21/8/10

Ένα ωραίο σχέδιο (δ' μέρος)


Η Ελάννα ξεκίνησε τις προπονήσεις ένα πρωινό του Μάρτη, ενώ το κρύο ήταν ακόμα τσουχτερό και ο ήλιος πολύ νέος για να ζεστάνει τη φύση, αλλά η αποτυχία να χτυπήσει έστω και έναν από τους στόχους που είχε βάλει, την απογοήτευσε σύντομα. Όμως δεν εγκατέλειπε τις προσπάθειες της, και για αρκετές μέρες ακόμα δοκίμασε τις ικανότητές της στην τοξοβολία, αλλά οι επιδόσεις της δεν βελτιώνονταν καθόλου, παρά την επιμονή της. Οι Ντρούγκου που γυρνούσαν από βραδινό ψάρεμα την είδαν που για πρώτη φορά μετά από δυο βδομάδες με το τόξο, βγήκε από τον περίβολο του σπιτιού της και οπλισμένη με ένα αυτοσχέδιο κοντάρι πήγε προς το ποτάμι.
Τη χαιρέτισαν χωρίς να σχολιάσουν τον οπλισμό της ή τους σκοπούς της και απομακρύνθηκαν προς τον δασωμένο όγκο του Βουνού. Κι εκείνη, φτάνοντας στον Λέφνουι, έκανε ένα χοντρό κόμπο την άκρη του φουστανιού της, στο ύψος των γονάτων και με το καμάκι στο χέρι, ισορροπώντας στις γυαλισμένες πέτρες, έψαχνε για κάποιο ψάρι. Δεν υπήρχε πραγματικά λόγος να ψαρέψει, αλλά έψαχνε κάτι να ξοδέψει το χρόνο της. Νωρίτερα, είχε παρατήσει για ακόμα μια φορά το τόξο και τα βέλη των Ντρούγκου κρεμώντας τα μέσα στο σπίτι της, αφού είχε αποδειχτεί ανίκανη να στοχεύσει καλά, -παρά τη διαπιστωμένη σταθερότητά της στο ακόντιο-, και τα είχε καταστρέψει σχεδόν όλα.
Ο Ελουρέντ που συνόδευε όπως πάντα τους Γιάουρ- και κρυμμένος παρακολουθούσε όλες τις προηγούμενες ημέρες τις προπονήσεις της στο αγαπημένο του όπλο, την ακολούθησε μέχρι την όχθη του ποταμού, προσεκτικά καλυμμένος από τις σκιές ανάμεσα στα δέντρα. Τώρα σκεφτόταν ότι θα ήταν καλύτερα να την έχει βοηθήσει ο ίδιος να μάθει να στοχεύει μ’ αυτό το ελαφρύ τόξο, παρά να την έχει αφήσει στην τύχη της, και είχε μετανιώσει που είχε κρατήσει αποστάσεις από την Ελάννα, έστω από διακριτικότητα προς εκείνη. Δε θα το έκανε όμως ξανά, υποσχέθηκε στον εαυτό του, έπρεπε οπωσδήποτε να την πλησιάσει αυτό το ηλιόλουστο πρωινό.
Έτσι την παρατηρούσε από μακρυά ψάχνοντας ταυτόχρονα την κατάλληλη ευκαιρία να έρθει κοντά της, την ώρα που εκείνη σκαρφαλωμένη πάνω σε έναν γλιστερό βράχο, αμφιταλαντευόταν, έχοντας βάλει στο μάτι μία μεγάλη πέστροφα που τριγυρνούσε νωχελικά γύρω από τις πέτρες που στεκόταν. Έκανε αρκετές προσπάθειες να χτυπήσει το ψάρι ζυγίζοντας με το μάτι, το βάθος του νερού και την κλίση που έπρεπε να πάρει το καμάκι της, αλλά της ξέφευγε, και κάθε φορά απομακρυνόταν ολοένα και πιο πολύ από την ακτή, πηδώντας από βραχάκι σε βραχάκι που ξεχώριζε πάνω από το νερό, προσέχοντας να μη γλιστρήσει. Και ήταν έτοιμη να χτυπήσει επιτέλους το ψάρι και σχεδόν δεν ανάσαινε με το ακόντιο έτοιμο στο χέρι της, όταν ένα ξαφνικό τίναγμα του νερού μπροστά της, την αιφνιδίασε και την έκανε να αναπηδήσει προς τα πίσω και φυσικά να πέσει μέσα στο παγωμένο νερό και να βραχεί μέχρι τη μέση της.
Άκουσε τη σαστισμένη κραυγή του ξωτικού που φώναξε τ’ όνομά της, την ώρα που έπεφτε, και κοίταξε γύρω της, αλλά δεν τον είδε πουθενά. Κοκκίνισε από θυμό και καθώς σηκώθηκε, ξανανέβηκε πάνω στο βράχο και έβγαλε από τα πόδια της τις μπότες της και τις πέταξε στην όχθη. Τουρτουρίζοντας από το κρύο, κοίταξε μπροστά στον βράχο και βρήκε το ψάρι χτυπημένο από το βέλος και το τράβηξε. Το ελαφρύ καμάκι της όμως είχε παρασυρθεί από το ρεύμα του ποταμού και το είχε χάσει.
«Τέρας!» φώναξε αγριεμένη προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχε ακούσει τη φωνή του Ξωτικού, και είδε τον Ελουρέντ να τρέχει προς το μέρος της μέσα από τη συστάδα των δέντρων που βρισκόταν κρυμμένος. Η Ελάννα βγήκε στη όχθη βιαστικά, τσαλαβουτώντας, αφού πια δεν την ενδιέφερε να μην βραχεί, όντας ήδη βρεγμένη. Τράβηξε το βέλος από το ψάρι και του το κούνησε δείχνοντάς του το.
«Είπα να σε βοηθήσω λίγο…», της απάντησε καθώς την πλησίαζε τρεχάτος, «δεν ήθελα να σε ρίξω στο νερό», προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά εκείνη, έξω φρενών, του εκσφενδόνισε το ψάρι με όση δύναμη είχε, όμως εκείνος το απέφυγε εύκολα σκύβοντας στο πλάι. Η Ελάννα του γύρισε την πλάτη και πετώντας κάτω το βέλος του που το κρατούσε ακόμη, άρχισε να ανεβαίνει την επικλινή όχθη τρέχοντας ξυπόλητη, και εκείνος, παράτησε τα όπλα του επιτόπου και ρίχτηκε στο κατόπι της. Ήταν γρήγορη, αλλά εκείνος ήταν πολύ πιο γρήγορος και επιπλέον ήταν στεγνός, και την πρόφτασε στην κορυφή των βράχων, και καθώς την έπιασε και την γύρισε προς το μέρος του, έχασε την ισορροπία της και ο Ελουρέντ δε μπόρεσε ή δε θέλησε να διατηρήσει τη δική του, και κατρακύλησαν στην χορταριασμένη κατηφορική πλαγιά και έπεσαν αγκαλιασμένοι στα ρηχά, πάνω σε κάτασπρα ολοστρόγγυλα βότσαλα.
«Δεν ήθελα να σε ρίξω στο νερό, πρέπει να με πιστέψεις» δικαιολογήθηκε ξανά, κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του, «χτύπησες πουθενά, είσαι καλά;» Την κρατούσε πάνω στο σώμα του και είχε το ένα του χέρι προστατευτικά γύρω από το κεφάλι της και το άλλο του χέρι περασμένο γύρω από τη μέση της και η Ελάννα μουρμούρισε ότι μάλλον ήταν καλά και με μια μόνο ματιά το Ξωτικό διαπίστωσε ότι ευτυχώς δεν είχε τραυματιστεί κανείς από τους δυο τους, εκτός από το γεγονός ότι η κοπέλα τώρα ήταν εντελώς βρεγμένη, όπως κι εκείνος.
Προσπάθησε να της χαμογελάσει, αν και η ανάσα του ήταν ελαφρά λαχανιασμένη, και θα την κρατούσε κι άλλο πάνω του, αν εκείνη δεν έτρεμε από το κρύο και την ταραχή και δεν αποφάσιζε να σηκωθεί από μόνη της. Του άπλωσε όμως το χέρι της για να τον τραβήξει από τα νερά, και ‘κείνος, το έπιασε και σηκώθηκε, σα να χρειαζότανε πραγματικά τη βοήθειά της για να το κάνει. Άρχισαν να ανεβαίνουν την όχθη πιασμένοι χέρι-χέρι, και σύντομα έφτασαν στο βράχο απ’ όπου είχαν πέσει. Την κοίταξε που έστυβε την άκρη του φουστανιού της που κρεμόταν βρεγμένο πάνω της και όπως κάθισε στο βράχο, την τράβηξε μαλακά από το χέρι που την κρατούσε νωρίτερα, για να καθίσει κι εκείνη πλάι του.
»Έλα, και μη στεναχωριέσαι…, ο ήλιος είναι ζεστός και θα μας στεγνώσει…», της είπε και έγειρε πίσω, και ξάπλωσε πάνω στη ζεστή πέτρα, διπλώνοντας τα χέρια του κάτω από το κεφάλι του.
Εκείνη ακολούθησε το παράδειγμά του, όμως σε λίγο, γύρισε στο αριστερό πλευρό και τον παρατηρούσε που είχε τα μάτια του κλειστά και μικρές διάφανες σταλίδες νερού κυλούσαν ακόμα επάνω στο πρόσωπό του και στον λαιμό του. Χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση της, άπλωσε το δεξί της χέρι και ξεμπέρδεψε με τα δάχτυλά της τις χρυσοκάστανες τούφες των μαλλιών του, και χάιδεψε με τις άκρες των δαχτύλων της το πρόσωπό του αγγίζοντας τις αδρές γραμμές του, κι εκείνος που δεν κοιμόταν, γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε. Η Ελάννα μάζεψε το χέρι της βιαστικά. Από τόσο κοντά, διέκρινε καθαρά τις ραβδώσεις του καστανού και του χρυσού χρώματος της ίριδας των ματιών του και μαγνητίστηκε από το βλέμμα του και την ξωτική λάμψη του.
»Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που με είχαν χαϊδέψει για τελευταία φορά…» της είπε, κι εκείνη άπλωσε πάλι το χέρι της και τον άγγιξε, όμως μόνον για λίγο, επειδή σηκώθηκε απότομα και κατηφόρισε τρέχοντας την όχθη, κι έστριψε από το μικρό μονοπάτι προς το σπίτι της.

2 σχόλια:

Avalon είπε...

Um Nice!

venthesikymi είπε...

yeah, i wanted to use Jared Leto as an elf for the post, but i had to change his photo even more, somehow...
Any way he is gorgeous :)