Ο Ελουρέντ δεν κουνήθηκε από τη θέση του επειδή προτίμησε να μην την ακολουθήσει, αφού της προκαλούσε τόση νευρικότητα, και αποφάσισε ότι θα ήταν σαφώς καλύτερα να την αφήσει να ηρεμήσει μόνη της για λίγο και να πάει να τη βρει ο ίδιος αργότερα, στο σπίτι της. Έμεινε για ώρα έτσι ξαπλωμένος, πάνω στο βράχο, μέχρι που υπήρχε ελάχιστη υγρασία πάνω του, και τότε μόνο σηκώθηκε και κατέβηκε κι αυτός με αργό βήμα την όχθη, ως το σημείο που είχε αρχίσει το κυνηγητό, κι εκεί βρήκε τα όπλα του και τις βρεγμένες μπότες της που δεν τις είχε πάρει μαζί της, καθώς έφευγε από κοντά του τρέχοντας.
Τις μάζεψε και πήρε το δρόμο που είχε πάρει κι εκείνη, και έφτασε ως το σπίτι της. Λεπτός καπνός έβγαινε από την καμινάδα, και το φουστάνι της ήταν κρεμασμένο πάνω σε ένα από τα κλωνάρια του πιο κοντινού σφενταμιού, το άγγιξε, ήταν ακόμα πολύ υγρό. Πήγε στην πόρτα της αθόρυβα και ακούμπησε το αυτί του πάνω στο ξύλο, από μέσα όμως δεν άκουγε τίποτα. Έσπρωξε την πόρτα της αργά, νομίζοντας ότι ίσως εκείνη κοιμάται, και είπε σιγανά το όνομά της. Ήταν εκεί και καθόταν στο πάτωμα, μπροστά στη φωτιά, φορώντας το λινό γκρίζο νυχτικό της και ήταν τυλιγμένη με τη χοντρή κουβέρτα της. Τον κοίταξε που έσκυψε ελαφρά για να μπει και κρατούσε στα χέρια του τα πράγματά της.
»Τα ξέχασες φεύγοντας…» της είπε και τα ακούμπησε δίπλα στην πόρτα. « Πως νοιώθεις;»
«Είμαι καλύτερα τώρα…Σ’ ευχαριστώ που τα έφερες, κρύωνα τόσο πολύ εκείνη την ώρα που δεν θυμήθηκα να τα μαζέψω…» του είπε και κατέβασε τα μάτια της από τα μάτια του, και τα μάγουλά της ρόδισαν.
«Με θέλεις να μείνω για λίγο κοντά σου, ή προτιμάς να φύγω;» τη ρώτησε βλέποντάς την να αισθάνεται τόσο άβολα, μπροστά του, όμως Ελάννα αντί για απάντηση, τον κοίταξε αναγνωρίζοντας την μεταμέλειά του και μετακινήθηκε στο πλάι, για να του αφήσει χώρο να καθίσει δίπλα της, μπροστά στη φωτιά. Ο Ελουρέντ άφησε το όπλα του κοντά στα πράγματά της και ήρθε και κάθισε παίρνοντας μία πολύ ωραία στάση, φαινομενικά ανεπιτήδευτη: Κάθισε με το ένα γόνατο διπλωμένο στο πάτωμα και το άλλο όρθιο (και ‘κει είχε ακουμπήσει απλωμένο το ένα του χέρι) και στηριζόταν με το άλλο του χέρι λυγισμένο στον αγκώνα. Ήταν πολύ χαλαρός και ακαταμάχητα ωραίος, και αιχμαλώτισε ξανά το βλέμμα της, αλλά η Ελάννα δεν έδειξε τίποτα πέρα από το ότι το τρέμουλό της έγινε πιο έντονο, κι εκείνος το πρόσεξε και ανακάθισε.
«Θα το έχω βάρος στη συνείδησή μου αν κρυώσεις εξαιτίας μου…» μουρμούρισε ανήσυχος, «πέρασες όλον τον χειμώνα χωρίς αρρώστια για να την πάθεις τώρα…» Έφερε το ένα του χέρι στην πλάτη της και με το άλλο την κρατούσε σταθερή από τον δεξί της ώμο και την έτριψε δυνατά, σχεδόν πονώντας την, και την τύλιξε ακόμα σφιχτότερα με την κουβέρτα της και την τράβηξε να κολλήσει πάνω του, σαν για να τη ζεστάνει και με το σώμα του.
«Γιατί τα κάνεις όλ’ αυτά;» τον ρώτησε μετά από μερικές στιγμές η Ελάννα που ως εκείνη την ώρα είχε δεχτεί το άγγιγμά του αδιαμαρτύρητα.
«Τί κάνω, δηλαδή;» την αντερώτησε, τραβώντας τα χέρια του από πάνω της.
«Γιατί μου δείχνεις τόση προσοχή;»
«Γιατί όχι; Επειδή φαινόμαστε διαφορετικοί;» της είπε κοιτώντας την στα μάτια. «Είμαστε φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά, Ελάννα, οι άνθρωποι και τα ξωτικά, και το μόνο που μας διαφοροποιεί είναι η φθορά της σάρκας και τα αίτια που την προκαλούν, και όχι η μορφή, ή οι ικανότητες…», ακολούθησε μία μικρή σιωπή και συνέχισε:
»Ξέρω τα πάντα για σένα, όμως εσύ γνωρίζεις ελάχιστα για μένα, γι’ αυτό νομίζω πως ήρθε ο καιρός να μάθεις ποιος είμαι και τι γυρεύω εδώ…»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου