Ο Ελουρέντ όμως δεν ξαναεμφανίστηκε στην περιοχή, ούτε ο Χάλαντ ή κανείς άλλος από την πόλη, αν και συχνά ένιωθε ότι δεν ήταν μόνη της, όταν πήγαινε να μαζέψει ρίζες ή φρούτα ή ακόμα και όταν καμάκωνε ψάρια στο ποτάμι. Και όταν οι Γιάουρ γελούσαν, άκουγε από μακριά, ανάμεσα στα δικά τους γέλια και το γέλιο του Ξωτικού.
Είχε φέρει μαζί της κάμποση βρώμη και ελάχιστο σιτάρι, και με κόπο ίσιωσε το έδαφος γύρω από το σπίτι της και έσπειρε αραιά, ένα μικρό μέρος της αυλής της. Ο Χέγκαρ την προειδοποίησε ότι ήταν πολύ αργά για σπορά δημητριακών, ακόμα και τόσο νότια, αλλά εκείνη του είπε ότι δεν είχε άλλη λύση από το να το διακινδυνεύσει, και ας αποτύχαινε. Στο παράθυρό της μπροστά, έσπειρε μπιζέλια δύο ειδών, αλλά δεν είχε υπολογίσει καλά τις μέλισσες που έκαναν την επικονίαση, και βγήκε ένα ενδιάμεσο είδος σε πάρα πολύ μεγάλη ποσότητα, που η ίδια, ονόμασε “αρακομπίζελα”.
Καθάρισε τις βατομουριές και απελευθέρωσε τις φουντουκιές από τον αγκαθωτό κλοιό τους, τα νεαρά σφεντάμια όμως δεν τα πείραξε, αντίθετα, τα στήριξε καλύτερα, επειδή ορισμένοι από τους κορμούς τους ήταν ακόμα πολύ φρέσκοι και μαλακοί και φοβόταν μήπως με κάποιον δυνατό αέρα τσακίσουν, χωρίς υποστήριξη. Οι σπόροι των δημητριακών φύτρωσαν και τα φύλλα τους μάκρυναν, οι τούφες των καρπών τους βάρυναν, μέχρι να μπει για τα καλά το καλοκαίρι.
Ο Γκόν-γκιρι ερχόταν και της έκανε παρέα πολύ συχνά, στο φως της μέρας, αντίθετα από τις συνήθειες των Ντρούγκου, και μαζί, μαζεύανε αγριοφράουλες και βατόμουρα ή μήλα και άλλα φρούτα και καρπούς από τις κοντινές εγκαταλειμμένες ιδιοκτησίες, ή ανεβαίνανε στη στέγη τάχα για να καθαρίσουνε τα βρύα και κάθονταν εκεί ως το βράδυ. Τα ζεστά πρωινά του καλοκαιριού τσαλαβουτούσε στα νερά του κοντινού Λέφνουι, και μάζευε καβούρια στον ξύλινο κουβά που χρησιμοποιούσε, και άφηνε με τις ώρες το αγόρι να τα παρατηρεί και να τα πειράζει στη σκιά των δέντρων. Με τη βοήθεια εκείνου, έκανε την μικρή της πρώτη συγκομιδή στα τέλη του καλοκαιριού, και γέμισε το στρώμα της με ξανθά σανά, ενώ το κοσκίνισμα των σπόρων, έγινε εν μέσω τραγουδιστών επαίνων και γαργαριστών γέλιων μέχρι δακρύων από τους Ντρούγκου, που ήρθαν να παρακολουθήσουν τη διαδικασία του διαχωρισμού της ήρας από το σιτάρι και τη βρώμη.
«Νομίζαμε ότι θα έφτιαχνες βρωμο-σίταρα, όπως κατόρθωσες να κάνεις αρακομπίζελα!» γέλασε ο Λάσα, που ήταν ένας από τους γεροντότερους στη φυλή.
«Ή σιταροβρώμη!» διόρθωσε o Ούλουγκ-Ναγκ, και γέλασε κι εκείνος.
«Ήταν όμως νόστιμα…» προσπάθησε να την υπερασπιστεί ο Γκόν-Γκιρι.
«Ναι, όταν τελικά έβρασαν, μετά από ατελείωτες ώρες!» ξαναείπε ο Λάσα, και τα γέλια όλων ξέσπασαν με εκρηκτική δύναμη.
«Όμως κανείς σας δεν είπε να τα βάλει ξεχωριστά…, κι εμένα μου άρεσαν…» είπε ο Γκόν-Γκιρι πειραγμένος, παρόλο που παρασυρόταν από τα γέλια τους.
«Ξέρεις πόσο μακριά φτάνουν οι μέλισσες, Γκόν-Γκιρι! Θα τα έβρισκαν όπου κι αν τα έβαζα μέσα στην αυλή!» του είπε η Ελάννα και τον πήρε αγκαλιά. Γελούσε κι εκείνη μαζί τους, και μοιράστηκε σε δυο ίσες ποσότητες με τον Γκόν-Γκιρι, την φτωχική πρώτη παραγωγή των σπόρων των σιτηρών, ενώ του υποσχέθηκε ότι στον επόμενο θερισμό, θα τον κερνούσε ένα γλυκό που δεν είχε ξαναφάει. Ο μικρός Ντρουγκ τη ρώτησε όλο λαχτάρα να μάθει πως το λένε αυτό το γλυκό, και η λέξη “μελόπιτα”, έγινε η μαγική λέξη που τον συντρόφευε για πολλά επόμενα βράδια.
«Φτιάξε μου τώρα αυτό το γλυκό…» την παρακάλεσε το παιδί και της έδωσε πίσω τους σπόρους του σιταριού, που του αναλογούσαν.
«Ακόμα κι αν βάλουμε μαζί, τους δικούς μου και τους δικούς σου δε θα μας έφταναν να βγάλουμε αρκετό αλεύρι…» γέλασε η Ελάννα, «γι’ αυτό θα κρατήσουμε τα σιτάρια μας ώστε να τα ξανασπείρουμε το Νοέμβρη, και θα κάνουμε υπομονή μέχρι του χρόνου στις αρχές του καλοκαιριού, για να αλέσουμε αλεύρι… Όμως μη στεναχωριέσαι, επειδή εγώ θα έχω πάντα, κάτι να σε κεράσω…»
Η ποσότητα που πήρε ο Γκόν-γκιρι, έφτανε ίσα –ίσα να γεμίσει ως την μέση έναν ξύλινο κουβά σαν τον δικό της, αλλά οι Ντρούενταϊν, το εκτίμησαν πάρα πολύ, και φύλαξαν τους σπόρους που τους αναλογούσαν σε ασφαλές σημείο, (μέχρι το Νοέμβριο, που τους σκόρπισαν κι εκείνοι σε διάφορα ξέφωτα των δασών τους, δημιουργώντας τις δικές τους μικρές καλλιέργειες). Τα μαλλιά της είχανε μακρύνει μέχρι τους ώμους και φαινότανε να έχει ξεπεράσει τις άσχημες στιγμές.
Και καθώς τα φύλλα των σφενδαμιών άρχισαν να κιτρινίζουν, με το βαρύ τσεκούρι που της έδωσαν οι Γιάουρ, έψαχνε το δάσος για πεσμένα δέντρα και με πείσμα τα μετέφερε τεμαχισμένα σε μεγάλα κομμάτια ως το σπίτι της και εκεί τα σώριαζε όμορφα και συμμαζεμένα, θέλοντας να προετοιμαστεί για το χειμώνα.
Αλλά απ’ όλες τις ετοιμασίες που έκανε, μία και μόνο συνήθεια έκανε τον Ελουρέντ να απορεί, και δεν ήταν η επιμονή της να μην κόβει ζωντανά δέντρα, αλλά επειδή απάλλαξε τους σφένδαμους στο δάσος, από τα δοχεία που είχε βάλει να κρέμονται από τους κορμούς τους, μαζεύοντας τις ποσότητες του χυμού τους που είχε αρχίσει να συλλέγει από την άνοιξη. Με προσοχή, έκλεισε τις βαθιές οπές στην φλούδα τους, χρησιμοποιώντας ξερό σανό και λάσπη, σαν να βοηθούσε τις πληγές τους να κλείσουν ενόψει του χειμώνα. Δεν είχε ξαναδεί να το κάνουν αυτό, και δεν καταλάβαινε σε τι χρησίμευε ο χυμός των δέντρων, παρόλο που την είχε παρακολουθήσει να τον μαζεύει. Ούτε τους Ντρούγκου είχε ρωτήσει για να μάθει για ποιο λόγο το κάνει, αλλά φαίνονταν να ανέχονται αυτή τη συμπεριφορά απέναντι στα δέντρα που αγαπούσαν τόσο πολύ.
«Φτιάχνει ένα ωραίο γλυκό» του είπε ο Γκόν-γκιρι, όταν τον ρώτησε.
«Και πως είναι αυτό το γλυκό;»
«Είναι σαν πηκτό νερό, κιτρινωπό και γλυκό», απάντησε το παιδί, «μου το δίνει μαζί με αποξηραμένα φρούτα και καρπούς που βράζει μαζί…Είναι ωραίο και μου αρέσει! Το λέει σιρόπι σφενδαμιού…», τον ενημέρωσε.