Πλησίασε τους πεσμένους άντρες και εντόπισε αρκετούς ζωντανούς, αν και κάποιοι ήταν τραυματισμένοι βαριά και ίσως δεν επιζούσαν, επειδή τα τερατόμορφα ζώα που τους είχαν επιτεθεί, είχαν δηλητήριο στα δόντια τους που μόλυνε τις πληγές. Αρκετά άλογα όμως που είχαν ξεφύγει και σκορπίσει αφηνιασμένα, γύρισαν –ανεξήγητα- πίσω, μόνα τους, και τα χρησιμοποίησε για να επιβιβάσει τους τραυματίες, ενώ όσοι ήταν αβλαβείς τον ακολούθησαν πεζοί, χωρίς να του κάνουν ερωτήσεις, και τον εμπιστεύτηκαν απόλυτα, παρά το μοναδικό παρουσιαστικό του και την ξαφνική αλλά οπωσδήποτε σωτήρια, εμφάνισή του.
Τους ένοιωθε που τον κοιτούσαν επίμονα και σίγουρα είχαν πολλές απορίες που δεν τις εξέφραζαν, αλλά μουρμούριζαν μεταξύ τους διακριτικά, αποκαλώντας τον “Κυνηγό”, ενώ τους οδηγούσε ασφαλείς στα οχυρωμένα φυλάκια των ξωτικών, που υπήρχαν διάσπαρτα κοντά στις ακτές. Όταν οι βαριές πόρτες άνοιξαν και τα πρόσωπά τους -με πρώτο βέβαια το δικό του πρόσωπο- φωτίστηκαν από τους δαυλούς που κρατούσαν εκείνοι που ήρθαν να ελέγξουν και να φροντίσουν τους τραυματίες, ο Κίρνταν, (που τον γνώριζε εξ όψεως όταν τον είχε ξαναδεί στο Νίμπρεθιλ του Αρβένιεν), ήρθε μπροστά του και τον κοίταξε προσεκτικά και για αρκετή ώρα πριν του μιλήσει:
«Το πρόσωπό σου για κάποιο λόγο, μου είναι παράξενα οικείο, σα να το γνωρίζω από το παρελθόν, αλλά αυτά τα μάτια, μου φέρνουν μόνο ένα όνομα στο νου, αν και δεν ξέρω κατά πόσο είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό….»
«Όποιος κι αν νομίζεις ότι είμαι, άρχοντα Κίρνταν, εγώ που γνωρίζω ποιος είμαι πραγματικά, διαλέγω να μείνω κρυμμένος από τα μάτια και άγνωστος από τα αυτιά, επειδή δεν πρόκειται να αποκαλύψω τίποτα που να έχει σχέση με το άτομό μου, αφού έτσι παραμένω ασφαλής…», απάντησε ο Ελουρέντ.
»Ο Έλροντ βρίσκεται αποκλεισμένος στα Χιθαέγκλιρ και ο Ερεϊνιον στο Λίντον, σου δίνω λοιπόν την ακόλουθη συμβουλή: Άφησε τις περιοχές αυτές στη φροντίδα των ανθρώπων και γύρισε στο Μίθλοντ, επειδή εκεί θα πάει ο Γκορθάουρ μετά το Ρίβεντελ…»
«Αν είσαι αυτός που υποψιάζομαι, σίγουρα οφείλεις να μας δώσεις πολλές εξηγήσεις, όπως και για την προέλευση των πληροφοριών σου…»
«Αν με αποκαλείς κατάσκοπο και προδότη στην υπηρεσία του Γκορθάουρ, τότε λυπάμαι πολύ που έχεις σχηματίσει αυτήν την εντύπωση αλλά δεν θα μείνω για να την αντικρούσω, ούτε και θα προσπαθήσω να σου αλλάξω γνώμη, όμως εσύ, θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα τους λόγους των πράξεών μου, Άρχοντα των λιμανιών του Μπρίθομπαρ, του Έγκλαρεστ και του Τολ-Μπάλαρ…», είπε ο Ελουρέντ, αναφέροντας με τη σειρά όλα τα επίνεια των Ξωτικών στο Μπελέριαντ, και τα μάτια του άστραψαν.
»Βλέπω ότι έπραξα σωστά μένοντας στην αφάνεια, επειδή η ενθύμηση της Αδελφοκτονίας δεν έχει αφήσει ακόμα εντελώς τις καρδιές των αδελφών, αν και άλλοι ήταν εκείνοι που τη βίωσαν, στο Ντόριαθ και το Λίσγκαρθ», συμπλήρωσε, και γύρισε να φύγει με μια απότομη κίνηση, αλλά βλέποντας τις πύλες κλειστές και φρουρούμενες, απώθησε μόνο με τη δύναμη των χεριών του τον Κίρνταν και τους πολεμιστές που τον είχαν κυκλώσει, και ανεβαίνοντας στα ψηλά τείχη με μεγάλη ευλυγισία και ταχύτητα, πήδηξε στο έδαφος και χάθηκε.
Οι φρουροί των επάλξεων έσκυψαν να τον δουν, νομίζοντας ότι θα είχε τσακιστεί πηδώντας από τέτοιο ύψος, και όπλισαν τα τόξα τους καθώς τον είδαν να απομακρύνεται, αλλά ο Κίρνταν δεν τους άφησε να τον τοξεύσουν, ούτε και να τον κυνηγήσουν με τα άλογα, όπως του πρότειναν οι αξιωματικοί του. Γύρισε και κοίταξε τους τραυματίες που τον κοιτούσαν κι εκείνοι με βλέμμα απορημένο για τη στάση που κράτησε μπροστά στον άγνωστο που ήταν και ο ίδιος τραυματισμένος, αλλά δεν τους είπε τίποτα και κράτησε τις σκέψεις του για τον εαυτό του. Έδωσε όμως εντολή να ετοιμαστούν τα καράβια και να επανδρωθούν όσο το δυνατόν συντομότερα, επειδή έπρεπε να ενισχύσουν τον Γκιλ-Γκάλαντ και να συσπειρώσουν τις δυνάμεις τους, που μέχρι τώρα ήταν διασκορπισμένες σε πολλά μικρά φυλάκια και φρούρια στην κόψη των κυμάτων.