Η Θίμελ γύρισε το επόμενο πρωί, φέρνοντας διάφορα πράγματα αλλά δεν έμεινε πολύ και ξαναέφυγε, αφού βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν εντάξει. Και η Ελάννα δεν της είπε τίποτα για το γέλιο που είχε ακούσει ή για τη σκιά που είχε δει. Βγήκε πάλι στο ύπαιθρο και κατευθύνθηκε προς τον Λέφνουι, χρησιμοποιώντας το δόρυ της για μπαστούνι.
Οι Γιάουρ της ξαναφώναξαν μόλις την είδαν, αλλά εκείνη τους αγνόησε χαμογελώντας και τους προσπέρασε. Δεν προσπάθησαν να την ακολουθήσουν, ήταν απασχολημένοι με το πλύσιμο και το ρυθμικό κοπάνισμα των ρούχων τους και των δερμάτων τους, ακόμα και ο Γκόν-γκιρι που ήταν τόσο μικρούλης, δούλευε κοντά στη μητέρα του. Λίγο πιο πάνω από το ρηχό σημείο που η Ούρμια, η Σέβα και η Ουργινέα μαζί με τα παιδιά τους, έκαναν την μπουγάδα τους, το ποτάμι χώριζε από την ύπαρξη ενός μικρού υψώματος από βότσαλα και ιτιές που είχαν φυτρώσει μέσα στην κοίτη του, δημιουργώντας ορμητικά ρυάκια που το ένα τους (με το μικρότερο όγκο), κατέληγε σε έναν μικρό καταρράχτη, αφού το έδαφος κατηφόριζε απότομα ανάμεσα από βράχια και κατακρημνιζόταν από ύψος όχι πολύ μεγαλύτερο από το ύψος ενός ψηλού άνδρα. Μερικές λεύγες νοτιότερα, το ποτάμι ξαναενωνόταν και ακολουθούσε μια πιο σταθερή πορεία, πριν εισχωρήσει στα αλίπεδα, που ήταν σχεδόν αποστραγγισμένα, συνεπεία του καλοκαιριού και της καθιερωμένης συλλογής του αλατιού, που γινόταν με μεγάλες προφυλάξεις.
Το κορίτσι προχώρησε μόνο με τις δικές της δυνάμεις, μέχρι τον καταρράκτη στα ριζά του χορταριασμένου βράχου, και εκεί, σύρθηκε στην στενή είσοδο μιας μικρής εσοχής πίσω από το νερό και έβγαλε το φουστάνι της. Γυμνή, άφησε για ώρα το κρύο νερό να την ξεπλύνει, οπότε ξαναφόρεσε το φουστάνι της και βγήκε από την τρύπα στο βράχο. Έστυψε τα μαλλιά της και έφυγε με τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει. Ο Ελουρέντ πλησίασε να ελέγξει το μέρος, όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε προσέξει αυτή τη μικρή λεπτομέρεια και νόμιζε ότι ήξερε το δάσος πολύ καλά. Αλλά αυτή η ανθρώπινη κοπέλα, γνώριζε καλύτερα την περιοχή όπου ζούσε σαν παιδί, …και ήταν όμορφη και λευκή κάτω από το νερό, αν και το Ξωτικό από σεβασμό προς το άτομο της, είχε απομακρυνθεί σχεδόν αμέσως από την περιοχή, για να μην εισβάλει στις προσωπικές της στιγμές, και μόνο όταν εκείνη είχε φύγει, επέστρεψε, για να ερευνήσει το σημείο.
Σε δύο μέρες η Ελάννα έφυγε. Αποχαιρέτησε τους φίλους της και κοίταξε επίμονα προς το δάσος καθώς η αδελφή της την υποβάσταζε, και εκεί, ανάμεσα στις σκιές των ψηλών και ευθυτενών κορμών, της φάνηκε πως τον είδε πάλι και έκανε ένα νεύμα χαιρετισμού, πριν ξανακοιτάξει μπροστά της.
Και το Ξωτικό δεν την ξαναείδε για πολύ καιρό, επειδή οι δικοί της δεν την άφηναν να πάει στο δάσος και τους Ντρούγκου, ούτε ν’ ανεβεί σε άλογο πριν γίνει τελείως καλά, μόνο που ο καιρός που θα χρειαζόταν για να γιατρευτεί εντελώς, είχε επιμηκυνθεί ειδικά για την περίπτωση της, αφού ο γαμπρός της σκέφτηκε ότι αυτός ήταν ένας καλός λόγος ώστε να της περιορίσει την ελευθερία της.
Μα δεν κατάφερε να την κρατήσει μακριά από τις περιπολίες και τα άλογα, και ένα βράδυ, αρχές της Άνοιξης, που οι νεαροί καβαλάρηδες πέρασαν έξω από το δάσος καλπάζοντας, ένας τους συγκρατώντας το άλογό του, κοντοστάθηκε και κοίταξε προς τον σκοτεινό όγκο των δέντρων και ο Ελουρέντ, αναγνώρισε με χαρά το πρόσωπό της, κάτω από το λαμπρό φεγγάρι. Έφυγε, μα από τότε, δεν υπήρξε ούτε μία φορά που καθώς οι καβαλάρηδες περνούσαν, το όμορφο κεφάλι της να μην στραφεί προς τα δέντρα.
Όμως, κι αυτό σταμάτησε κάποια στιγμή, για κάποιον λόγο που δεν μπορούσε να ξέρει ή να μαντέψει, αλλά είχαν περάσει κιόλας δύο χρόνια από το περιστατικό, και υπέθεσε ότι εκείνη θα κουράστηκε ή θα βαρέθηκε, αλλά δε φαντάστηκε ότι μια καινούρια απαγόρευση είχε έρθει από την οικογένεια της, που την κράταγε στο σπίτι θέλοντας να την «συνετίσει», ώστε ν’ αφήσει τ’ άλογα και τις μάχες, και να παντρευτεί, όπως όλες οι άλλες γυναίκες της φυλής της. Κι ένα απόγευμα, στις αρχές της Άνοιξης του τρίτου χρόνου, την ξαναείδε που ήρθε μόνη της, και θυμός, ανάμεικτος με στεναχώρια σκοτείνιαζαν τα γκρίζα μάτια της. Πήγε κατευθείαν μέχρι το σπίτι καβάλα στ’ άλογο, και οι Ντρούγκου που μαζεύτηκαν ανήσυχοι γύρω της, τη ρώτησαν να μάθουν τί της συνέβη.
«Έφυγα», τους απάντησε, «και δε θα γυρίσω πίσω…Θα μείνω εδώ αν με θέλετε, διαφορετικά, μπορώ να πάω βορειότερα, στα Έρεντ Νίμραϊς (Λευκοκέρατα Βουνά), ή προς το Μινχίριαθ, και ν’ αναζητήσω εκεί καταφύγιο…»
«Αυτό είναι το σπίτι σου, Ελάννα», της απάντησε ο Χέγκαρ, ο γεροντότερος των Γιάουρ, «να μείνεις εδώ μαζί μας, αφού δεν έχεις πια σπίτι στην πόλη…Εμείς σε θεωρούμε φίλη μας, και είσαι η μοναδική φίλη που έχουμε, από το γένος της Χάλεθ…». Κι έμειναν γύρω από το σπίτι της όλη τη νύχτα, αλλά σκόρπισαν πριν ξημερώσει και δεν ήταν κοντά της το πρωί, όταν ήρθε η αδελφή της να την αναζητήσει.
1 σχόλια:
Cool and i like your new blog layout too.
Δημοσίευση σχολίου