27/2/10

ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΜΕ ΤΑ ΞΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΑΝΟΥΣ

Ο Σάουρον απώθησε τους Νάνους του Ντούριν και τα ξωτικά του Λόρινατ που είχαν για αρχηγό τους τον Άμροθ, τον γιο του Άμντιρ, και οι Δυτικές Πύλες της Μόρια έκλεισαν προστατεύοντάς τους, χωρίς να μπορέσει να εισχωρήσει στα ευρύχωρα διαμερίσματά της. Ορκίστηκε όμως εκδίκηση, μπροστά στις σφαλιστές εξώθυρες που είχαν σκαλιστεί από τα χέρια του νεκρού Κελεμπρίμπορ και του Νάρβι των Ναούγκριμ, ότι θα κυνηγούσε τους Νάνους παντού και δε θα ησύχαζε αν δεν τους εξολόθρευε όλους.
Γύρισε ξανά στο Βόρειο Ερίαντορ καταδιώκοντας όλους όσους του αντιστέκονταν, ανθρώπους και ξωτικά, από τους οποίους όσοι γλίτωσαν προσχώρησαν στις δυνάμεις του Έλροντ και μετά, συγκρατώντας τον αντίπαλό του στο χώρο της στενής χαράδρας όπου είχε οχυρωθεί, διέσχισε όλη την πλούσια και εύφορη περιοχή που απλωνόταν ανάμεσα στα Χιθαέγκλιρ και τα Γαλάζια Βουνά καταστρέφοντάς την, και επιτέθηκε στον Γκιλ-Γκάλαντ στο Λίντον, ελπίζοντας ότι εκεί θα βρίσκονταν τα αντικείμενα του σκοτεινού πόθου του, τα τρία ξωτικοδαχτυλίδια, ώστε να τα αρπάξει και να τα εξουσιάσει.
Είχε υποχρεωθεί να αφήσει πολλούς πίσω του, θέλοντας να ελέγχει τον Μισοξωτικό Αντιβασιλέα (που εν αγνοία του κατείχε τη μπλε Βίλυα που τόσο επιθυμούσε να αποκτήσει), αλλά ταυτόχρονα ανησυχούσε για τον πολεμιστή (που είχε τα λαμπερά μάτια της Μέλιαν) που είχε διαφύγει της προσοχής του για άλλη μια φορά μετά την Άνγκμπαντ, και πίστευε ότι θα ήταν πρόξενος πολλών δεινών για τον ίδιο: Ένα κακό σημάδι, ένας οιωνός που προμήνυε την καταστροφή του και την τιμωρία του από την Κρίση των Βάλαρ. Όμως δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί μαζί του, επειδή ο στόχος του ήταν άλλος και πιο σημαντικός από ένα Χρυσό ξωτικό που πολεμούσε χωρίς θώρακα και ασπίδα, σα να επιθυμούσε να πεθάνει.
Ίσως αν ενέτεινε την πολιορκία του Ρίβεντελ μόλις θα απαλλασσόταν από τον Υψηλό γιο του Φίνγκον, να έψαχνε τότε να τον βρει και να συνέχιζε απτόητος το σκοτεινό του έργο, καταστρέφοντας όλους τους απογόνους της Άινου Βασίλισσας του Ντόριαθ, που περιφρόνησε τον Κύριό του τον Μέλκορ και τον ίδιο, απλώνοντας την Θεία πρόνοιά της πάνω από το λαό των Σίνταρ, που κυρίως αυτοί, τον ταλαιπωρούσαν και τον αγνοούσαν. Ούτε ξεχνούσε τον εξευτελισμό που υπέστη από την κόρη της και τον Μπέρεν, το γιο του Μπαραχίρ, μέσα στον ίδιο του τον Πύργο στο Τολ-ιν-Γκαούρχοθ (Tol-in-Gaurhoth, το νησί των Λυκανθρώπων), και αναρωτιόταν πώς ο εγγονός τους ξέφυγε την μοίρα της θνητότητας των άλλων μελών της οικογένειάς του, λόγω της ανάμειξης του ξωτικού αίματος με το αδύναμο ανθρώπινο.
Μα δε νοιαζόταν πραγματικά να δώσει εξήγηση σ’ αυτό το αίνιγμα, επειδή μάντευε ότι μοναδική απάντηση και λύση σ’ αυτό το ερώτημα αποτελούσε η θεϊκή καταβολή της πανίσχυρης προγιαγιάς του που τον ξεχώρισε από τις άλλες μοίρες μαζί με εκείνη της αδελφής του, του άντρα της και του ενός από τα δύο τους παιδιά. Θα εξάλειφε από τον κόσμο και εκείνον και τον Έλροντ, και όλους τους υψηλούς απογόνους των αρχόντων και των βασιλιάδων των ξωτικοβασιλείων, όποιοι κι αν ήταν αυτοί, και τότε θα ολοκληρωνόταν η εκδίκησή του που μελετούσε και οργάνωνε σχολαστικά, με τη νοσηρή του σκέψη.
Όμως έκανε λάθος στους υπολογισμούς του που αφορούσαν τον πρωτότοκο γιο του Ντίορ, επειδή αν και τραυματισμένος, ο Ελουρέντ, βρήκε τον τρόπο να εγκαταλείψει το Ρίβεντελ και να τρέξει Νότια για να προλάβει να βοηθήσει τους φίλους του που ίσως κινδύνευαν. Δεν κατάφερε όμως να διασπάσει για δεύτερη φορά τις γραμμές των Ορκ και να εισδύσει στο Νότιο Ένεντγουαϊθ, ούτε να πλησιάσει τις πετρώδεις ακτές του, πόσο μάλλον να φτάσει στο Ντρούγουαϊθ Γιάουρ, μόλις ένα βήμα από τους Ντρούγκου.
Οι μάχες μαίνονταν παντού τριγύρω του καθώς οι Άνθρωποι ήταν αποφασισμένοι να κρατήσουν τις θέσεις τους ενάντια στην προέλαση και την κατακτητική μανία του Σάουρον και αναγκάστηκε να αναζητήσει διέξοδο βορειοδυτικά προς το Μινχίριαθ, αλλά βρέθηκε ξαφνικά στη μέση του κυκλώνα, καθώς ένας μικρός αριθμός έφιππων Φαλμάρι του Κίρνταν, οπλισμένοι με δόρατα και τόξα που είχαν βγει για ιχνηλασία και κατασκόπευση των κινήσεων του εχθρού, επέστρεφαν στη βάση τους αργά τη νύχτα, οπότε έπεσαν σε ενέδρα μεγάλων λύκων με σιδεροντυμένους αναβάτες που ρίχτηκαν και τρόμαξαν τα άλογα και επιτέθηκαν στους ιππείς τους.
Και να μην ήθελε να αναμειχτεί ήταν αδύνατο, επειδή μπροστά στα μάτια του γινόταν σφαγή που δεν μπορούσε να επιτρέψει…Ανέβαλε για λίγο την επιστροφή του στο Άντραστ και αποσπώντας τα βέλη από τη φαρέτρα ενός κατασπαραγμένου νεκρού επειδή τα δικά του είχαν τελειώσει, εκμεταλλευόμενος το σκοτάδι και τις ικανότητές του στο σημάδι, σκότωσε με το τόξο του όσους λύκους και αναβάτες μπόρεσε, τρέποντας τους υπόλοιπους σε άτακτη φυγή.