13/4/11

Η πικρή γεύση της πραγματικότητας (β' μέρος)


Ο Ελουρέντ τα ήξερε αυτά και είχε νοιώσει ότι πλησίαζε η ώρα της δεύτερης και μεγαλύτερης αναμέτρησης, όμως δεν ήθελε να σκέφτεται τι θα συνέβαινε αν έπρεπε να ενωθεί με τις δυνάμεις των Ξωτικών. Κι εκείνους τους είχε νοιώσει, που τον πλησίαζαν για να τον παρατηρήσουν πριν τον χάσουν ξανά, πιστοί στο αέναο παιχνίδι της αναζήτησης απαντήσεων, από την εποχή της Μεγάλης μάχης στην Άνγκμπαντ. Τους είχε εντοπίσει, ήταν ναυτικοί Τελέρι από το Μίθλοντ, το ήξερε ότι ήταν ζήτημα χρόνου να τον ανακαλύψουν, αλλά προς το παρόν τους έκανε τη ζωή δύσκολη, επειδή είχε μάθει καλά πώς να προφυλάσσει τον εαυτό του.
Μα ο Νέχαρ ήταν χαρούμενος και υπήρχε ελπίδα μέσα του παρά τα άσχημα νέα, και η ύπαρξη του χρυσοκάστανου Έλνταρ στο Δάσος των σφενδαμιών που τόσο έμοιαζε με το Νίμπρεθιλ των μύθων και των τραγουδιών, ήταν καλό σημάδι για τους ανθρώπους που είχαν επιζήσει από την καταστροφή του, αφού αποδείκνυε περίτρανα ότι η παλιά φιλία των δύο λαών ίσχυε. Αν ανησυχούσε για την κατάληξη της σχέσης του με την αδελφική του φίλη δεν το έδειχνε, όμως η Ελάννα ήταν πάντοτε ξεχωριστή και ιδιαίτερη, και αυτός ο Ξωτικός, πέρα από τα βασικά του χαρακτηριστικά, τα αστραφτερά μάτια με τις υπερμεγέθεις κόρες και τα μυτερά αυτιά, δεν έμοιαζε σε τίποτε άλλο με τα υπερήφανα και ίσως και υπεροπτικά, ξανθά πλάσματα των ξωτικολιμανιών του Βορρά. Η αγάπη αυτού του άντρα, ήταν κάτι το πρωτόφαντο για τα χρονικά, και στο παρελθόν μόνο ξωτικογυναίκες διάλεγαν να ενώσουν τη ζωή τους με τα νεώτερα παιδιά του Έρου, τους ανθρώπους. Του ζήτησαν να κρατήσει κρυφό το μυστικό τους και ο Νέχαρ συμφώνησε ότι δε θα μιλούσε πουθενά, εκτός ίσως από τη Μίριελ και μόνο, που την εμπιστευόταν απόλυτα. Έτσι κι αλλιώς, δε θα τον πίστευε κανείς άλλος εκτός από εκείνη...
Και από εκείνη την ημέρα επισκεπτόταν πιο συχνά τους φίλους του και μόλις ο γιος του γεννήθηκε, την πρώτη μέρα του Loa (του ηλιακού έτους των ξωτικών) ακριβώς την ημέρα Yestare, (την ίδια μέρα με την γέννηση της Ελάννα, εικοσιπέντε χρόνια νωρίτερα), τους είπε ότι θα έδινε δύο ονόματα στο γιο του, ένα Χάλαντιν και ένα ξωτικίσιο, και τον είπε Ντένχαρ Τουίλιον (ανοιξιάτικος). Όμως και οι φίλοι του είχαν νέα να του πουν, επειδή και η Ελάννα περίμενε το δικό τους το μωρό, που θα γεννιόταν στα μέσα του Φθινοπώρου. 
Ήδη ο Ελουρέντ, από την ημέρα της γέννησης του Ντένχαρ, έψαχνε να βρει ένα ταιριαστό όνομα για το πρώτο παιδί του, και είχε καταλήξει σε μερικά που θα του ταίριαζαν, όπως Ρανάριον (Γιος της σελήνης) ή Μενέλιαν (ουράνια) ή ακόμα και Έλδελοθ (ξωτικολούλουδο). Επειδή και η Ελάννα είχε ξωτικίσιο όνομα που σήμαινε Δώρο των Αστεριών, και του φαινότανε πιο όμορφο τα ονόματά τους να θυμίζουν τα αστέρια και τα άλλα ουράνια σώματα που φώτιζαν τις πολύπαθες φυλές των Ανθρώπων και των Ξωτικών και τους έδιναν κουράγιο, με το χλωμό τρεμούλιασμά τους στον αψεγάδιαστο νυχτερινό ουρανό.
Το σπίτι της στην άκρη του δάσους των σφενδαμιών τους στέγασε, και τώρα, η οικογενειακή θαλπωρή που τόσο είχε λείψει από τον Ελουρέντ, του ανταποδιδόταν με την δημιουργία της δικής του οικογένειας. Όμως η εγκυμοσύνη της Ελάννα δεν ήτανε καλή και υπέφερε ακόμα από το μεσοκαλόκαιρο, αλλά εκείνη τον ηρεμούσε με την αισιόδοξη στάση της και δεν τον άφηνε να ανησυχεί. Δεν μπορούσε ούτε καν να κινηθεί, από τις κράμπες και την αδυναμία, και παρακολούθησε τον πολυαναμενόμενο θερισμό, καθηλωμένη στο κρεβάτι της, με τους Ντρούγκου να στοιβάζουν τα δέματα από το σιτάρι, και τον Γκόν-γκιρι να χοροπηδάει γύρω από τον Ελουρέντ, που πραγματικά είχε πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο του θεριστή και αναγκαζόταν να σταματάει κάθε τόσο, πνιγμένος από τα γέλια, αφού ο μικρός Ντρουγκ φώναζε ρυθμικά τη μαγική λέξη «Με-λό-πι-τα! Με-λό-πι-τα!», σα να μην είχε φάει καθόλου μελόπιτες, όλον τον χρόνο που είχε περάσει.

«Ήσουν πολεμιστής και σ’ έκανα αγρότη! Ούτε που θα υποψιαζόσουν τέτοια ατίμωση όταν έμπλεκες μαζί μου…» του είπε εκείνο το βράδυ, όταν ήρθε να πλαγιάσει δίπλα της, στο μυρωμένο στρώμα τους.
«Όχι, τέτοια κατάντια, δεν τη περίμενα!» την κορόιδεψε τρυφερά. »Όμως εμένα μου φαίνεται ότι τα καταφέρνω εξίσου καλά στην κηπουρική…Πήρα ένα κλειστό ανοιξιάτικο μπουμπούκι και το έκανα ν’ ανθίσει, και τώρα αυτό το λουλούδι θα μου δώσει τον ωραιότερο καρπό που θα υπάρξει ποτέ, μετά από τη Λούθιεν…»
«Α eldarion…» μονολόγησε η Ελάννα.
«Έτσι με φώναξαν οι Γιάουρ όταν με βρήκαν…» της απάντησε σα να θυμήθηκε ξαφνικά τα παλιά. «Ένα ξωτικόπαιδο; ή μήπως ένα Μισοξωτικό, όπως ήταν ο πατέρας μου; Ντίορ ο Αράνελ! Μα θα είναι ένα ευτυχισμένο παιδί, χαρούμενο και γελαστό, και θα μάθει ν’ αγαπά τα φυτά και τα ζώα, και οι Ντρούγκου θα είναι φίλοι του, όπως είναι δικοί μου και δικοί σου φίλοι…»
«Έχει ολόγιομο φεγγάρι έξω, ο καταρράχτης μας θα είναι ασημένιος, και η Γυάλινη σπηλιά ολόφωτη…» είπε η Ελάννα, φέρνοντάς τον πίσω στην πραγματικότητα. «Οι Ντρούγκου, θ’ αρχίσουν να φεύγουν προς το Άντραστ, η θάλασσα θα καθρεφτίζει τ’ αστέρια…Δε θα ‘θελες να πας κι εσύ μαζί τους; Ο Γκόν-Γκιρι θα χαρεί να μείνει μαζί μου αν του το ζητήσω, δεν θα είμαι μόνη μου...»
«Ο Γκόν-Γκιρι είναι σωστό ν’ αρχίσει να μαθαίνει τον τρόπο ζωής της φυλής του…Κάποια μέρα θα διεκδικήσει την αρχηγία, όσο για μένα, έχω πάει πολλές φορές μαζί τους και θα υπάρξουν κι άλλα τέτοια βράδια, στο μέλλον…Όμως οι Γιάουρ τα καταφέρνουν μια χαρά και χωρίς εμένα, εξάλλου εδώ είμαι πολύ πιο χρήσιμος και δεν σκοπεύω να λείψω από κοντά σου ούτε στιγμή! Τώρα μην ανησυχείς για μένα και κλείσε τα μάτια σου…, είναι αργά και πρέπει να κοιμηθείς…»

9/4/11

Η πικρή γεύση της πραγματικότητας (α' μέρος)


Οι επόμενες εβδομάδες πέρασαν με μεγάλη χαρά για τον Ελουρέντ και την Ελάννα. Ο χρόνος κυλούσε σαν να μην τους άγγιζε, στο Νότιο άκρο των Έρεντ Νίμραϊς, κοντά στο ακρωτήρι Άντραστ όπου τους άρεσε να πηγαίνουν και να κοιτούν τη θάλασσα από ψηλά. Οι γλάροι που τόσο αγαπούσε ο λαός της μητέρας του, έκρωζαν πλησιάζοντας την ξηρά, ιδιαίτερα τις ημέρες που ο καιρός ήταν καλός και δεν υπήρχε ίχνος κύματος και τους παρακολουθούσαν που εφορμούσαν σαν λευκά και ασημένια βέλη, για να τραφούν από τα ψάρια που βρίσκονταν κοντά στην επιφάνεια του νερού. Ή ακούγανε τον παφλασμό από τα στιλπνά σώματα των δελφινιών που χαίρονταν τον ήλιο και τον ελαφρό αλμυρό αέρα, πριν χαθούν προς τα βαθύτερα νερά. Οι Ντρούγκου, τους έβλεπαν που περιφέρονταν στις μυστικές τους περιοχές χωρίς να ενοχλούνται.
Ο Ελουρέντ που τους είχε συνοδεύσει στη μεγάλη μετανάστευση της 2ης Εποχής, από τις ίδιες περιοχές που καταποντίστηκαν μετά την καταστροφή του Νούμενορ και των δυτικών ακτών της Μέσης Γης, φαινότανε για πρώτη φορά ευτυχισμένος στα μάτια τους και μαζί του χαίρονταν και κείνοι. Τον είχαν αγαπήσει και κατανοούσαν την ανάγκη του για μία σύντροφο, και η συνύπαρξη μαζί του ήταν ωφέλιμη γι’ αυτούς: Ήταν σοφός και πολύτιμος σαν φίλος, μια σταθερή αξία για τους Ντρούενταϊν που η διάρκεια της ζωής τους ήταν πολύ σύντομη, ενώ η δική του μακροημέρευση, τους έμοιαζε με θεόσταλτο δώρο που τους προστάτευε και τους φρόντιζε. Και η παρουσία της Ελάννα στην περιοχή, εδραίωνε τις σχέσεις τους με την αρχαία φυλή της Χάλεθ που θα είχε σβήσει χωρίς τους Νουμενόριαν που είχαν επιστρέψει πολλές γενιές δικές τους νωρίτερα, αν και οι ελάχιστοι Χάλαντιν που είχαν παραμείνει στο Μπρέθιλ του Μπελέριαντ, είχαν επιζήσει μόνον επειδή τους είχαν ακολουθήσει στη πορεία τους προς το Νοτιά. Και η νεαρή γυναίκα ήταν η μόνη από τους Ατάνι που είχε δει με τα μάτια της το κρυμμένο χωριό τους και τα περίφημα σιδηρουργεία τους, που έβλεπαν προς το Ντρούγουαϊθ Γιάουρ, τον έρημο χερσότοπο των Ντρούγκου, από τη Βορειοδυτική πλευρά του βουνού.
Αρχές του Φθινοπώρου, ο Νέχαρ επέστρεψε. Ήταν πανευτυχής επειδή η Μίριελ ήταν κιόλας έγκυος, αλλά έμεινε άναυδος βλέποντας τον ψηλό Έλνταρ, και για λίγη ώρα δεν έβγαζε κουβέντα από το στόμα του. Ο Ελουρέντ του συστήθηκε και έμεινε για λίγο μαζί τους, πριν τους αφήσει διακριτικά μόνους, για να συζητήσουν, και η Ελάννα τον ρώτησε τότε, πώς περνούσε ο καιρός στη Ντίμροστ, καθώς αρκετοί κάτοικοί της μετακινούνταν ξανά προς τα βορειοδυτικά, στις περιοχές των Ξωτικών που ήτανε καλύτερα προφυλαγμένες και οι φρουροί τους ήταν δυνατοί σαν μαχητές και αόρατοι καθώς κυνηγούσαν μέσα στα δάση. Εκατό χρόνια είχαν περάσει από την άφιξη των Νουμενόριαν και την ίδρυση των Βασιλείων τους, και το κακό είχε σηκωθεί ξανά.
Η Άρνορ, το βασίλειο του Ελεντίλ στο Βορρά είχε καταρρεύσει προ πολλού, και η Αννούμινας στις όχθες της λίμνης Νενούιαλ είχε εγκαταλειφθεί, ενώ το κέντρο των επιχειρήσεων είχε μεταφερθεί στο πανίσχυρο Φόρνοστ Εράιν, στα Βόρεια οροπέδια ανάμεσα στα όρη Έβεντιμ και το Άμον Σουλ. Η Γκόντορ με τον Ισίλντουρ και τον Ανάριον στο Νότο κινδύνευε κι αυτή, επειδή ο Μάϊα Σάουρον, ο υπηρέτης του Μέλκορ, που είχε επιστρέψει στη Μαύρη Γη της Μόρντορ, απειλούσε όλα τα ζωντανά πλάσματα και ήδη είχαν γίνει μάχες έξω από τα τείχη του, όμως χωρίς σπουδαία αποτελέσματα. (Και οι Μπάλκχοθ είχαν αποθρασυνθεί).
Οι Ντάνλεντινγκς που ζούσαν στις εσωτερικές κοιλάδες του Μόρθροντ στο Λέμπεννιν, ανέχονταν την ολοένα και αυξανόμενη δύναμή του και έλπιζαν σ’ αυτόν, ότι θα κέρδιζαν τις πλούσιες περιοχές της Γκόντορ, απαλλαγμένοι από τους Νουμενόριαν που τις κατοικούσαν και τις εκμεταλλεύονταν, ενώ από καιρό υποπτεύονταν ότι οι Easterlings (Ανατολίτες) υποστηρίζονταν στις επιθέσεις τους από αυτούς (οι οποίοι προφανώς τους παρείχαν και καταλύματα). Η περιοχή αυτή είχε αποκλειστεί σχεδόν για όλους, εκτός από αυτούς τους ίδιους, και το μικρό ξωτικολιμάνι που υπήρχε από την εποχή της αρχαιότητας της Μέσης Γης στο Μπελ Φάλας, είχε τώρα εγκαταλειφθεί εντελώς, από το φόβο των επιδρομών των Ορκ και των πρωτοεμφανιζόμενων Νάζγκουλ, τρεις από τους οποίους ήταν άπιστοι Νουμενόριαν -στην καταγωγή- Βασιλίσκοι του Χάραντ (Νότος), που περιφέρονταν παντού ανεμπόδιστοι, σκορπώντας τον τρόμο και το θάνατο. Τους είχε παγιδεύσει ο Σάουρον Γκορθάουρ (εξαναγκαστής), προσφέροντας τους τα δαχτυλίδια εκείνα που είχαν κατασκευαστεί στο Ερέγκιον, επειδή ήθελε να σκλαβώσει τη θέληση των Ανθρώπων, όπως και των ξωτικών, που όμως του είχαν αντισταθεί.