30/6/10

Η ΝΕΑ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ (β' μέρος)

Η Θίμελ έφυγε με το κεφάλι σκυφτό, και ένα από τα παιδιά των Ντρούγκου που συνήθιζε να τριγυρνά έξω από το σπίτι της πλησίασε ως την πόρτα της αδελφής της, όμως η πόρτα άνοιξε ξαφνικά μπροστά του μόνο για λίγο και μία μάζα σαν μικρή μπάλα σκούρου υφάσματος πετάχτηκε από το χέρι της Ελάννα και προσγειώθηκε λίγα μέτρα πιο πέρα. Η πόρτα ξανάκλεισε και σφάλισε και ο Γκόν-γκιρι, έπιασε στα χέρια του το περίεργο σκουπίδι και είδε ότι ήταν η δεμένη αλογοουρά της, που την είχε κόψει σύρριζα. 
Οι άντρες Χάλαντιν, έκοβαν τις μακριές τους αλογοουρές όταν ενηλικιώνονταν, αλλά ετούτη εδώ η νεαρή γυναίκα είχε σκοπό να ενηλικιωθεί νωρίτερα, ακολουθώντας τον τρόπο τους. Ο Ελουρέντ έκανε νόημα στο αγόρι και εκείνο του πήγε τα μαλλιά της. Η πόρτα της δεν άνοιξε ξανά, ούτε το μεσημέρι, ούτε το βράδυ, αλλά ούτε και το επόμενο πρωί. Και μόνο το επόμενο μεσημέρι, η Ελάννα βγήκε στον ήλιο και τα μάτια της ήταν κόκκινα και κουρασμένα.
Πέταξε το μαχαίρι έκετ που είχε φέρει μαζί της, στη στέγη του σπιτιού και σκαρφάλωσε κι αυτή. Είχε σκοπό να βγάλει τα βρύα από τις πλάκες της στέγης, αλλά όταν ανέβηκε, είδε τις ξανθοπράσινες τούφες των βρύων φορτωμένες με μικροσκοπικά καφεκόκκινα ανθάκια, κι έφερε το χέρι της και χάιδεψε τα ασήμαντα φυτά και δε θέλησε να βλάψει τη χαρά τους. Τότε ξάπλωσε πάνω στη στέγη και ο ήλιος τη ζέστανε και κοιμήθηκε έτσι, αποκαμωμένη από τη λύπη και τα δάκρυα, με τις ηλιαχτίδες να τη ζεσταίνουν και το αεράκι να τη δροσίζει και μόνο το ένα πόδι της, γυμνό, και μία άκρη από το φουστάνι ξεχώριζαν.
 Και το αγόρι Ντρουγκ που βρισκόταν συχνά κοντά στο σπίτι της, την άγγιξε στα δάχτυλα του ποδιού της με ένα χλωρό κλαρί και της φώναξε να τον ανεβάσει κι εκείνον, κι εκείνη, ξυπνώντας ξαφνικά, έσκυψε και τράβηξε πάνω στη στέγη το Γκόν-γκιρι που σκαρφαλωμένος πάνω στις πέτρες που προεξείχαν επίτηδες από τη λιθοδομή του πίσω τοίχου άπλωνε τα χέρια του προς το μέρος της, και μαζί ξάπλωσαν κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Κι εκεί έμειναν μέχρι το βράδυ και κοιτούσαν το ολόγιομο φεγγάρι και τα αστέρια που διέγραφαν τροχιές στον ουρανό, όταν μία φωνή τους αναστάτωσε επειδή φώναζε το όνομά της.
Ήταν ο γαμπρός της που είχε έρθει να τη βρει και είχε διασχίσει όλο το δάσος καβάλα σ’ ένα άλογο ανενόχλητος. Όμως φαινότανε πιωμένος και εκείνη κατέβηκε από τη στέγη, χωρίς ν’ αφήσει το αγόρι να κατεβεί, και του έκανε νόημα να μην κουνηθεί.
«Τι θέλεις, Χάλαντ;» τον ρώτησε ψυχρά και απότομα.
«Πως έγινες έτσι», κάγχασε εκείνος.
«Πήγαινε στη γυναίκα σου, Χάλαντ» του είπε αυστηρά, «δεν υπάρχει τίποτα για σένα εδώ…»
«Υπάρχεις εσύ, Ελαννίλυα…», είπε σκύβοντας από πάνω της. «Ατίθαση και όμορφη Ελαννίλυα…Πως θ’ αντισταθείς τώρα, χωρίς όπλα, χωρίς φίλους και άλογο να μου ξεφύγεις;»
Η Ελάννα έκανε να φύγει αλλά ο Χάλαντ την άρπαξε από το μπράτσο προσπαθώντας να τη σηκώσει στο άλογο, όμως ο μικρός Γιάουρ, κρατώντας το μαχαίρι στα χέρια του, πήδηξε από τη στέγη και τους έριξε και τους δυο στο έδαφος και η κοπέλα ξέφυγε, όχι όμως και το αγόρι, που ο άντρας έπιασε από το λαιμό και θα το έπνιγε, αν η Ελάννα δε φώναζε να το αφήσει με την υπόσχεση να πάει εκείνη μαζί του, όπου εκείνος ήθελε. Ο Χάλαντ έσφιγγε το οκτάχρονο παιδί που είχε ρίξει το μακρύ μαχαίρι καταγής χωρίς να την πιστεύει, αλλά μετά παράτησε τον Γκόν-Γκιρι και άρπαξε εκείνη, και άρχισαν να περπατούν προς την έξοδο του δάσους, επειδή το άλογο είχε φύγει μετά από την επίθεση του μικρού Ντρουγκ. Κρατούσε το αριστερό της χέρι διπλωμένο στη πλάτη της και το άλλο μπράτσο του ήταν τυλιγμένο γύρω από το λαιμό της. Οι Γιάουρ εμφανίστηκαν ξαφνικά μέσα από τα σκοτάδια και τα μάτια τους έλαμψαν κόκκινα στις κόρες. Ήταν οπλισμένοι με τόξα και ο Χάλαντ κοντοστάθηκε.
«Θα τη σκοτώσω!» απείλησε και έσφιξε το λαιμό της περισσότερο, και η Ελάννα ένιωσε να πνίγεται χωρίς ανάσα και τα γόνατά της λύγισαν, όμως εκείνος τη συγκράτησε τραβώντας την πάνω του.
Οι Ντρούγκου εξαφανίστηκαν όπως είχαν έρθει, κι εκείνοι έμειναν μόνοι στο μισοσκόταδο.
»Φύγανε…», της ψιθύρισε στ’ αυτί. «Φύγανε και σ’ αφήσανε μόνη σου μέσα στα χέρια μου, Ελαννίλυα…»
Εκείνη προσπάθησε επιτέλους να του αντισταθεί και πάλεψε για λίγο μαζί του, και τότε, μία σκιά αποκόπηκε από τα δέντρα πίσω τους και ξαφνικά η Ελάννα απελευθερώθηκε μ’ ένα βίαιο τράνταγμα που την έριξε στα γόνατα. Ο Χάλαντ ήταν πεσμένος μερικά μέτρα πιο πέρα και ανάμεσα σ’ εκείνον και εκείνη, στεκόταν ένας πανύψηλος άντρας που έσκυψε και έπιασε με το ένα χέρι το Χάλαντ από το λαιμό, και τον σήκωσε ψηλά στον αέρα.
«Δεν είναι μόνη της!» του είπε, και η αυστηρή του φωνή ακούστηκε δυνατή και καθαρή, ενώ ο Χάλαντ τον κοιτούσε κατά πρόσωπο, με μάτια γουρλωμένα από το σφίξιμο.
«Μην τον πειράξεις, σε παρακαλώ!» φώναξε η Ελάννα, τρομοκρατημένη από την υπερφυσική δύναμή του άγνωστου.
Και ο ψηλός άνδρας με το τόξο και τα μακριά βέλη περασμένα στη πλάτη του, τον άφησε να πέσει και ο Χάλαντ με το που πάτησε στο έδαφος, το έβαλε στα πόδια και απομακρύνθηκε σκοντάφτοντας, χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω του.
«Εκείνη σε σώζει ενώ δε σου αξίζει!», του φώναξε ο άγνωστος, «Αλλά σε προειδοποιώ ότι αν σε ξαναδώ στο Δάσος, θα σε σκοτώσω και θα σ’ αφήσω άθαφτο, στα άγρια ζώα και τα σκουλήκια της γης!»