26/6/10

Η ΝΕΑ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ (α' μέρος)



«Δεν έρχομαι πίσω, εδώ θα είναι το σπίτι μου, όπως πάντα ήταν! Και να πεις στο άντρα σου και στους άλλους, ότι δεν είμαι πια στη ζωή, πως πέθανα, πως δεν βρίσκομαι στο κόσμο των ζωντανών!» της φώναξε και βγήκε από το πέτρινο κτίσμα, ενώ η Θίμελ την ακολούθησε.
«Ελάννα, μπορούμε να το συζητήσουμε…», της είπε με φωνή που χρωματιζόταν από απελπισία.
«Το συζητήσαμε αρκετά, όλους αυτούς τους μήνες που μου απαγορεύσατε σα να ’μουνα μικρό παιδί, να βγαίνω με τα άλογα και με αναγκάσατε με διάφορες προφάσεις να μένω σπίτι, για να μ’ ελέγχετε καλύτερα! Βαρέθηκα να μου φέρνετε υποψήφιους γαμπρούς που με κοιτούσαν πρώτα στα καπούλια και ύστερα στα μάτια, σαν να ήμουν ένα υποζύγιο και όχι άνθρωπος! Αλλά αυτό το τελευταίο που έκανες, δεν το ανέχομαι και δε θα έρθω να το δω, και μην προσπαθείς να με μεταπείσεις!» φώναζε σχεδόν, με τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές .
«Ήταν επιθυμία του άντρα μου να την παντρέψουμε τόσο νωρίς, κι εκείνη δεν έφερε αντίρρηση σ’ αυτό το γάμο», της απάντησε.
«Ποια αντίρρηση να φέρει ένα κορίτσι δεκατεσσάρων ετών, και ποιος να πάρει αυτήν την αντίρρηση στα σοβαρά, όταν δεν σέβεται μία γυναίκα στα εικοσιτρία της; Αλίμονο Θίμελ, κάποτε ενηλικιωνόμασταν στα εικοσιπέντε, και είχαμε το δικαίωμα να διαλέξουμε το δρόμο μας, πόσος καιρός πέρασε από τότε που εσύ η ίδια παντρεύτηκες σ’ αυτή την ηλικία ώστε να μην ακούς τη γνώμη της αδελφής σου; Οι γονείς μας ζούσαν ακόμα σ’ αυτό το σπίτι όταν βγήκες νύφη από δω, γιατί έτσι το θέλησες εσύ, που ήσουν ενήλικη, κι εγώ λοιπόν θέλω ν’ αποφασίσω μόνη μου, επειδή είναι το δικαίωμα που έδωσε η Χάλεθ στις γυναίκες του λαού μας…»
«Οι καιροί έχουν αλλάξει και λιγοστεύουμε, Ελάννα!»
«Πάντα ήμασταν λίγοι, δεν βλέπω πως μπορεί αυτό ν’ αλλάξει από τη δική μου απόφαση που δεν την υπολογίζετε! Και υπήρξαμε ακόμα λιγότεροι στο παρελθόν, μόνο μια χούφτα οικογένειες, και πάλι επιζήσαμε, κρατώντας αυτές τις αρχές ανάμεσά μας και σεβόμασταν ο ένας τον άλλο, είτε άντρα, είτε γυναίκα! Ο γάμος είναι το λιγότερο που με ενδιαφέρει, και αν ποτέ συμβεί, θα είναι δική μου και μόνο επιλογή, και κανενός άλλου, όπως θα ‘πρεπε να είναι και της Έριν! Δε θα έρθω λοιπόν πίσω να δω αυτόν τον εξευτελισμό, καθώς θα σέρνετε τραγουδώντας, ένα μικρό κορίτσι στο βωμό της θυσίας του!»
Η Θίμελ είχε μείνει σκεφτική και την κοίταζε. Το πρόσωπό της ήταν πετρωμένο. Τα επιχειρήματα της αδελφής της δεν ήταν εύκολο να παρακαμφθούν και έχανε ήδη τη μάχη, αλλά της έμενε μία τελευταία ελπίδα να κερδίσει τον πόλεμο, ακολουθώντας τη συμβουλή του άντρα της.
«Έχεις αποφασίσει λοιπόν να μη γυρίσεις πίσω στο σπίτι;» τη ρώτησε και την κοίταξε στα μάτια, κατανικώντας την αμηχανία της.
«Σου το έχω πει από χθες, αλλά φαίνεται δεν θέλεις να μ’ ακούσεις ούτε ‘συ!» της απάντησε η Ελάννα, και δίπλωσε τα χέρια της στο στήθος, δείχνοντας την αποφασιστικότητά της.
«Πρέπει να σου πάρω το άλογο…» της είπε η αδελφή της χαμηλόφωνα και κατέβασε τα μάτια της.
«Τί πρέπει να κάνεις;» την ρώτησε ξανά η Ελάννα, σα να μη την είχε ακούσει.
«Μου είπε να σου πάρω το άλογο, αν δεν έρθεις…» επανέλαβε εκείνη, πιο δυνατά.
Αν η Θίμελ και κατά προέκταση και ο Χάλαντ, νόμιζαν ότι στερώντας της το άλογό της θα την ανάγκαζαν να υποχωρήσει και να επιστρέψει, είχαν αποτύχει οικτρά, επειδή η Ελάννα πήγε τρέχοντας ως το καστανό άλογό της και το έλυσε από το κορμό που το είχε δέσει.
«Πάρ’ το λοιπόν και τ’ αλογάκι αφού το θέλει, κι εδώ ελπίζω να ξεπληρώνω επιτέλους το χρέος μου απέναντι στον αγαπημένο μου γαμπρό…» της είπε ειρωνικά και πέταξε στα πόδια της το μακρύ σκοινί του ζώου, «για όλα τα χρόνια που με τάισε και με φιλοξένησε στο σπίτι του, και για τις χαρές που μου προσέφερε τόσο απλόχερα!»
«Θα του πω ότι τρελάθηκες και δεν ήξερες τί έλεγες, αν έρθεις πίσω μαζί μου, και δεχτείς να χορέψεις στο γάμο της κόρης μου απόψε…» της αποκρίθηκε με σπασμένη φωνή.
«Να με λογίζεται νεκρή, το προτιμώ καλύτερα, μα αν εσύ ακόμα με υπολογίζεις για αδελφή σου, να έχεις το νου σου να κοιτάς προς το δάσος με το ξημέρωμα, κι αν δεις καμιά φορά πυκνό καπνό να σχηματίζει τολύπη στον ουρανό, τότε και μόνο θα ξέρεις ότι πέθανα πραγματικά, αδελφή μου!»
«Ελάννα!» φώναξε έντρομη μ’ αυτά τα λόγια και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, αλλά η αδελφή της ήταν σκληρή στην έκφραση και η Θίμελ απογοητευμένη γύρισε την πλάτη της για να φύγει, τραβώντας μαζί και το άλογο.
«Περίμενε!», της φώναξε τότε, και ο Ελουρέντ που παρακολουθούσε σκεπτικός και κρυμμένος, νόμισε ότι εκείνη είχε αλλάξει τελικά γνώμη.
»Να δώσεις στην ανιψιά μου την ακόλουθη ευχή…», της είπε χωρίς να την πλησιάσει. «Να μη νοιώθει και να μη θυμάται, επειδή η ζωή ενός σκλάβου γίνεται ευκολότερη χωρίς αισθήσεις και αναμνήσεις, παρά μόνο περιμένοντας τη μοίρα…». Και γύρισε την πλάτη της και μπήκε στο σπίτι βροντώντας την πόρτα πίσω της, χωρίς να την ξανακοιτάξει.