31/3/10

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΝΟΤΟ (β' μέρος)


«Είχαμε κάνει μια συμφωνία παλιά, με τον Άμντιρ του Ναν Λάουρ (Λόριεν) που αφορούσε τις επισκέψεις των υπηκόων του στην χώρα μας, αν και κανείς ποτέ δεν πάτησε το πόδι του στο Φάνγκορν», άκουσε μια μπάσα φωνή να του λέει όταν επιτέλους άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε έναν Εντ, μια γέρικη ροζιασμένη καστανιά με κατακίτρινα μάτια σαν κουκουβάγιας.
»Εσύ όμως δεν μοιάζεις με κανένα είδος ξωτικού από αυτά που γνωρίζουμε και ας είμαστε οι αρχαιότεροι κάτοικοι της Άρντα…Ποιος είσαι και τί είσαι; Μίλα, επειδή εμείς οι φύλακες του δάσους, οι βοσκοί των δέντρων, αν και φημιζόμαστε για την υπομονή μας, συχνά κατανικούμαστε από την περιέργεια…»
«Είμαι ξωτικό, αλλά ζω μόνος…Οι δικοί μου χάθηκαν στον πόλεμο», απάντησε ο Ελουρέντ. «Δεν ήρθα να κάνω κακό αλλά ούτε και να μείνω…Έχω φίλους που ίσως με χρειάζονται, όμως έπρεπε να σταματήσω για λίγο από το δρόμο μου…Πολέμησα και χτύπησα στο Ερίαντορ, γι’ αυτό δώσε μου τον ελάχιστο χρόνο που ζητώ μέχρι να ξαποστάσω και να συνέλθω απ’ τις πληγές μου…»
«Αν δεν έχεις σκοπό να πειράξεις οποιοδήποτε από τα δέντρα, είσαι ελεύθερος να μείνεις και δεν θα σ’ ενοχλήσει κανείς…Μόνο τα άγρια ζώα παραμένουν στο δάσος και οι άνθρωποι δεν πλησιάζουν στα εδάφη μας…Υπάρχουν πηγάδια των Ονόντριμ (ο λαός των Εντ) με καθαρό νερό διάσπαρτα παντού μέσα στο δάσος -αν είσαι αυτός που λες, δε θα δυσκολευτείς να τα εντοπίσεις- και πλύνε τα τραύματά σου…Θα γειάνουν γρηγορότερα…», του είπε ο Εντ, και με αργό σούρσιμο πάνω στις χοντρές του ρίζες, απομακρύνθηκε
Ο Ελουρέντ βρήκε πολύ σύντομα ένα από αυτά τα πηγάδια για τα οποία του είχε μιλήσει ο δεντροβοσκός και έπλυνε τις πληγές του όπως του είχε πει και ήπιε από το καθαρό νερό και αμέσως αισθάνθηκε καλύτερα. Ίσως και να ήταν η απόλυτη σιωπή που βασίλευε στα σκοτεινά περάσματα του Φάνγκορν που τον καθησύχασε, ενώ κάπου-κάπου άκουγε τα τριξίματα ενός κορμού που μετακινούνταν ή ενός κλαδιού που χαμήλωνε, τα δέντρα αυτά είχαν ψυχή μέσα τους και σκέφτηκε αυτόματα τους Ντρούγκου που τα σέβονταν και τα αγαπούσαν. Ευτυχώς δεν είχαν πάρει μέρος στις μάχες και απλά περίμεναν να δουν τις εξελίξεις από το προστατευμένο τους χωριό, όταν τους είχε αφήσει για να τρέξει στο Βορρά και να βοηθήσει τον Έλροντ. Έμεινε για μερικές ημέρες ακόμα μέσα στο δάσος και το γύρισε ολόκληρο, χωρίς να ξαναδεί και να ξαναμιλήσει σε κανέναν Εντ, όμως, όταν είχε δυναμώσει πια αρκετά και αποφάσισε να φύγει, σε όλο το δρόμο προς τον Νότο, ακουμπούσε το αυτί του πάνω σε ορισμένους μόνο από όλους τους κορμούς και μετά ευχαριστούσε τα δέντρα αυτά. Οι Ονόντριμ άνοιγαν τα μάτια τους απορημένοι που τους είχε ανακαλύψει, ενώ τον παρακολουθούσαν να απομακρύνεται διασχίζοντας τα ξέφωτα και τις σκιές, χωρίς να γυρίζει να τους κοιτάξει.

Από τις νότιες παρυφές του δάσους των ζωντανών μύθων, έβλεπε απέναντί του τις κορυφές των Έρεντ Νίμραϊς και του Θρίχαϊρν στα δυτικά. Μία πολύ ψηλή γαλάζια κορυφή διακρινόταν στα Νοτιοανατολικά, ήταν όμως πολύ μακριά από τον στόχο του και δεν ενδιαφερόταν να κατευθυνθεί προς τα εκεί. Πίσω όμως από τον ψηλό όγκο των βουνών, γνώριζε ότι βρισκόταν το Λεμπέννιν που δεν είχε προλάβει να επισκεφτεί ακόμα και δεν γνώριζε καθόλου τις περιοχές του, ούτε και τις ακτές του Φάλας ή τις εκβολές του μεγάλου ποταμού που είχε δει από τα Χιθαέγκλιρ.
Έπρεπε να διασχίσει το Αρντ Γκάλεν που απλωνόταν μπροστά του, ερημωμένο μετά από το πέρασμα του Σάουρον και του στρατεύματος του Νούμενορ που τον είχαν απωθήσει στη μακρινή Ανατολή της Μέσης Γης όπου τους ξέφυγε. Ήταν μια ριψοκίνδυνη ενέργεια, αλλά ήταν ο μοναδικός τρόπος που υπήρχε για να γυρίσει στους Ντρούγκου που τον περίμεναν στο Άντραστ. Θ’ ακολουθούσε την κοίτη του Ονοντλό, του ποταμού που πήγαζε μέσα από το Φάνγκορν, επειδή υπήρχαν αρκετά δέντρα που θα μπορούσαν να του παράσχουν κάλυψη, και από ‘κεί, σε κάποιο σημείο που θα θεωρούσε ασφαλές, θα προσπαθούσε να φτάσει στα Βουνά. 
Είχε καταφέρει να προσεγγίσει τα Νίμραϊς, σ’ ένα σημείο που έβλεπε καθαρά την πυκνή βλάστηση των πλαγιών τους, αλλά ακόμα υπήρχε αρκετή απόσταση που έπρεπε να διανυθεί. Διάσπαρτοι μέσα στο Ανατολικό Καλενάρδον, κοντά στο Ανόριεν, βρίσκονταν πέτρινοι λόφοι που θα μπορούσαν να του προσφέρουν κάποια κάλυψη, κυρίως κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ θα προσπαθούσε να μοιράσει την απόσταση που τον χώριζε από τις Βόρειες πλαγιές και που την υπολόγιζε να απέχει τρεις ημέρες, ή καλύτερα τρεις νύχτες. Και επειδή εκτός από τολμηρός, ήταν ταυτόχρονα πολύ προσεκτικός και ικανός δρομέας, τα κατάφερε.

27/3/10

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΝΟΤΟ (α' μέρος)


Ο Ελουρέντ εκμεταλλεύτηκε τους πανηγυρισμούς που ακολούθησαν την συντριβή της στρατιάς που κρατούσε το Ίμλαντρις σε αποκλεισμό, και έσπευσε να εξαφανιστεί όσο πιο γρήγορα του επέτρεπαν οι δυνάμεις του που διαρκώς ελαττώνονταν. Πέρασε ανάμεσα από τα λευκά κτίσματα του οχυρού του Σχιστού Λαγκαδιού και σκαρφάλωσε τις απότομες πλαγιές στην ανατολική πλευρά της μικρής ξωτικοπόλης που δημιουργήθηκε από τον ανιψιό του και παρείχε καταφύγιο σε ‘κείνον και τους συμπολεμιστές του.
Δύο άτομα τον είχαν αναγνωρίσει και ο ένας ήταν ο Κέλεμπορν, με τον οποίο συγγένευε από την πλευρά της μητέρας του. Ο άλλος, ήταν ο Κίρνταν ο Ναυπηγός, που τον παρακολουθούσε συνεχώς όλη την ώρα που μαχόταν και είχε προσπαθήσει να τον προσεγγίσει μετά από τον τραυματισμό του, καθώς είχε παρεμβάλει επανειλημμένα το σώμα του, ανάμεσα στον Έλροντ και τους Ορκ που τον καταδίωκαν ακατάπαυστα. Θα μπορούσε βέβαια να μείνει στο Ρίβεντελ και να του παράσχουν βοήθεια και φροντίδα ώστε να αναρρώσει σύντομα από τα τραύματά του που αιμορραγούσαν, και μετά να αποφασίσει αν ήθελε να ξαναφύγει ή όχι, όμως του φάνηκε προτιμότερο να ρισκάρει φεύγοντας αμέσως, παρά να περιμένει να του ξαναδοθεί παρόμοια ευκαιρία.
Βρισκόταν σε εδάφη που ελέγχονταν αποκλειστικά από τα ξωτικά και πήρε τον δρόμο προς τα νότια Χιθαέγκλιρ που έβλεπαν στην Αρντ Γκάλεν. Ήξερε όμως ότι τον έψαχναν και είχαν βρει τα χνάρια του ενώ απομακρυνόταν, καθώς το αίμα του που έσταζε, άφηνε καθαρά σημάδια σαν μαδημένα πέταλα από άλικες παπαρούνες και έπρεπε να ανακαλύψει έναν τρόπο να τον χάσουν, πριν εξαντληθεί και αναγκαστεί εκ των πραγμάτων να σταματήσει…
Σκαρφάλωνε λοξά, από δρόμους δύσκολους, επιθυμώντας να μην έρθει αντιμέτωπος με το παγωμένο χιόνι του Καράντρας, αφού φοβόταν ότι δε θα τα έβγαζε πέρα με το ψύχος και την καταχνιά, έτσι όπως ήταν ταλαιπωρημένος και τραυματισμένος από τις μάχες. Βρισκόταν στον χιονισμένο αυχένα που σχηματιζόταν ανάμεσα στις κορυφές Κελέμπντιλ (Ασημοκορφή) και Φανουίντολ (Συννεφοκορφή), αρκετά κοντά στην ανατολική πύλη της Μόρια, όμως αυτός ο δρόμος οδηγούσε κατευθείαν στο Λόριεν. Το δάσος άστραφτε με χρυσή ακτινοβολιά, λουσμένο στο φως της πρώτης –μετά από πολύ καιρό- καθαρής αυγής. Όμως δεν ήθελε να πλησιάσει σ’ ένα νέο ξωτικοβασίλειο, αλλά ούτε και να μείνει κοντά στα λαξεμένα δώματα των Νάνων.
Μικρά δασωμένα ρέματα κατέβαιναν τις πλαγιές, και είχαν αρκετό νερό, εξαιτίας των χιονιών που κάλυπταν πάντα τις  βουνοκορφές και τα τροφοδοτούσαν. Κυλούσαν ξεχωριστά από τις πηγές του Ασημόφλεβου στη Γυάλινη λίμνη κάτω από το Νταντουχίριον (Σκιοχείμαρρη κοιλάδα), και τον Νίμροντελ, (που κυλούσε πιο Βόρεια, μέχρι το σημείο που οι δύο ποταμοί ενώνονταν δημιουργώντας μία κατάφυτη περιοχή που είχε το σχήμα της αιχμής), και σκέφτηκε ότι θα μπορούσαν να του παράσχουν ιδανικό τρόπο διαφυγής από τις επικίνδυνες περιοχές. 
Τότε μπήκε μέσα σε μία από αυτές τις νεροσυρμές και προσεκτικά ώστε να μην χάσει την ισορροπία του και γκρεμιστεί μέσα στις χαράδρες και τα πέτρινα βάραθρά τους, κατάφερε κάμποσες ημέρες μετά, να φτάσει στις Βόρειες παρυφές του δάσους του Φάνγκορν και εκεί πια, κατέρρευσε.

22/3/10

Για τα Ξωτικά



Το συζητούσα με το φίλο Idom σχετικά με τον τρόπο που παρουσιάστηκαν τα ξωτικά σε σχέση με τους ανθρώπους, στην τριλογία...Σίγουρα, και ειδικά στην σκηνή που καταφθάνουν στο Χελμ, για να βοηθήσουν τους Ροχίρριμ στη πολιορκία, παρουσιάζονται απόμακροι και ανέκφραστοι, συγκρινόμενοι με τους ανθρώπους...θα σημείωνα εδώ πώς είναι λογικό να συμβαίνει αυτό, καθώς μιλάμε φυσικά για Ξωτικά- πολεμιστές: Ο λόγος για τον οποίο πλησίασαν τους ανθρώπους είναι συγκεκριμμένος και η πειθαρχία τους στην εντολή "άνωθεν" δεν τους επιτρέπει οικειότητες...
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε, πώς η άφιξη των Ξωτικών, είναι εύρημα του P.Jackson και δεν αναφέρεται στο βιβλίο, οπότε τους παρουσίασε όπως εκείνος νόμιζε καλύτερα...
Και ο θάνατος του Χάλντιρ -κατα κόσμον Graig Parker, δίνει τον απαραίτητο δραματικό τόνο στην ταινία: Η συνειδητοποίηση του θανάτου, κοινού για Ξωτικά και ανθρώπους...

17/3/10

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΡΙΒΕΝΤΕΛ


Τώρα όμως, μετά την πανωλεθρία του Σάουρον, ο γιος του Ντίορ, άφησε πάλι τους Ντρούγκου που είχαν προετοιμαστεί να λάβουν μέρος στις συγκρούσεις (αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε να το κάνουν), και έφυγε για να τρέξει προς το Ρίβεντελ, κοντά στον Έλροντ που βρισκόταν ακόμα κάτω από την απειλή των δυνάμεων που τον πολιορκούσαν. Ήταν οπλισμένος με το μεγάλο τόξο του και πολλά καινούρια βέλη, αλλά και ένα ακόμα πιο δυνατό και βαρύ σπαθί από το προηγούμενο που είχε, από εκείνα που οι Νάνοι του Μπέλεγκοστ είχαν δείξει στους Ντρούγκου πώς να κατασκευάζουν, όταν κατά την Πρώτη Εποχή, στο Μπελέριαντ, οι δύο λαοί είχαν κάποιες στοιχειώδεις εμπορικές συναλλαγές. 
Ποτέ δεν ήρθαν πολύ κοντά, και οι Γιάουρ εκτιμούσαν πάντα περισσότερο τα όμορφα ξωτικά, επειδή είχαν περισσότερες και ευρύτερες γνώσεις, κυρίως σε ότι αφορούσε τη ζωή στο ύπαιθρο, που ήταν πρόθυμα να μοιραστούν. Και οι Έλνταρ όμως, τους είχαν αγαπήσει πολύ και χαίρονταν να τους πλησιάζουν όποτε μπορούσαν, αλλά ο Ελουρέντ ο ίδιος, τους αγαπούσε περισσότερο από κάθετί στη ζωή του, και όταν τον ρωτούσαν να τους περιγράψει τί ένοιωθε για αυτούς και για τη συνύπαρξη μαζί τους, τους απαντούσε ότι τους ήταν αιώνια υποχρεωμένος και παντοτινός τους φίλος, και γι’ αυτό θα έκανε τα πάντα, ώστε να προχωρούν ελεύθεροι. Ο Γκιλ-Γκάλαντ και ο Κίρνταν που μετά από την απελευθέρωση του Λουν με την ανακατάληψη των εδαφών τους και τη μάχη του Γκριζονέρη, κατευθύνονταν βόρεια, τον είδαν με την πανίσχυρη ξωτικοματιά τους που διέσχιζε τις δασωμένες πλαγιές των Δυτικών Χιθαέγκλιρ προσπερνώντας τους, και άνοιγε τον δικό του μοναχικό δρόμο προς τον συγγενή του. 
Αποδείχτηκε άφοβος και αποτελεσματικός και σε αυτήν την αναμέτρηση, και δεν έφυγε καθόλου από κοντά του, μέχρι που και ο τελευταίος από τους πολιορκητές θανατώθηκε από την κοινή επίθεση των Ξωτικών που τους περικύκλωσαν και τους εξολόθρευσαν.
Ο Έλροντ στράφηκε προς τον ψηλό άντρα που αντί οποιοδήποτε άλλου τον είχε υποστηρίξει και τον είχε διασώσει από τις συχνές επιθέσεις που τον είχαν σαν βασικό στόχο (επειδή ο Σάουρον γνώριζε την μεικτή καταγωγή του και την μεγάλη αξία του για τον Γκιλ-Γκάλαντ και το γένος των Ελντάλιε, και ήθελε να απαλλαγεί από αυτόν), όμως ο άγνωστος Χρυσοκάστανος ξωτικός είχε εξαφανιστεί για άλλη μια φορά. Ο Κίρνταν τον είχε δει που απομακρυνόταν χτυπημένος σοβαρά και μετά από τις απαραίτητες αμοιβαίες εξηγήσεις, τον αναζήτησαν αγωνιωδώς σε ολόκληρη την ορεινή περιοχή των Ομιχλιασμένων Βουνών, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτε άλλο πέρα από τα ματωμένα ίχνη του στο χιόνι, μα όχι τον ίδιο. 
Ακολούθησαν αυτά τα ίχνη που ολοένα και λιγόστευαν μέχρι που εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια, αφού έμοιαζε να τον έχει καταπιεί η γη. Το απόσπασμα που τον έψαχνε, γύρισε άπραγο πίσω στο Ρίβεντελ που είχε υποστεί σοβαρές υλικές ζημιές από την πολύχρονη πολιορκία και σύντομα, νέα αποσπάσματα βγήκαν στο βουνό και για πολύ καιρό ακόμα οι έρευνες για τον εντοπισμό του συνεχίζονταν χωρίς αποτελέσματα. Ο Έλροντ όμως επέμενε, και με τη βοήθεια του Κέλεμπορν (με την κόρη του οποίου ήταν σφόδρα ερωτευμένος), πέρασαν το Υψηλό πέρασμα και πλησίασαν στα ξωτικά βασίλεια του Έρυν Γκάλεν και του Λόρινατ για να μάθουν αν είχαν κανένα νέο ή οποιαδήποτε πληροφορία, για απάντηση όμως πήραν την ίδια απαράλλαχτη άρνηση.
Μόνον ο Όροφερ (που δεν έτρεφε και καμία ιδιαίτερη συμπάθεια προς τον Κέλεμπορν αλλά παρόλα αυτά προσφέρθηκε να τους βοηθήσει), ήταν σίγουρος ότι ο ξωτικός πολεμιστής είχε γλιτώσει το θάνατο και είχε καταφέρει να διαφύγει, ακριβώς όπως και την πρώτη φορά που τον είχε συναντήσει στην Άνγκμπαντ. Και φαινόταν να γνωρίζει πολύ καλά ποιος ήταν ο όμορφος άγνωστος για τον οποίο τον ρωτούσαν, αν και είχε προτιμήσει να μην μιλήσει σε κανέναν για το περιστατικό με την ασπίδα του που τον είχε προστατεύσει στη μάχη, καθώς και για την υπόσχεση που του είχε δώσει την στιγμή που εξαφανιζόταν τρέχοντας προς το Νότιο Μπελέριαντ. 
Όμως δεν είχε καμία υποψία για το που είχε πάει, και ο Έλροντ απογοητεύτηκε από την διαπίστωση του ασημόξανθου βασιλιά του Έρυν Γκάλεν που ήθελε τον Ελουρέντ να κρύβεται στις ερημιές, προσπαθώντας να αποφύγει τους συγγενείς του…Επέστρεψε μόνος του στο Ρίβεντελ, αφού ο Κέλεμπορν έμεινε μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη τους στο Λόρινατ, και ο Κίρνταν που τον περίμενε, του υποσχέθηκε ότι θα έκανε και εκείνος τα αδύνατα δυνατά για να τον βρει, αν βεβαίως ήταν ακόμα στη ζωή και δεν είχε πεθάνει από τα τραύματά του, και το σώμα του δεν σάπιζε σε καμιά απότομη και βαθιά χαράδρα, από τις αμέτρητες που υπήρχαν σε όλη την έκταση των Χιθαέγκλιρ. Αλλά ούτε και εκείνος δεν έμαθε οτιδήποτε, ούτε και τον ανακάλυψε πουθενά, τουλάχιστον όχι πριν περάσουν πολλά- πολλά χρόνια…

13/3/10

Ο ΚΥΝΗΓΟΣ (β' μέρος)

Ο Ερεϊνιον είχε ζητήσει από πολύ παλιά, υποστήριξη και βοήθεια από το Νούμενορ και τον φιλικό προς εκείνον Τάρ-Αλντάριον (Ανάρντιλ, 9ος Βασιλιάς του Νούμενορ) που είχε ιδρύσει το Βίννυαλόντε, στις εκβολές του ποταμού Γκουαθλό (Γκριζονέρης), κοντά στο Ένεντγουαϊθ, και τώρα, τη στιγμή της μεγάλης ανάγκης, επανέλαβε το αίτημά του, όμως αυτή η βοήθεια δεν ήρθε πριν περάσουν τρία χρόνια απελπισμένης άμυνας…
Μέχρι τότε ο Σάουρον είχε σκλαβώσει ολόκληρο το Ερίαντορ -εκτός από το πολιορκημένο Ίμλαντρις- και είχε φτάσει ως έξω από το Μίθλοντ, στη γραμμή της κοίτης του ποταμού Λουν. Είχε καλέσει εν τω μεταξύ και άλλες δυνάμεις που στρατοπέδευσαν στο Ένεντγουαϊθ, στις διαβάσεις του Θάρμπαντ, κοντά στο ποταμίσιο λιμάνι και την ομώνυμη πόλη που είχαν ιδρύσει οι Νουμενόριαν που είχαν αποικήσει αυτήν την περιοχή, επειδή βρισκόταν πολύ κοντά στις εγκαταστάσεις των Ελντάλιε (που πάντα σέβονταν και επιθυμούσαν τη συναναστροφή μαζί τους). Οι κάτοικοι της πόλης που είχε καταστραφεί ολοσχερώς, με μεγάλες θυσίες κρατούσαν ακόμα κάτω από τον έλεγχό τους τη μεγάλη γέφυρα που ένωνε τις δύο όχθες του Γκουαθλό, ενώ οι περισσότερες δυνάμεις τους είχαν ενισχύσει τον Γκιλ-Γκάλαντ και τον Κίρνταν που αντιστέκονταν στο Λουν. 
Τότε, την τελευταία ακριβώς στιγμή, κατέφθασε η Αρμάδα του Νούμενορ, υπό τις εντολές του Ταρ-Μιναστίρ (11ος Βασιλιάς του Νούμενορ) και αγκυροβόλησε στα Γκρίζα Λιμάνια και οι Ντούνενταϊν απώθησαν τους Ορκ του Σάουρον προς τον Μπαράντουϊν (Καστανό ποταμό), ενώ αντίστοιχη απόβαση πραγματοποιήθηκε και στο λιμάνι του Λόντ Νταέρ (το αρχαίο Βίννυαλόντε). Στην μάχη που έγινε στο Σαρν Φορντ, τις διαβάσεις του Μπαράντουϊν, ελάχιστοι πολεμιστές του σώθηκαν και υποχώρησαν, αλλά στον ποταμό του Γκουαθλό, οι Ορκ κατατροπώθηκαν εντελώς. Ακόμα και ο ίδιος ο Σάουρον κυνηγήθηκε ανηλεώς μέχρι τα ανατολικά του Καλενάρδον, στο Ανόριεν και μπόρεσε να σωθεί μόνο με την προσωπική φρουρά του, στην περιοχή που αργότερα ονομάστηκε Ντάγκορλαντ και να αποσυρθεί στη Μόρντορ.
Ο Ελουρέντ, μετά από την επιστροφή του στο Άντραστ, είχε ανεβοκατέβει αρκετές φορές προς τις κοντινές παραθαλάσσιες περιοχές, προκαλώντας πολλές ζημιές στους Ορκ και τους πολεμιστές του Σάουρον με τα θανατηφόρα βέλη του και είχε παρακολουθήσει από κοντά την έκβαση των μαχών, χωρίς να πλησιάσει ξανά τους Φαλμάρι, που περιέπλεαν τις ακτές με τα ελαφρά καράβια τους και παρενοχλούσαν τον εχθρό με αστραπιαίες επιθέσεις. 
Κι εκείνοι γνώριζαν ότι κάποιος σύμμαχος βρισκόταν κρυμμένος κάπου κοντά, και ο Κίρνταν που μάθαινε από τους αγγελιοφόρους τα γεγονότα των μαχών, μάντευε την ανάμειξή του και είχε μετανιώσει για τον τρόπο που τον είχε αντιμετωπίσει, όμως δεν ήξερε τι να κάνει ώστε να διορθώσει την κατάσταση. Το μόνο που έλπιζε, ήταν να έχει την ευκαιρία να επανορθώσει και να ενημερώσει τον Έλροντ για την ταυτότητα του ξένου, που όπως έμαθε από τον Γκιλ-Γκάλαντ, τον είχε πλησιάσει κι εκείνον.

8/3/10

Ο ΚΥΝΗΓΟΣ

Πλησίασε τους πεσμένους άντρες και εντόπισε αρκετούς ζωντανούς, αν και κάποιοι ήταν τραυματισμένοι βαριά και ίσως δεν επιζούσαν, επειδή τα τερατόμορφα ζώα που τους είχαν επιτεθεί, είχαν δηλητήριο στα δόντια τους που μόλυνε τις πληγές. Αρκετά άλογα όμως που είχαν ξεφύγει και σκορπίσει αφηνιασμένα, γύρισαν –ανεξήγητα- πίσω, μόνα τους, και τα χρησιμοποίησε για να επιβιβάσει τους τραυματίες, ενώ όσοι ήταν αβλαβείς τον ακολούθησαν πεζοί, χωρίς να του κάνουν ερωτήσεις, και τον εμπιστεύτηκαν απόλυτα, παρά το μοναδικό παρουσιαστικό του και την ξαφνική αλλά οπωσδήποτε σωτήρια, εμφάνισή του. 
Τους ένοιωθε που τον κοιτούσαν επίμονα και σίγουρα είχαν πολλές απορίες που δεν τις εξέφραζαν, αλλά μουρμούριζαν μεταξύ τους διακριτικά, αποκαλώντας τον “Κυνηγό”, ενώ τους οδηγούσε ασφαλείς στα οχυρωμένα φυλάκια των ξωτικών, που υπήρχαν διάσπαρτα κοντά στις ακτές. Όταν οι βαριές πόρτες άνοιξαν και τα πρόσωπά τους -με πρώτο βέβαια το δικό του πρόσωπο- φωτίστηκαν από τους δαυλούς που κρατούσαν εκείνοι που ήρθαν να ελέγξουν και να φροντίσουν τους τραυματίες, ο Κίρνταν, (που τον γνώριζε εξ όψεως όταν τον είχε ξαναδεί στο Νίμπρεθιλ του Αρβένιεν), ήρθε μπροστά του και τον κοίταξε προσεκτικά και για αρκετή ώρα πριν του μιλήσει:
«Το πρόσωπό σου για κάποιο λόγο, μου είναι παράξενα οικείο, σα να το γνωρίζω από το παρελθόν, αλλά αυτά τα μάτια, μου φέρνουν μόνο ένα όνομα στο νου, αν και δεν ξέρω κατά πόσο είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό….»
«Όποιος κι αν νομίζεις ότι είμαι, άρχοντα Κίρνταν, εγώ που γνωρίζω ποιος είμαι πραγματικά, διαλέγω να μείνω κρυμμένος από τα μάτια και άγνωστος από τα αυτιά, επειδή δεν πρόκειται να αποκαλύψω τίποτα που να έχει σχέση με το άτομό μου, αφού έτσι παραμένω ασφαλής…», απάντησε ο Ελουρέντ.
»Ο Έλροντ βρίσκεται αποκλεισμένος στα Χιθαέγκλιρ και ο Ερεϊνιον στο Λίντον, σου δίνω λοιπόν την ακόλουθη συμβουλή: Άφησε τις περιοχές αυτές στη φροντίδα των ανθρώπων και γύρισε στο Μίθλοντ, επειδή εκεί θα πάει ο Γκορθάουρ μετά το Ρίβεντελ…»
«Αν είσαι αυτός που υποψιάζομαι, σίγουρα οφείλεις να μας δώσεις πολλές εξηγήσεις, όπως και για την προέλευση των πληροφοριών σου…»
«Αν με αποκαλείς κατάσκοπο και προδότη στην υπηρεσία του Γκορθάουρ, τότε λυπάμαι πολύ που έχεις σχηματίσει αυτήν την εντύπωση αλλά δεν θα μείνω για να την αντικρούσω, ούτε και θα προσπαθήσω να σου αλλάξω γνώμη, όμως εσύ, θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα τους λόγους των πράξεών μου, Άρχοντα των λιμανιών του Μπρίθομπαρ, του Έγκλαρεστ και του Τολ-Μπάλαρ…», είπε ο Ελουρέντ, αναφέροντας με τη σειρά όλα τα επίνεια των Ξωτικών στο Μπελέριαντ, και τα μάτια του άστραψαν.
»Βλέπω ότι έπραξα σωστά μένοντας στην αφάνεια, επειδή η ενθύμηση της Αδελφοκτονίας δεν έχει αφήσει ακόμα εντελώς τις καρδιές των αδελφών, αν και άλλοι ήταν εκείνοι που τη βίωσαν, στο Ντόριαθ και το Λίσγκαρθ», συμπλήρωσε, και γύρισε να φύγει με μια απότομη κίνηση, αλλά βλέποντας τις πύλες κλειστές και φρουρούμενες, απώθησε μόνο με τη δύναμη των χεριών του τον Κίρνταν και τους πολεμιστές που τον είχαν κυκλώσει, και ανεβαίνοντας στα ψηλά τείχη με μεγάλη ευλυγισία και ταχύτητα, πήδηξε στο έδαφος και χάθηκε.
Οι φρουροί των επάλξεων έσκυψαν να τον δουν, νομίζοντας ότι θα είχε τσακιστεί πηδώντας από τέτοιο ύψος, και όπλισαν τα τόξα τους καθώς τον είδαν να απομακρύνεται, αλλά ο Κίρνταν δεν τους άφησε να τον τοξεύσουν, ούτε και να τον κυνηγήσουν με τα άλογα, όπως του πρότειναν οι αξιωματικοί του. Γύρισε και κοίταξε τους τραυματίες που τον κοιτούσαν κι εκείνοι με βλέμμα απορημένο για τη στάση που κράτησε μπροστά στον άγνωστο που ήταν και ο ίδιος τραυματισμένος, αλλά δεν τους είπε τίποτα και κράτησε τις σκέψεις του για τον εαυτό του. Έδωσε όμως εντολή να ετοιμαστούν τα καράβια και να επανδρωθούν όσο το δυνατόν συντομότερα, επειδή έπρεπε να ενισχύσουν τον Γκιλ-Γκάλαντ και να συσπειρώσουν τις δυνάμεις τους, που μέχρι τώρα ήταν διασκορπισμένες σε πολλά μικρά φυλάκια και φρούρια στην κόψη των κυμάτων.

3/3/10

Τα Palantir


Τα Παλαντίρ, στην τριλογία του Άρχοντα, αλλά κυρίως στις Ατελείωτες ιστορίες από τη Μέση Γη και το Σιλμαριλλιον, παίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο: Είναι τα μέσα που χρησιμοποιούνται από τις καλές και τις κακές δυνάμεις, ως τρόπος ελέγχου και επικοινωνίας με μακρινούς τόπους, άτομα και καταστάσεις...
Στην πραγματικότητα τα Παλαντίρ δεν είναι τίποτε άλλο από τις σφαίρες πλοήγησης των Βίκινγκ, που σύμφωνα με μια παράδοση, τους έδειχναν το δρόμο μέσα από τις ομίχλες της Βόρειας θάλασσας ωστε να προσεγγίζουν τους μακρινούς τόπους που ήταν ο προορισμός των ταξιδιών τους...
Ο Κορδιερίτης, ή αλλιώς Ιολίτης λίθος, εξορυσσόταν στη Γροιλανδία και την Νορβηγία, είναι μια διχρωϊκή πέτρα, με βασικές αποχρώσεις το πράσινο και το βαθύ μωβ-μπλε, που σήμερα χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιια και σε άλλες χρήσεις...
Πρόσφατα μια έρευνα, προσπάθησε να αποδείξει επιστημονικά τη χρήση του κορδιερίτη από τους Βίκινγκ...