Με το πρώτο φως της μέρας, οι πολεμιστές είχαν επιστρέψει. Μαζί τους είχε έρθει και μια γυναίκα με κάρο και σταμάτησαν όλοι μαζί στον χώρο της μάχης, που είχαν εντοπίσει από τη νύχτα ακόμα. Κοίταξαν τα πτώματα και τα ίχνη στο χώμα και μετά είδαν τα μακριά βέλη που ήταν ακόμα καρφωμένα πάνω στους δύο Ανατολίτες. Ο Ελουρέντ δεν είχε ενδιαφερθεί να τα περισυλλέξει. Η φροντίδα του κοριτσιού προείχε εκείνες τις πρώτες κρίσιμες στιγμές, και όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη σε κείνη.
«Τον ένα τον σκότωσε μόνη της», αποφάνθηκε ο ένας από τους πολεμιστές, «αλλά οι άλλοι δύο είναι χτυπημένοι από μεγάλο τόξο και δε μπορούν οι Γιάουρ να χειριστούν τέτοιο όπλο! Κάποιος είναι μαζί τους και πρέπει να είναι ψηλότερος και από μας, επειδή τα βέλη του είναι τρεις ολόκληρες ανθρώπινες παλάμες μεγαλύτερα από τα βέλη των ανθρώπων Drughu …» συμπλήρωσε με θαυμασμό.
«Ίσως είναι Έλνταρ», του απάντησε ένας άλλος, «πάντα διέτρεχαν αυτά τα δάση και είχαν καλές σχέσεις με τους Χάλαντιν…»
«Με τους Χάλαντιν, ναι», απάντησε η γυναίκα, «αλλά καμία ιστορία δε μιλάει για τους Άγριους Ανθρώπους και τους Ξωτικούς πολεμιστές μαζί…Κι αυτός, όποιος κι αν είναι, είναι πολεμιστής, κι ελπίζω να την πρόλαβε την Ελάννα, επειδή αυτά τα αίματα δίπλα στο άλογο δεν είναι καλό σημάδι για την αδελφή μου, Νέχαρ…», είπε στον καστανό άντρα που της είχε μιλήσει νωρίτερα.
Μπήκαν όλοι μαζί μέσα στο απέραντο δάσος χωρίς να ξέρουν προς τα πού να ψάξουν.
Ωστόσο ακολούθησαν όσα ίχνη μπόρεσαν να βρουν, επειδή η πρωινή υγρασία είχε βρέξει τα φύλλα των δέντρων που είχαν αρχίσει να πέφτουν μιας και έμπαινε το φθινόπωρο, και κατάλαβαν από τα σχετικά καθαρά χνάρια των Ντρούγκου, πως είχαν περπατήσει μεγάλη απόσταση, κουβαλώντας κάποιο βάρος. Όμως, ένας Γιάουρ εμφανίστηκε μπροστά τους και τους έκανε νόημα να σταματήσουν. Συστήθηκε ως Ρίροστοκ, και ζήτησε από τους άντρες να μη προχωρήσουν άλλο, αλλά να τον ακολουθήσει μόνη της η γυναίκα που ήταν μαζί τους.
«Θα πάω μαζί του όπως θέλει, όμως εσείς να μείνετε εδώ, κι εδώ θα έρθω να σας συναντήσω ξανά, και να σας πω τί έγινε…» είπε στους νεαρούς άντρες, κι ακολούθησε τον Πούκελ-μαν που την οδηγούσε ανάμεσα από τα δέντρα, προς το σπίτι.
Τον προσπέρασε όμως καθώς κατάλαβε που την οδηγούσε, και έτρεξε προς την κατεύθυνση εκείνη που βρισκόταν το σπίτι των γονιών της, και βλέποντας τον λεπτό καπνό που έβγαινε από την καμινάδα, πέρασε από το άνοιγμα του εξωτερικού φράχτη από βατομουριές (που κάποτε είχε και μια ψηλή ξύλινη πόρτα που ασφάλιζε), και έφτασε μέχρι το γκρίζο πέτρινο κτίσμα. Έσπρωξε τη πόρτα του σπιτιού και βρέθηκε μπροστά στην Ελάννα που ήταν ξαπλωμένη με τα ρούχα της, πάνω στο κρεβάτι. Το πρόσωπό της ήταν πρησμένο στη δεξιά πλευρά του αλλά οι πληγές της ήταν καθαρισμένες και επιδεμενες.
Το δωμάτιο μύριζε ελαφρά από τις φρεσκοκομμένες φτέρες που είχαν φτιάξει για στρώμα της, και που ήταν σκεπασμένες με δέρματα από αγρίμια, τοξεμένα από τους Γιάουρ. Στην άκρη της εστίας, ένα ψάρι μόλις βγαλμένο από τον Λέφνουι, σπαρταρούσε μέσα σε έναν ξύλινο κουβά, και στην φωτιά επάνω υπήρχε ένα πήλινο τσουκάλι που ζέσταινε νερό. Ήταν μόνη της μέσα στο σπίτι και κανείς Ντρουγκ δεν ήτανε μαζί της κι ας την είχανε φροντίσει, αλλά ήταν ακόμα αναίσθητη και φοβήθηκε να την μετακινήσει από εκεί. Βγήκε αμέσως έξω και βρήκε τον Ντρουγκ που την είχε συνοδέψει μέχρι εκεί και του ζήτησε να τρέξει προς τους άνδρες που την περίμεναν.
»Να τους πεις πως η Ελάννα ζει», του είπε, «αλλά δεν πρέπει να κουνηθεί καθόλου επειδή είναι σοβαρά, να πάνε στον άντρα μου και να του πουν ότι θα λείψω για μερικές μέρες, και να μου στείλει με τον Νέχαρ εφόδια και καθαρό ύφασμα και ρούχα, επειδή θα τα χρειαστώ…», και επέστρεψε στην αδελφή της.
1 σχόλια:
ΠΕΡΑΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΥΧΗΘΩ ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΧΑΜΟΓΕΛΑ.
ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΟΥ.
Δημοσίευση σχολίου