12/6/10

Μία απρόσμενη συνάντηση (δ' μέρος)


Οι άνδρες άκουσαν τις οδηγίες της Θίμελ και ο Νέχαρ πήρε το κάρο και έφυγε προς την πόλη, μιας και προείχε η φροντίδα της φίλης του, ενώ οι άλλοι άνδρες έμειναν πίσω για να φροντίσουν τα πτώματα των Μπάλκχοθ και του αλόγου. Και επέστρεψε νωρίς το απόγευμα με τα εφόδια που του είχε ζητήσει να της φέρει, και είδε πως οι σύντροφοι του είχαν θάψει σε μεγάλο λάκκο τα πτώματα των εισβολέων και του ζώου. Και οι Πούκελ-μεν, μετέφεραν τα πράγματα στην αδελφή της Ελάννα, που η αναμονή για τη ζωή ή για το θάνατο, την κράτησε για δυο ημέρες κοντά της χωρίς να φύγει καθόλου. Το κορίτσι συνερχόταν στιγμές-στιγμές, αλλά ενώ η Θίμελ αναθαρρούσε, εκείνη έχανε πάλι τις αισθήσεις της και την έριχνε σε μαύρη απελπισία. Ήταν μεσημέρι όταν ξαφνικά η Ελάννα σηκώθηκε στο κρεβάτι της, και κοίταξε γύρω της, αλλά η Θίμελ δεν την άφησε να καθίσει έτσι, και εκτός αυτού, το κεφάλι της ήταν ακόμα βαρύ από το χτύπημα και ζαλιζόταν, γι’ αυτό ξαναξάπλωσε και τότε μόνο είδε πού βρισκόταν.
«Ποιος με έφερε εδώ;»
«Οι Ντρούγκου μάλλον, που οδήγησαν και μένα κοντά σου…» της είπε και έμεινε για λίγο σκεπτική, μην ξέροντας αν έπρεπε να της πει και για τις υποψίες των ανδρών σχετικά με τον Ξωτικό στο δάσους. Η Ελάννα κατάλαβε το δισταγμό της και επέμεινε στην ερώτησή της, παρά τον πόνο του κεφαλιού της.
«Δε φαίνεσαι πολύ σίγουρη…» παρατήρησε με όση οξυδέρκεια της επέτρεπε το τραύμα της. «Τους βοήθησαν τα αγόρια;»
«Όχι, όχι τα αγόρια…» της είπε η Θίμελ, «κάποιος άλλος, πάντως όχι δικός μας…Δεν ξέρουμε ποιος ήταν, αλλά πριν σε φέρει στο σπίτι και σε φροντίσει, σε έσωσε από βέβαιο θάνατο, χρησιμοποιώντας μεγάλα βέλη, και κανένας άνδρας από τα μέρη μας δεν είναι τόσο ψηλός όσο αυτός, ούτε και κανείς χρησιμοποιεί τέτοιο τόξο…», της απάντησε.
«Τι είναι;» ρώτησε πάλι εκείνη, «Άνθρωπος; Ξωτικό; Τον είδατε;»
«Δεν τον έχουμε δει καθόλου, όμως ο Νέχαρ και οι σύντροφοί σου πιστεύουν ότι υπάρχει κάποιος που σε βοήθησε ακριβώς την στιγμή που έπρεπε…Κι αυτός μάλλον σε περιέθαλψε και του οφείλεις και αυτό, αν και θα ήθελα να ήσουν τελείως καλά για να σου τις βρέξω που με κατατρόμαξες, τρελοκόριτσο…Δυο μέρες βρίσκομαι εδώ και σε φυλάω, και ‘συ κοιμάσαι του καλού καιρού…» της είπε χαμογελώντας, αλλά από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.
«Μην κλαις…», της είπε κουρασμένα. «Να γυρίσεις στο σπίτι σου, θα είμαι εντάξει εγώ…, έχω τους Γιάουρ…, είναι φίλοι μου από παλιά και τους εμπιστεύομαι…» της είπε, και εξαντλημένη έπεσε σε λήθαργο.
Αλλά η Θίμελ δεν έφυγε, επειδή η Ελάννα ήταν ακόμα πολύ αδύναμη και χρειαζόταν επίβλεψη, και δεν εμπιστευόταν τους Ντρούγκου που περιφέρονταν γύρω από το σπίτι, παρά τη συμπάθεια που έτρεφε η αδελφή της γι’ αυτούς, ή τη φιλία που ένωνε τους γονείς της με αυτά τα άσχημα ανθρωπόμορφα πλάσματα. Κι έμεινε μαζί της άλλες πέντε ημέρες, αλλά στο τέλος αναγκάστηκε να φύγει επειδή ο άνδρας της την είχε ειδοποιήσει να γυρίσει. Της υποσχέθηκε όμως να την επισκεφτεί ξανά και της έδωσε ρητές οδηγίες να μην απομακρύνεται από το σπίτι, και αν παραστεί οποιαδήποτε ανάγκη, να στείλει κάποιον Ντρουγκ να την ειδοποιήσει. Εκείνη άκουσε με υπομονή τις οδηγίες αλλά μόλις η αδελφή της απομακρύνθηκε, βγήκε αμέσως από το σπίτι.
Η πόρτα του σπιτιού φρακάρισε στο πλάι, καθώς την έσπρωχνε ν’ ανοίξει τελείως, κοίταξε το εμπόδιο και είδε ότι ήταν οι δυο πέτρινες μυλόπετρες που είχαν εγκαταλειφθεί άχρηστες, αχρησιμοποίητες από πολλά χρόνια. Η αυλή του σπιτιού της δεν ήτανε όπως την θυμόταν, οι βατουλιές είχαν πνίξει τις φουντουκιές και η μεγάλη μηλιά είχε πέσει, το αξιοθρήνητο κουφάρι της σάπιζε από την υγρασία και από τα μανιτάρια. Νεαρά σφεντάμια είχαν φυτρώσει μέσα σ’ αυτά τα έξι χρόνια που είχαν περάσει, από το πρωινό εκείνο που την είχαν βρει στη κρυψώνα της και την πήραν στην πόλη, μισολιπόθυμη από την λύπη και την ασιτία.
Δεν περίμενε ότι θα επέστρεφε ποτέ ξανά στο ίδιο αυτό μέρος, όμως τώρα ευχαριστούσε την τύχη της που είχε βρεθεί κοντά στο πατρικό της, την πιο δύσκολη στιγμή. Ξυπόλητη και με ένα χοντρό μάλλινο φουστάνι που της είχε φέρει και φορέσει η αδελφή της, έκανε μερικά μέτρα πατώντας στο ένα μόνο πόδι, ενώ στηριζόταν στα δέντρα για να προχωρήσει. Αλλά απόκαμε σύντομα, παρόλο που ήθελε να πάει πιο μακριά, για να δει τον γύρω χώρο και να ψάξει και για τον άγνωστο που την είχε βοηθήσει.
Οι Ντρούγκου ήρθανε κοντά της, ήταν μια μικρή ομάδα από γυναίκες και παιδιά που πήγαιναν προς το ποτάμι και την κύκλωσαν, και όλοι μαζί, τη μαλώνανε που βγήκε από το σπίτι της τόσο νωρίς μετά τον τραυματισμό της και προχωρούσε χοροπηδώντας σαν μονοπόδαρο (lambadal) σπουργίτι πάνω στα πεσμένα φύλλα. Η τελευταία παρατήρηση την έκανε να γελάσει τόσο πολύ, που ακούμπησε πάνω σ’ ένα δέντρο με την πλάτη για να στηριχτεί, ενώ οι Γιάουρ τραντάζονταν από χαχανητά. Όμως και ο Ελουρέντ που βρισκότανε κοντά τους αλλά ήταν καλά κρυμμένος, γέλασε κι αυτός χωρίς έγνοια να τον ακούσει, και το γέλιο του ακούστηκε καθαρό και την έκανε να σωπάσει.
Κοίταξε γύρω της προσπαθώντας να τον εντοπίσει ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων και της φάνηκε πως είδε μία κίνηση ή μια σκιά ν’ απομακρύνεται, αλλά το δάσος κάλυψε μέσα στις δικές του σκιές, ό,τι κι αν ήταν αυτό που νόμιζε ότι είχε δει. Γύρισε στο σπίτι της με τη βοήθεια των φίλων της, όμως είχε αρχίσει να αισθάνεται τύψεις που κρατούσε το σπίτι, επειδή σκέφτηκε ότι ίσως εκείνος το χρησιμοποιούσε, και τώρα είχε μείνει χωρίς κατάλυμα.