17/8/10

Ένα ωραίο σχέδιο (γ' μέρος)


Όλο το χειμώνα την επισκεπτόταν, όχι πολύ συχνά, αλλά σε άτακτα διαστήματα. Του άρεσε να βλέπει τα μάτια της έκπληκτα και να ακούει τη φωνή της που του γελούσε χαιρετώντας τον. Ακόμα και ημέρες που η κακοκαιρία ήταν έντονη και ο αγέρας λυσσομανούσε και λύγιζε τα γυμνά δέντρα, εμφανιζόταν στην πόρτα της και την άκουγε να του μιλάει, πολλές φορές για θέματα άσχετα μεταξύ τους, ενώ κάθονταν κοντά στη φωτιά. 
Κάπως έτσι ένα απόγευμα, την έπεισε να του μιλήσει για τον εαυτό της και όχι για κάτι άλλο, και η Ελάννα του διηγήθηκε τα πάντα, για τον θάνατο των γονιών της ενώ εκείνη βρισκότανε με τους Γιάουρ και το Νέχαρ, το γειτονόπουλο που μεγάλωσαν μαζί, το πώς έμεινε επί μία εβδομάδα μέσα στη σπηλιά πίσω από το νερό μετά τη σφαγή των δικών της, πως ανακατεύτηκε με τις περιπολίες πάλι λόγω του Νέχαρ, και για ποιο λόγο αναγκάστηκε να φύγει δια παντός από το σπίτι της αδελφής της…, και τότε έκλαψε, και ήταν η πρώτη φορά που ο Ελουρέντ την είδε να κλαίει και δεν του άρεσε καθόλου το θέαμα, και μετάνιωσε που την ανάγκασε να του πει αυτά που την πονούσαν.
Όμως η λύπη των ανθρώπων δεν είναι σαν τη λύπη των ξωτικών και σύντομα ξεπέρασε την πίκρα και του χαμογέλασε με στεγνά μάτια, και ο Ελουρέντ κατάπληκτος ανακάλυψε την ικανότητα των ανθρώπων να αντιστέκονται στη φθορά της απελπισίας και να συνεχίζουν τον αγώνα της ζωής με καινούριο θάρρος. Ένιωσε να δένεται μαζί της, και τώρα δεν ήταν μόνο το προσωπικό ενδιαφέρον που τον έλκυε κοντά της, αλλά και η ανάγκη του να μάθει πράγματα που ξεπερνούσαν τη λογική και τη σοφία των Ξωτικών επειδή απλά, η γνώση και η διάρκεια της ζωής τους, τους εμπόδιζε να αντιληφθούν τη δύναμη του εφήμερου των ανθρώπων.
Η υπομονή του να παραμείνει πιστός στο σχέδιό του, λιγόστευε κάθε φορά που τη συναντούσε. Και καταβάλλοντας μεγάλο κόπο, αντιστεκόταν στον πειρασμό να την πλησιάζει πιο συχνά, και μετρούσε τις ημέρες που περνούσαν, σαν να ήταν χρόνια, στην πλάτη ενός νεροβουβαλιού που είναι αναγκασμένο να οργώνει, ενώ θα ήθελε να κολυμπά. Αλλά πιο πολύ απ’ όλα, τον προβλημάτιζε το γεγονός ότι απέφευγε να τον αγγίξει ακόμα και στο ελάχιστο, αν και εκείνος είχε μεγάλο πόθο να το κάνει. Μα τον ικανοποιούσε το βλέμμα της όταν τον κοιτούσε, και επιτέλους διέκρινε κάτι ν’ αλλάζει μέσα της όσο περνούσε ο καιρός, καθώς ανακάλυπτε ότι το σχέδιό του απέδιδε καρπούς.
Κι έτσι όμορφα πέρασε ο χειμώνας και όταν τα πρώτα μάτια στα σφεντάμια και τις σημύδες έπιασαν ν’ ανοίγουν, βγαίνανε βόλτες στο δάσος και στο βουνό, και ο Ελουρέντ της έδειξε τους φασιανούς που καλούσαν τα ταίρια τους, πάνω στα δέντρα, τα ελάφια που τα καινούρια κέρατα άρχιζαν να φυτρώνουν στα κεφάλια των αρσενικών, και τις διαδρομές των αγριόχοιρων και των χοιρομητέρων, που έβγαιναν για βοσκή στο καινούριο χορτάρι, μαζί με τα ραβδωτά μωρά τους. 
Της έκανε και μια μικρή επίδειξη τοξοβολίας, κι εκείνη το έβαλε σκοπό να μάθει να ρίχνει με το τόξο και ζήτησε από το Γκόν-γκιρι που και ‘κείνος την επισκεπτότανε κάπου-κάπου το χειμώνα, να της φέρει ένα από τα δικά τους τόξα, για να μάθει κρυφά από τον Ελουρέντ πώς να το χειρίζεται. Ο Ελουρέντ όμως που το έμαθε, νόμισε ότι εκείνη ήθελε να μάθει να το χρησιμοποιεί για να κυνηγά ζώα και πουλιά, αλλά οι Γιάουρ που την ήξεραν, του είπαν ότι ποτέ δεν έτρωγε κρέας, από παιδί ακόμα, επειδή τα λυπόταν, και συχνά όταν της τα φέρνανε στο τραπέζι οι γονείς της, αρνιότανε πεισματικά να φάει και προτιμούσε να μείνει νηστική.
Κατάλαβε τότε ότι ήθελε να δοκιμάσει τον δικό του τρόπο πολέμου, τον πόλεμο που προτιμούσαν τα Ξωτικά Σίνταρ και Λαϊκουέντι, που τους επέτρεπε να χρησιμοποιούν όλες τις ικανότητες να κρύβονται και να χτυπούν αθόρυβα. Του άρεσε που την είχε επηρεάσει τόσο πολύ, και την εκτίμησε ακόμα περισσότερο, επειδή και εκείνος αγαπούσε ιδιαίτερα τα πουλιά και τα αγρίμια του δάσους, και ο παππούς του ο Μπέρεν στο Τολ Γκάλεν, συχνά δεχόταν την επίσκεψη πολλών ζώων που δεν τον φοβόντουσαν και τον αγαπούσαν, και πολλές φορές ήταν και ο ίδιος παρών, σ’ αυτές τις ασυνήθιστες συναντήσεις. Γι’ αυτό, έπεισε τους Ντρούγκου που αντιδρούσαν στην ιδέα της παραχώρησης δικού τους όπλου στη νεαρή γυναίκα, να το κάνουν, και με περιέργεια περίμενε να δει τί θα συνέβαινε όταν θα το έπαιρνε στα χέρια της.