, τότε δε χρησιμοποιούσαν άλογα αλλά προτιμούσαν να κυκλοφορούν πεζοί και κρυμμένοι ανάμεσα στα δέντρα, ενώ τώρα, τσεκούρια χειρίζονταν κυρίως οι εχθροί τους. Όμως τα νότια δάση των πεδινών σφενδαμιών στο Άντραστ, εγκαταλείφθηκαν, και όλος ο πληθυσμός συγκεντρώθηκε στην πόλη.
Αλλά μια νύχτα που οι καβαλάρηδες επέστρεφαν με την ίδια ταχύτητα που είχαν περάσει νωρίτερα, ένας τους, που είχε για κάποιο λόγο αργοπορήσει, σταμάτησε, σα ν’ άκουγε κάτι αδιευκρίνιστο. Ο Ελουρέντ για πρώτη φορά ένοιωσε ανήσυχος για το νεαρό πολεμιστή, γιατί πραγματικά, τρεις από τους επιδρομείς είχαν μείνει πίσω ψάχνοντας να βρουν τρόπο να ξεφύγουν έχοντας χάσει τα δικά τους ζώα κατά τη μάχη, αλλά είχαν διαφύγει από την προσοχή των διωκτών τους, λόγω του μεγάλου αριθμού τους. Τον είδε που έκανε ένα μικρό γύρο με τ’ άλογο, αλλά μόλις που γύρισε στο ίδιο σημείο απ’ όπου είχε ξεκινήσει, δέχτηκε την επίθεση από τους Ανατολίτες, που βγήκαν με τσεκούρια μεσ’ από τις σκιές και έκλεισαν το δρόμο στο άλογο, και προσπαθούσαν να τον ρίξουν από το ζώο και να το πάρουν. Το μεγαλόσωμο ζώο σηκώθηκε στα πίσω πόδια του αφηνιασμένο και τους χτύπησε, όμως κι εκείνοι το χτύπησαν στο στήθος, και πέφτοντας, παρέσυρε μαζί του τον νεαρό καβαλάρη και τον παγίδευσε κάτω από το βάρος του…
Οι εισβολείς στράφηκαν αμέσως εναντίον του, όμως το αγόρι κρατούσε ακόμα το δόρυ του στο δεξί του χέρι και αν και στο έδαφος, σκότωσε τον πρώτο που ερχόταν καταπάνω του και μόλις που γλίτωσε το τσεκούρι του δεύτερου, τραβώντας πίσω το σώμα του, αλλά την ίδια στιγμή που είχε μισοσηκωθεί για να τραβήξει το κοντάρι του από το σώμα του νεκρού και ν’ αμυνθεί, ο ίδιος εισβολέας, τον κλώτσησε στο κεφάλι και ο νεαρός πολεμιστής έπεσε αναίσθητος δίπλα στο νεκρό άλογό του και παγιδευμένος απ’ αυτό. Οι Μπάλκχοθ σήκωσαν τα τσεκούρια τους για να τον αποτελειώσουν, αλλά ο Ελουρέντ τόξευσε από την κρυψώνα του τον έναν, και ο άλλος, βλέποντας το σύντροφό του να πέφτει, γύρισε να φύγει έντρομος, όμως ένα ακόμα βέλος, ριγμένο από τα σκοτάδια, τον έριξε με το πρόσωπο στο χώμα, νεκρό.
Ο Ελουρέντ, βγήκε από τα δέντρα και κατευθύνθηκε προς το νεαρό, και οι Γιάουρ, με τις κόρες των ματιών τους κόκκινες από θυμό, ήρθαν κι εκείνοι να τον βοηθήσουν. Τον τράβηξαν από το πεσμένο ζώο με προσοχή, και τον ακούμπησαν σ’ ένα πρόχειρο φορείο που έφτιαξαν με κλαδιά, για να τον μεταφέρουν. 
Ήταν λεπτοκαμωμένος και ελαφρύς, σχεδόν παιδί ακόμα, και τα μακριά μαλλιά του ήταν σκούρα καστανά και πιασμένα σε αλογοουρά, όμως το κράνος του ήταν βουλιαγμένο από το χτύπημα και στο πρόσωπό του είχε αίματα. Θα τον πήγαιναν στο πέτρινο κτίσμα στην άκρη του δάσους, που σπάνια, το χρησιμοποιούσε και ο ίδιος (αν και προτιμούσε να μένει κοντά στο χωριό των Ντρούενταϊν), επειδή χρειαζόταν φροντίδα άμεσα, χωρίς να μετακινηθεί πολύ μακριά. Είχαν ήδη απομακρυνθεί προχωρώντας αργά μέσα στο δάσος από τα σφεντάμια, όταν άκουσαν τα άλογα να επιστρέφουν και τις φωνές των ανδρών που έψαχναν το σύντροφό τους.

17/5/10

Το Lothlorien


Τυχαία εντελώς βρήκα το λήμμα- βάση του ονόματος, του δάσους του Λοθ-Λόριεν...Κανονικά πρέπει να σημαίνει "Χρυσό λουλούδι"  από τα χρυσοκίτρινα λουλούδια των δέντρων μάλλορν, που αποτελούν τον πυρήνα του...Είναι μια πολύ όμορφη και ρομαντική ιστορία, η εφεύρεση από τον Τόλκιν των πανύψηλων αυτών δέντρων, που η ονομασία τους παραλλάσσεται ανάλογα με τη χρήση των διαφορετικών γλωσσών των Ξωτικών...
Στην Σκωτία, ο ευρύτερη περιοχή του Εδιμβούργου, ονομάζεται Λόθιαν...Η ίδια η πρωτεύουσα της Σκωτίας, πρωτο-κατοικήθηκε από βρετονικες φυλές...Η ίδια η ετυμολογία του Λόθιαν, προέρχεται από την Βρετονική διάλεκτο που έχει γλωσσικό υπόβαθρο παρόμοιο με την Ουαλλική...Πιθανότατα να πρόκειται για την ίδια ρίζα η οποία έδωσε τον μύθο του Αρθούρου και των ιπποτών του, μιας και θεωρείται βέβαιο πως το όνομα του βασιλιά Λοτ, ή Λοθ, πατέρα του ιππότη Γκαουέιν προέρχεται από αυτήν...
Το λατινικό όνομα του Λόθιαν ήταν Leudonia, και τον βασιλιά Λοτ, τον ξαναβρίσκουμε σε άλλους μύθους να ταυτίζεται με τον βασιλιά Lleu και να είναι επίσης μυθικός βασιλιάς των νησιών Όρκνυ, καθώς και με έναν  Βρετανικό θεό, που σε έναν μεσσαιωνικό μύθο, μνημονεύεται ως Ουαλλός  Lludd Llaw Eraint. Επίσης υπάρχουν αναφορές και σε Νορβηγικές σάγες που ήταν γνωστές στα νησιά Orkney ως Hlot (δηλαδή με την Ουαλλική επακριβή προφορά του ονόματος Λοτ) ή Ljot Thorfinnsson,  και τον μονόλιθο που ονομάζεται Stone Lud και βρίσκεται στην περιοχή Caithness, στην Σκωτία...
Ο Λοθ, ως πατέρας του ιππότη Gawain, είναι επίσης πατέρας άλλων 4 αγοριών, ο μύθος του όμως είναι λίγο πολύ γνωστός, όπως και ο ρόλος του πιο επώνυμου από τα παιδιά του... Το όνομα Gawain, σημαίνει "αυτός με τα λαμπερά μαλλιά", ενώ η απευθείας μετάφραση του πλήρους Ουαλλικού ονόματός του "Gwalchmei ap Gwyar" διχάζει τους μελετητές : κατά άλλους σημαίνει "Λέοντας των ανοιχτών εκτάσεων" και κατά άλλους "Γεράκι του Μαΐου"

(ΟΙ φωτογραφίες είναι από το κάστρο Innerwick και τα δάση του Ανατολικού Λόθιαν)

13/5/10

Ο αποχαιρετισμός (β' μέρος)

Οι ξωτικόφιλοι (Ελέντιλι) είχαν υποστεί μεγάλες διώξεις, για όσο καιρό κράτησε η κυριαρχία του Σάουρον και η βεβήλωση των ιερών νόμων, αλλά χάρη στην πρόβλεψη του σοφού Άμαντιλ, του άρχοντα του Αντούνιε και παππού των Αρχόντων τους, που θέλησε ο ίδιος να φτάσει ως πρεσβευτής στο Άμαν και να ζητήσει συγχώρεση εκ μέρους όλων (αλλά δεν γύρισε ποτέ), είχαν γίνει οι κατάλληλες προετοιμασίες και μόνο αυτοί και ακόμα τέσσερα καράβια γεμάτα με κόσμο και τον πατέρα τους τον Έλεντιλ, που είχαν ξεβραστεί -ατόφια σχεδόν- στο Λίντον, είχαν σωθεί. Σε πείσμα όμως της αδηφάγου κακίας του Άρχοντα της Μόρντορ, ο Ισίλντουρ μεταμφιεσμένος σε φρουρό, είχε προλάβει να διασώσει έναν ασημένιο καρπό από το Νίμλοθ, το ιερό λευκό δέντρο του Νούμενορ, φυτεμένο στους βασιλικούς κήπους, που γρήγορα φύτρωσε και έδωσε το πρώτο του βλαστάρι.
Ήταν ένα από τα κυριότερα δώρα των Τελέρι του Τολ Ερεσσέα, και είχε ονομαστεί έτσι λόγω του αντιστοίχου του, του Κέλεμπορν, που φύτρωνε εκεί, του Ασημένιου Δέντρου των Έλνταρ, το ομοίωμα του Τελπέριον του Εζελλόχαρ (ο πράσινος λόφος των Δέντρων στο Βάλινορ). Το φροντίζανε με μεγάλη προσοχή και σκοπεύανε να το μεταφυτεύσουν στους κήπους του παλατιού του Ισίλντουρ, μόλις αυτό χτιζόταν, και συγκινήθηκε καθώς άκουσε το όνομα αυτό, επειδή ήταν επίσης το όνομα της μητέρας του. Θα ιδρύανε νέα Βασίλεια σε Βορρά και Νότο, και θα προσπαθούσαν να ξαναδημιουργήσουν τα θαύματα που είχαν καταστραφεί από την υστεροβουλία του Σάουρον, που ελπίζανε να έχει καταποντιστεί και χαθεί μαζί με τον μαύρο θρόνο του.
Όμως, παρά τις ελπίδες τους, εκείνος κατάλαβε ότι ένας νέος κύκλος αίματος θα άνοιγε, επειδή ο Σάουρον ήταν στη πραγματικότητα ένα θεϊκό πνεύμα ενδεδυμένο με την ανθρώπινη ή την ξωτική πανέμορφη θωριά, που δεν θα χανόταν τόσο εύκολα από το πρόσωπο της Γης, αλλά σύντομα θα ανένηπτε και θα συνέχιζε να αναζητά τρόπο να μολύνει και να διαστρεβλώσει ό,τι καλό και όμορφο υπήρχε, λεηλατώντας και συντρίβοντας όποια πόλη, όποιο λαό και όποιο έθνος του αντιστεκόταν, των Ξωτικών, των Νάνων, ή των Ανθρώπων, και κανείς δεν θα ήταν ασφαλής ξανά, αφότου το Οροντρούϊν και ο Σκοτεινός Πύργος (Μπάραντ Ντουρ) που διακρίνονταν απειλητικά πίσω από τα βουνά της Μόρντορ, κάπνιζαν και πάλι, αποδεικνύοντας την ορθότητα των σκέψεών του.
Ο πόλεμος θα ξανάρχιζε σύντομα, αμέσως μόλις ο Γκορθάουρ θα είχε κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες, και ίσως αυτή τη φορά να τα κατάφερνε και να υπέτασσε το γένος των ευκολόπιστων και πιο αδύναμων στη θέληση, Ανθρώπων, που φαίνονταν πιο πρόθυμοι να τον υπακούσουν και να τον υπηρετήσουν.
Αλλά οι ξωτικόφιλοι Ντούνενταϊν, απευθείας απόγονοι των Ατανατάρι (Πατέρων του ανθρώπινου γένους) του Μπελέριαντ, εκτός από τις περιοχές της Δύσης και του Βορρά, ζούσαν πολύ κοντά στις περιοχές της κυριαρχίας του και αντιστέκονταν από αιώνες στην σκοτεινή του επιθυμία και τον άκρατο επεκτατισμό του που είχε στρέψει τους Χαράδριμ (Νότιους) και τους Μπάλκχοθ (Ανατολίτες, φυλή της φασαρίας) εναντίον τους. Κι ανάμεσα στους σημαντικότερους συμμάχους του, υπήρχαν Άρχοντες ανθρώπων και μεγάλοι πολεμιστές, από τον Νότο και την Ανατολή της Μόρντορ, και άλλοι με καταγωγή από το Νούμενορ, που τον λάτρευαν και δεν θα δίσταζαν να τον ακολουθήσουν οπουδήποτε και σε οτιδήποτε προκειμένου να αποχτήσουν εξουσία και να επιβληθούν, διεκδικώντας ακόμα την πολυπόθητη Αθανασία, που τους υποσχόταν ότι μπορούσε να τους παραχωρήσει ο ίδιος, την στιγμή που τους αποδείκνυε την βαθιά και απόλυτα αναληθή ευγνωμοσύνη του, διανέμοντας τους τα Εννέα δαχτυλίδια της δύναμης.
Και αργότερα, απόχτησαν όλα αυτά που επιθυμούσαν, όπως και πολλά ονόματα που περιέγραφαν τον απόλυτο τρόμο που ζούσαν οι ίδιοι και που σκορπούσαν στο πέρασμά τους, δοσμένα από τους ανθρώπους και τα ξωτικά: Οι Ουλάϊρι, τα Δαχτυλιδοφαντάσματα, οι Νάζγκουλ…, οι Εννιά Καταστροφείς, οι Σπορείς του φόβου και του θανάτου, οι Παγιδευμένοι, οι Εννιά Χαμένες Ψυχές…
Συλλογισμένος και διχασμένος μπροστά στις αποκαλύψεις αυτές, πήρε το δρόμο του γυρισμού στο Ψιθυριστό Δάσος, και οι Γιάουρ τον άκουσαν με προσοχή σε ότι τους είπε και αποδέχτηκαν τα επιχειρήματα του για το χρέος απέναντι στη φυλή του και τους Ντρούγκου του Άντραστ, που τους είχε εγκαταλείψει χωρίς να έχουν νέα για την τύχη του.
Δεν θα έφευγε πριν τους μάθει να αμύνονται, έλπιζε βέβαια να μην χρειαστεί να το κάνουν ποτέ, αφού μέχρι τώρα ο Σάουρον ενδιαφερόταν μόνο για τα ανώτερα πλάσματα της Έα, αλλά επειδή τίποτα δεν αποκλειόταν, και ίσως προσπαθούσε αυτή τη φορά να τους καταστρέψει, ήταν υποχρεωμένος, παρόλο που δεν το ήθελε, να τους διδάξει τον πόλεμο. Οι αιχμές των βελών τους βουτήχτηκαν σε ισχυρά φυτικά δηλητήρια, παρόμοια με εκείνα των ομοφύλων τους, αν και οι νόμοι τους, τους απαγόρευαν να προξενήσουν κακό -με σκοπό το θάνατο- στον οποιοδήποτε…Βέβαια, δέχτηκαν να κάνουν μια μικρή εξαίρεση στον κανόνα…Οι Ορκ που θα ξέπεφταν στα μέρη τους, ήταν καταδικασμένοι…

Άφησε τους Rogin δίνοντάς τους την υπόσχεσή του να επιστρέψει, κι εκείνοι τον αποχαιρέτησαν περίλυποι, όμως πριν φύγει, του ζήτησαν ν’ αγγίξουν τα μαλλιά του που τα εκτιμούσαν πολύ (όπως και τα μάτια του), επειδή όπως έλεγαν είχαν αιχμαλωτίσει το χρυσό φως του Φθινοπωρινού ήλιου. Τον ακολούθησαν σε μικρή απόσταση από το χωριό τους και εκεί χώρισαν. Κατευθύνθηκε δυτικά και μετά από ταξίδι αρκετών ημερών, βρέθηκε κάτω από το χιονισμένο Θρίχαϊρν και βρήκε το πέρασμα προς τον Νότο. Επειδή όμως ήθελε να κάνει μόνος του τις εκτιμήσεις του, λοξοδρόμησε, και όταν έφτασε στο Νότιο άκρο του κύριου όγκου των Βουνών, στο άνοιγμα της Νότιας οροσειράς, δεν πέρασε απέναντι διασχίζοντας τον ανοιχτό χώρο με τις διάσπαρτες συστάδες με λεύκες, αλλά στράφηκε βόρεια και περιπλανήθηκε για πολύ καιρό στο αγνώριστο Ερίαντορ, πριν επιστρέψει τελικά στο Άντραστ και τους παλιούς του γνώριμους, τους Ντρούγκου.

8/5/10

Ο ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ (α' μέρος)

Όταν τρομεροί σεισμοί συντάραξαν συθέμελα τον πέτρινο όγκο των βουνών και η θάλασσα στον μακρινό ορίζοντα του Μπελ Φάλας βόγκηξε σκοτεινή και ανταριασμένη για πολλές συνεχόμενες ημέρες, κατάλαβε πως κάτι τρομερό και απίστευτο είχε συμβεί, κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να ελέγξει. 
Ακολούθησε το μικρό ορμητικό ρεύμα που πήγαζε από την κρυστάλλινη βουνίσια λίμνη μέχρι που αυτό ενώθηκε με έναν μεγαλύτερο ποταμό σκοτεινό και αρκετά πλατύ, τον Μόρθοντ, που διέσχιζε το Λέμπεννιν και οι βαθιές κοιλάδες του (πάνω από το Έρεχ, έλη) κατοικούνταν από έναν σκυθρωπό λαό, τους Ντάνλεντινγκς και που οι Ντρούγκου -που τους απέφευγαν συστηματικά-, έλεγαν πως δεν ήξεραν να γελούν, και κατά τη γνώμη τους όσοι δεν γελούν είναι ανάξιοι εμπιστοσύνης και κακόψυχοι. Και ίσως δεν είχαν άδικο στην εκτίμησή τους, όπως φάνηκε άλλωστε σε κατοπινές εποχές. Προσπέρασε τα βαλτοτόπια που εκτείνονταν σε μεγάλη έκταση προς τα δυτικά στο Αν Φάλας και γύρισε προς τα ανατολικά επειδή το έδαφος ήταν πιο σταθερό και δεν τον ανάγκαζε να πηδά από την μία τούφα σφάγνων στην άλλη, με κίνδυνο να βυθιστεί μέσα στους υγρούς τυρφώνες. Είχε μπει μέσα στην περιοχή του Μπελ Φάλας κατηφορίζοντας νοτιοδυτικά προς τις πετρώδεις ακτές του, περνώντας μέσα από μεγάλες καταπράσινες εκτάσεις γεμάτες με λουλούδια, αλλά σύντομα αναγκάστηκε και πάλι ν’ αλλάξει κατεύθυνση επειδή αντιλήφθηκε ότι είχε πλησιάσει επικίνδυνα προς ένα μικρό ξωτικολιμάνι (Εδελλοντ) που διατηρούσε κάποια μικρή δύναμη ναυτικών με λιγοστά καράβια. Απέκλεισε το ενδεχόμενο να τον αναζητούν και απομακρύνθηκε από την περιοχή τους, όπως και από τις οχυρωμένες από τους ανθρώπους πολιτείες, στις εκβολές του Έθιρ Άντουιν, στο δέλτα του μεγάλου ποταμού που είχε δει από τα Χιθαέγκλιρ. Ήταν πολύ πλατύς αλλά όχι επικίνδυνα ορμητικός και σίγουρα θα μπορούσε να είναι πλωτός, καθώς οδηγούσε στη εύφορη ενδοχώρα με τα ολάνθιστα αγροτόπια.
Κι άλλοι όμως είχαν κάνει την ίδια σκέψη μ’ εκείνον, και σύντομα έφτασε στον καταυλισμό που είχαν στήσει οι ντόπιοι κάτοικοι του ψαροχωριού του Πελάργκιρ, για τους επιβάτες πέντε μεγάλων πλοίων που ήταν αγκυροβολημένα μέσα στο ποτάμι και θρηνούσαν γύρω από μεγάλες φωτιές που είχαν ανάψει στην όχθη. Τους παραφύλαξε αθέατος και έμαθε την αιτία του κακού: Οι σεισμοί ήταν αποτέλεσμα μιας μεγάλης καταστροφής που χτύπησε το Νούμενορ και το καταβύθισε στην θάλασσα, συμπαρασύροντας στην άβυσσο και μεγάλες εκτάσεις της Μέσης Γης, το κατακερματισμένο και εγκαταλειμμένο Μπελέριαντ, αφήνοντας μόνο το Λίντον ανέπαφο καθώς και ολόκληρο το Ερίαντορ.
Ο Γκορθάουρ (Απεχθής) ήταν υπεύθυνος για αυτήν την κατάληξη, αφού ο στόλος που είχε καταπλεύσει στο Χάραντ, τον είχε πάρει ως αιχμάλωτο και υποτελή του ηγεμόνα του μεγάλου δυτικού νησιού, αλλά εκεί, ο αδίστακτος Σάουρον που είχε παραδοθεί από μόνος του στον ανυποψίαστο και αλαζόνα βασιλιά Αρ-Φαραζόν, με μελιστάλαχτες υποσχέσεις και ψέματα, παγίδευσε τους υπερήφανους και πλεονέκτες άρχοντες και τους έπεισε να εκστρατεύσουν στην Γη των Βάλαρ, προκειμένου να κατακτήσουν την απαγορευμένη ευδαιμονία και την Αθανασία του Βάλινορ για λογαριασμό τους. 
Άλλαξε τους νόμους του κράτους και απαγόρευσε τις ξωτικογλώσσες με διωγμό όλων όσων τις μιλούσαν, φανερά ή κρυφά, ενώ ξύλευσε και έκαψε το Λευκό δέντρο του Αρμένελος (Ευγενική πόλη του Ουρανού). Στη θέση του έχτισε έναν μεγάλο θόλο που έβλεπε στον ουρανό και στο κέντρο του έστησε βωμό, όπου έκανε ανθρωποθυσίες στο όνομα του Μέλκορ, του παλιού του Αφέντη. Τα θύματά του ήταν συνήθως ξωτικόφιλοι, και παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα από τον μαύρο του θρόνο, θέλοντας να ξεριζώσει οτιδήποτε είχε σχέση με την παλιά λατρεία των Βάλαρ, για εκδίκηση στην ευημερία που τους είχαν χαρίσει οι Άρχοντες της Δύσης. Αυτοί όμως οι Ντούνενταϊν που τώρα αποκαλούσαν την νήσο Άντορ (Γη-Δώρο των Βάλαρ) του Έλρος, «Ακαλλαμπέθ» (η-χώρα-που-έπεσε, στην Αντουναϊκή διάλεκτο), και «Αταλάντη» (Ατλαντίδα, στη σινταρίν), είχαν δύο αρχηγούς, τον Ισίλντουρ και τον αδελφό του τον Ανάριον, που ανήκανε στις τάξεις των Πιστών στους θεσμούς των Μεγάλων Αρχόντων της Δύσης.

3/5/10

Ατλαντίδα (Β' μέρος)

Η Ατλαντίδα (Αρχ.Ελλ: Ἀτλαντὶς νῆσος) είναι ένα μυθικό νησί που πρωτοαναφέρθηκε στους διαλόγους του Πλάτωνα «Τιμαίος» και «Κριτίας».

Στην περιγραφή του Πλάτωνα, η Ατλαντίδα, που βρίσκεται «πέρα από τις Ηράκλειες στήλες», ήταν μια ναυτική δύναμη που είχε κατακτήσει πολλά μέρη της δυτικής Ευρώπης και της Λυβικής, περίπου 9.000 χρόνια πριν τον Σόλωνα (δηλαδή κατά το 9.560 π.Χ.). Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να εισβάλει στην Αθήνα, η Ατλαντίδα βυθίστηκε μυστηριωδώς στο πέλαγος «σε μια μόνο ημέρα και νύχτα ατυχίας».

Επειδή είναι μια ιστορία που ενσωματώνεται στους διαλόγους του Πλάτωνα, η Ατλαντίδα θεωρείται γενικά ως παραβολή που κατασκευάστηκε από τον Πλάτωνα για να εξηγήσει τις πολιτικές του θεωρίες. Αν και η ιστορία του Πλάτωνα φαίνεται σαφής στους περισσότερους μελετητές, μερικοί προτείνουν ότι η περιγραφή του είναι εμπνευσμένη από παλαιότερες παραδόσεις. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο Πλάτωνας βασίστηκε σε προηγούμενα γεγονότα, όπως την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης ή τον Τρωικό πόλεμο, ενώ άλλοι επιμένουν ότι έλαβε έμπνευση από πιο σύγχρονά γεγονότα όπως την καταστροφή της Ελίκης το 373 π.Χ. και την αποτυχημένη εισβολή της Σικελίας το 415-413 π.Χ.
Η πιθανή ύπαρξη μιας αληθινής Ατλαντίδας ήταν θέμα που συζητήθηκε ενεργά κατά την κλασσική αρχαιότητα, αλλά συνήθως το απέρριπταν και το διακωμωδούσαν. Η ιστορία έμεινε βασικά άγνωστη κατά τον Μεσαίωνα και ξανά ανακαλύφτηκε στις αρχές των σύγχρονων χρόνων. Η περιγραφή του Πλάτωνα ενέπνευσε τις ουτοπιστικές δουλειές πολλών Αναγεννησιακών συγγραφέων, όπως τη «Νέα Ατλαντίδα» του Φράνσις Μπέικον. Ακόμα και σήμερα, η Ατλαντίδα εμπνέει τη μοντέρνα λογοτεχνία, από επιστημονική φαντασία ως κωμικά βιβλία ως και ταινίες.Το όνομά της είναι τώρα συνώνυμο με όλους τους αρχαίους αλλά εξελιγμένους (και χαμένους)πολιτισμούς.
Οι διάλογοι "Τίμαιος" και "Κριτίας", που γράφτηκαν το 360 π.Χ. είναι οι πρώτες γνωστές αναφορές στην Ατλαντίδα. Για άγνωστους λόγους ο Πλάτωνας ποτέ δεν ολοκλήρωσε τον Κριτία, εντούτοις ο μελετητής Benjamin Jowett, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι ο Πλάτωνας αρχικά σκόπευε να γράψει και ένα τρίτο διάλογο με τον τίτλο «Ερμοκράτης». Ο John V. Luce υποθέτει ότι ο Πλάτωνας – αφού περιέγραψε την αρχή του κόσμου και της ανθρωπότητας στον Τίμαιο, καθώς επίσης και την αλληγορική τέλεια κοινωνία της αρχαίας Αθήνας και της επιτυχούς υπεράσπισης της ενάντια της εχθρικής Ατλαντίδας στον Κριτία - θα έκανε κύριο θέμα του Ερμοκράτη τη στρατηγική του Ελληνιστικού πολιτισμού κατά τη σύγκρουσή του με του βάρβαρους. Ο Πλάτωνας έγραψε για την Ατλαντίδα στον Τίμαιο:
"Οι ιστορίες μιλούν για μια τρανή δύναμη που απρόκλητη εκστράτευε έναντι Ευρώπης και Ασίας, και στην οποία η πόλη σας κατάφερε να θέσει τέλος. Αυτή η δύναμη ξεπρόβαλε από τον «Πέλαγος του Άτλαντα» («Ατλαντικό»), και τότε ο πέλαγος αυτός ήταν πλεύσιμος, και είχε ένα νησί που βρισκόταν μπροστά από τα στενά που εσείς αποκαλείτε Ηράκλειες Στήλες. Το νησί ταυτόχρονα ήταν από Λιβύη και μεγαλύτερο από την Ασία, και ήταν ο δρόμος προς άλλα νησιά, που αν από αυτά περνούσες μπορούσες να φτάσεις στην απέναντι ήπειρο που περιέβαλε τον αληθινό ωκεανό – γιατί η θάλασσα εντός των Ηράκλειων Στηλών είναι μόνο ένα λιμάνι με στενό λαιμό και η άλλη είναι αληθινή θάλασσα της οποίας η περιβάλλουσα γη μπορεί όντως να αποκαλεστεί άπειρη. Τώρα, σε αυτή τη νήσο της Ατλαντίδας ήταν μια μεγάλη και απίστευτη αυτοκρατορία"..
Τα τέσσερα πρόσωπα που λαμβάνουν μέρος στους δυο αυτούς διαλόγους είναι οι πολιτικοί Κριτίας και Ερμοκράτης και οι φιλόσοφοι Σωκράτης και Τίμαιος, όμως ο μόνος που αναφέρει την Ατλαντίδα είναι ο Κριτίας. Ενώ πιθανότατα όλοι αυτοί οι άνθρωποι έζησαν πραγματικά, οι διάλογοι όπως καταγράφηκαν μπορεί να ήταν εφεύρεση του Πλάτωνα. Στις γραπτές του δουλειές, ο Πλάτωνας κάνει εκτενή χρήση των Σωκρατικών διαλόγων προκειμένου να συζητηθούν οι αντίθετες θέσεις μέσα στα πλαίσια μιας υπόθεσης.

Ο Τιμαίος αρχίζει με μια εισαγωγή, που ακολουθείται από μια περιγραφή της δημιουργίας και της δομής του σύμπαντος και των αρχαίων πολιτισμών. Στην εισαγωγή, ο Σωκράτης διαλογίζεται πάνω στη τέλεια κοινωνία, όπως περιγράφεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα, και διερωτάται αν αυτός και οι φιλοξενούμενοί του μπορούν να θυμηθούν μια ιστορία που μιλά για μια τέτοια ακριβώς κοινωνία. Ο Κριτίας αναφέρει μια πραγματική, όπως ισχυρίζεται, τέτοια ιστορία και συνεχίζει να την αφηγηθεί όπως καταγράφηκε στον διάλογο Κριτίας. Στη ιστορία του, η Αθήνα φαίνεται να συμβολίζει την «τέλεια κοινωνία» και η Ατλαντίδα τον αντίπαλό της, που αντιπροσωπεύει την ίδια την αντίθεση των «τέλειων» γνωρισμάτων που περιγράφονται στην Πολιτεία. Ο Κριτίας υποστηρίζει ότι η ιστορία του προέρχεται από μια επίσκεψη του Αθηναίου νομοθέτη Σόλωνα στη Σαϊδα της Αιγύπτου, όπου γνώρισε ένα ιερέα που του μετάφρασε την ιστορία στα Ελληνικά από Αιγυπτιακά ιερογλυφικά γραμμένα πάνω σε παπύρους. Κατά τον Πλούταρχο, ο ιερέας ονομαζόταν Σόνχις, αλλά λόγω της μεγάλης χρονικής περιόδου μεταξύ Πλούταρχου και του υποτιθέμενου γεγονότος, αυτός ο προσδιορισμός είναι ανεπιβεβαίωτος.
Σύμφωνα με τον Κριτία, οι παλιοί Ελληνικοί θεοί διαίρεσαν τη Γη ώστε ο καθένας να έχει το μέρισμα του. Ο Ποσειδώνας πήρε το νησί της Ατλαντίδας. Το νησί ήταν μεγαλύτερο από τη Λιβύη και τη Μικρά Ασία μαζί, αλλά κατόπιν βυθίστηκε από ένα σεισμό και δεν έμεινε τίποτε άλλο παρά αδιάβατο λασπόνερο, που εμπόδιζε το ταξίδι σε οποιοδήποτε μέρος του ωκεανού. Οι Αιγύπτιοι "περιέγραψαν " την Ατλαντίδα ως ένα νησί περίπου 700 χλμ. σε πλάτος, αποτελούμενο κυρίως από βουνά στο βόρειο μέρος και κατά μήκος της ακτής, και με μια μεγάλη στενόμακρη πεδιάδα στα νότια που «εκτείνεται σε μια κατεύθυνση 3,000 στάδια (600 χλμ.) και 2,000 στάδια (400 χλμ.) στην άλλη»

Πενήντα στάδια μέσα από την ακτή ήταν ένα «βουνό όχι πολύ υψηλό σε οποιαδήποτε πλευρά». Εδώ ζούσε μια ιθαγενής γυναίκα την οποία ερωτεύτηκε ο Ποσειδώνας και της έκανε πέντε ζευγάρια αρσενικών διδύμων. Ο Άτλαντας, που ήταν ο μεγαλύτερος τους, έγινε βασιλιάς ολόκληρου του νησιού και του ωκεανού (που ονομάστηκε Ατλαντικός σε τιμή του), και του δόθηκε το βουνό της γέννησής του και η περιβάλλουσα περιοχή. Επίσης μυθικός βασιλιάς της Ατλαντίδας αδελφός του Άτλαντα φέρεται ο Αζάης.
Ο Ποσειδώνας χάραξε το βουνό της αγαπημένης του σε παλάτι, και το εσώκλεισε με τρεις κυκλικές τάφρους αυξανόμενου πλάτους (1-3 στάδια) που είχαν δακτυλίους γης ανάλογους σε μέγεθος. Οι κάτοικοι του νησιού τότε έκτισαν γέφυρες προς τα βόρεια του βουνού για να το ενώσουν με το υπόλοιπο νησί. Τότε άνοιξαν ένα μεγάλο κανάλι προς τη θάλασσα, έσκαψαν τούνελ παράλληλα με τις γέφυρες για να περνούν τα πλοία και χάραξαν αποβάθρες πάνω στους πέτρινους τοίχους των τάφρων. Κάθε πέρασμα προς την πόλη φρουρούνταν με πύλες και πύργους, και τείχη περιτριγύριζαν κάθε δακτύλιο γης. Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα από κόκκινη, λευκή και μαύρη πέτρα που έβγαλαν από τις τάφρους, και ήταν επικαλυμμένα με μπρούντζο, κασσίτερο και ορείχαλκο αντίστοιχα.

Κατά τον Κριτία, 9.000 χρόνια πριν τον Πλάτωνα, ένας πόλεμος ξέσπασε μεταξύ αυτών εντός και εκτός των Ηράκλειων Στηλών (πιθανότατα τα στενά του Γιβραλτάρ). Η Ατλαντίδα είχε κατακτήσει μέρη της Λιβύης μέχρι και την Αίγυπτο και της Ευρώπης μέχρι τη Τυρρηνία, και υπέβαλε τους ανθρώπους τους στη δουλεία. Οι Αθηναίοι οδήγησαν μια συμμαχία ενάντια στην αυτοκρατορία της Ατλαντίδας, και καθώς η συμμαχία αδυνατούσε, οι Αθηναίοι επικράτησαν μόνοι και ελευθέρωναν κατακτημένες περιοχές. «Όμως αργότερα έγιναν δυνατοί σεισμοί και πλημμύρες, και σε μια μόνο δεινή ημέρα και νύχτα όλοι οι πολεμιστές βυθίστηκαν μέσα στη γη, και ομοίως η νήσος της Ατλαντίδας χάθηκε στα βάθη της θάλασσας».

ΟΙ πληροφορίες για το Νούμενορ, προέρχονται από εδώ
Οι πληροφορίες για την Ατλαντίδα, προέρχονται από τη Wiki.