30/6/10

Η ΝΕΑ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ (β' μέρος)

Η Θίμελ έφυγε με το κεφάλι σκυφτό, και ένα από τα παιδιά των Ντρούγκου που συνήθιζε να τριγυρνά έξω από το σπίτι της πλησίασε ως την πόρτα της αδελφής της, όμως η πόρτα άνοιξε ξαφνικά μπροστά του μόνο για λίγο και μία μάζα σαν μικρή μπάλα σκούρου υφάσματος πετάχτηκε από το χέρι της Ελάννα και προσγειώθηκε λίγα μέτρα πιο πέρα. Η πόρτα ξανάκλεισε και σφάλισε και ο Γκόν-γκιρι, έπιασε στα χέρια του το περίεργο σκουπίδι και είδε ότι ήταν η δεμένη αλογοουρά της, που την είχε κόψει σύρριζα. 
Οι άντρες Χάλαντιν, έκοβαν τις μακριές τους αλογοουρές όταν ενηλικιώνονταν, αλλά ετούτη εδώ η νεαρή γυναίκα είχε σκοπό να ενηλικιωθεί νωρίτερα, ακολουθώντας τον τρόπο τους. Ο Ελουρέντ έκανε νόημα στο αγόρι και εκείνο του πήγε τα μαλλιά της. Η πόρτα της δεν άνοιξε ξανά, ούτε το μεσημέρι, ούτε το βράδυ, αλλά ούτε και το επόμενο πρωί. Και μόνο το επόμενο μεσημέρι, η Ελάννα βγήκε στον ήλιο και τα μάτια της ήταν κόκκινα και κουρασμένα.
Πέταξε το μαχαίρι έκετ που είχε φέρει μαζί της, στη στέγη του σπιτιού και σκαρφάλωσε κι αυτή. Είχε σκοπό να βγάλει τα βρύα από τις πλάκες της στέγης, αλλά όταν ανέβηκε, είδε τις ξανθοπράσινες τούφες των βρύων φορτωμένες με μικροσκοπικά καφεκόκκινα ανθάκια, κι έφερε το χέρι της και χάιδεψε τα ασήμαντα φυτά και δε θέλησε να βλάψει τη χαρά τους. Τότε ξάπλωσε πάνω στη στέγη και ο ήλιος τη ζέστανε και κοιμήθηκε έτσι, αποκαμωμένη από τη λύπη και τα δάκρυα, με τις ηλιαχτίδες να τη ζεσταίνουν και το αεράκι να τη δροσίζει και μόνο το ένα πόδι της, γυμνό, και μία άκρη από το φουστάνι ξεχώριζαν.
 Και το αγόρι Ντρουγκ που βρισκόταν συχνά κοντά στο σπίτι της, την άγγιξε στα δάχτυλα του ποδιού της με ένα χλωρό κλαρί και της φώναξε να τον ανεβάσει κι εκείνον, κι εκείνη, ξυπνώντας ξαφνικά, έσκυψε και τράβηξε πάνω στη στέγη το Γκόν-γκιρι που σκαρφαλωμένος πάνω στις πέτρες που προεξείχαν επίτηδες από τη λιθοδομή του πίσω τοίχου άπλωνε τα χέρια του προς το μέρος της, και μαζί ξάπλωσαν κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Κι εκεί έμειναν μέχρι το βράδυ και κοιτούσαν το ολόγιομο φεγγάρι και τα αστέρια που διέγραφαν τροχιές στον ουρανό, όταν μία φωνή τους αναστάτωσε επειδή φώναζε το όνομά της.
Ήταν ο γαμπρός της που είχε έρθει να τη βρει και είχε διασχίσει όλο το δάσος καβάλα σ’ ένα άλογο ανενόχλητος. Όμως φαινότανε πιωμένος και εκείνη κατέβηκε από τη στέγη, χωρίς ν’ αφήσει το αγόρι να κατεβεί, και του έκανε νόημα να μην κουνηθεί.
«Τι θέλεις, Χάλαντ;» τον ρώτησε ψυχρά και απότομα.
«Πως έγινες έτσι», κάγχασε εκείνος.
«Πήγαινε στη γυναίκα σου, Χάλαντ» του είπε αυστηρά, «δεν υπάρχει τίποτα για σένα εδώ…»
«Υπάρχεις εσύ, Ελαννίλυα…», είπε σκύβοντας από πάνω της. «Ατίθαση και όμορφη Ελαννίλυα…Πως θ’ αντισταθείς τώρα, χωρίς όπλα, χωρίς φίλους και άλογο να μου ξεφύγεις;»
Η Ελάννα έκανε να φύγει αλλά ο Χάλαντ την άρπαξε από το μπράτσο προσπαθώντας να τη σηκώσει στο άλογο, όμως ο μικρός Γιάουρ, κρατώντας το μαχαίρι στα χέρια του, πήδηξε από τη στέγη και τους έριξε και τους δυο στο έδαφος και η κοπέλα ξέφυγε, όχι όμως και το αγόρι, που ο άντρας έπιασε από το λαιμό και θα το έπνιγε, αν η Ελάννα δε φώναζε να το αφήσει με την υπόσχεση να πάει εκείνη μαζί του, όπου εκείνος ήθελε. Ο Χάλαντ έσφιγγε το οκτάχρονο παιδί που είχε ρίξει το μακρύ μαχαίρι καταγής χωρίς να την πιστεύει, αλλά μετά παράτησε τον Γκόν-Γκιρι και άρπαξε εκείνη, και άρχισαν να περπατούν προς την έξοδο του δάσους, επειδή το άλογο είχε φύγει μετά από την επίθεση του μικρού Ντρουγκ. Κρατούσε το αριστερό της χέρι διπλωμένο στη πλάτη της και το άλλο μπράτσο του ήταν τυλιγμένο γύρω από το λαιμό της. Οι Γιάουρ εμφανίστηκαν ξαφνικά μέσα από τα σκοτάδια και τα μάτια τους έλαμψαν κόκκινα στις κόρες. Ήταν οπλισμένοι με τόξα και ο Χάλαντ κοντοστάθηκε.
«Θα τη σκοτώσω!» απείλησε και έσφιξε το λαιμό της περισσότερο, και η Ελάννα ένιωσε να πνίγεται χωρίς ανάσα και τα γόνατά της λύγισαν, όμως εκείνος τη συγκράτησε τραβώντας την πάνω του.
Οι Ντρούγκου εξαφανίστηκαν όπως είχαν έρθει, κι εκείνοι έμειναν μόνοι στο μισοσκόταδο.
»Φύγανε…», της ψιθύρισε στ’ αυτί. «Φύγανε και σ’ αφήσανε μόνη σου μέσα στα χέρια μου, Ελαννίλυα…»
Εκείνη προσπάθησε επιτέλους να του αντισταθεί και πάλεψε για λίγο μαζί του, και τότε, μία σκιά αποκόπηκε από τα δέντρα πίσω τους και ξαφνικά η Ελάννα απελευθερώθηκε μ’ ένα βίαιο τράνταγμα που την έριξε στα γόνατα. Ο Χάλαντ ήταν πεσμένος μερικά μέτρα πιο πέρα και ανάμεσα σ’ εκείνον και εκείνη, στεκόταν ένας πανύψηλος άντρας που έσκυψε και έπιασε με το ένα χέρι το Χάλαντ από το λαιμό, και τον σήκωσε ψηλά στον αέρα.
«Δεν είναι μόνη της!» του είπε, και η αυστηρή του φωνή ακούστηκε δυνατή και καθαρή, ενώ ο Χάλαντ τον κοιτούσε κατά πρόσωπο, με μάτια γουρλωμένα από το σφίξιμο.
«Μην τον πειράξεις, σε παρακαλώ!» φώναξε η Ελάννα, τρομοκρατημένη από την υπερφυσική δύναμή του άγνωστου.
Και ο ψηλός άνδρας με το τόξο και τα μακριά βέλη περασμένα στη πλάτη του, τον άφησε να πέσει και ο Χάλαντ με το που πάτησε στο έδαφος, το έβαλε στα πόδια και απομακρύνθηκε σκοντάφτοντας, χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω του.
«Εκείνη σε σώζει ενώ δε σου αξίζει!», του φώναξε ο άγνωστος, «Αλλά σε προειδοποιώ ότι αν σε ξαναδώ στο Δάσος, θα σε σκοτώσω και θα σ’ αφήσω άθαφτο, στα άγρια ζώα και τα σκουλήκια της γης!»

26/6/10

Η ΝΕΑ ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ (α' μέρος)



«Δεν έρχομαι πίσω, εδώ θα είναι το σπίτι μου, όπως πάντα ήταν! Και να πεις στο άντρα σου και στους άλλους, ότι δεν είμαι πια στη ζωή, πως πέθανα, πως δεν βρίσκομαι στο κόσμο των ζωντανών!» της φώναξε και βγήκε από το πέτρινο κτίσμα, ενώ η Θίμελ την ακολούθησε.
«Ελάννα, μπορούμε να το συζητήσουμε…», της είπε με φωνή που χρωματιζόταν από απελπισία.
«Το συζητήσαμε αρκετά, όλους αυτούς τους μήνες που μου απαγορεύσατε σα να ’μουνα μικρό παιδί, να βγαίνω με τα άλογα και με αναγκάσατε με διάφορες προφάσεις να μένω σπίτι, για να μ’ ελέγχετε καλύτερα! Βαρέθηκα να μου φέρνετε υποψήφιους γαμπρούς που με κοιτούσαν πρώτα στα καπούλια και ύστερα στα μάτια, σαν να ήμουν ένα υποζύγιο και όχι άνθρωπος! Αλλά αυτό το τελευταίο που έκανες, δεν το ανέχομαι και δε θα έρθω να το δω, και μην προσπαθείς να με μεταπείσεις!» φώναζε σχεδόν, με τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές .
«Ήταν επιθυμία του άντρα μου να την παντρέψουμε τόσο νωρίς, κι εκείνη δεν έφερε αντίρρηση σ’ αυτό το γάμο», της απάντησε.
«Ποια αντίρρηση να φέρει ένα κορίτσι δεκατεσσάρων ετών, και ποιος να πάρει αυτήν την αντίρρηση στα σοβαρά, όταν δεν σέβεται μία γυναίκα στα εικοσιτρία της; Αλίμονο Θίμελ, κάποτε ενηλικιωνόμασταν στα εικοσιπέντε, και είχαμε το δικαίωμα να διαλέξουμε το δρόμο μας, πόσος καιρός πέρασε από τότε που εσύ η ίδια παντρεύτηκες σ’ αυτή την ηλικία ώστε να μην ακούς τη γνώμη της αδελφής σου; Οι γονείς μας ζούσαν ακόμα σ’ αυτό το σπίτι όταν βγήκες νύφη από δω, γιατί έτσι το θέλησες εσύ, που ήσουν ενήλικη, κι εγώ λοιπόν θέλω ν’ αποφασίσω μόνη μου, επειδή είναι το δικαίωμα που έδωσε η Χάλεθ στις γυναίκες του λαού μας…»
«Οι καιροί έχουν αλλάξει και λιγοστεύουμε, Ελάννα!»
«Πάντα ήμασταν λίγοι, δεν βλέπω πως μπορεί αυτό ν’ αλλάξει από τη δική μου απόφαση που δεν την υπολογίζετε! Και υπήρξαμε ακόμα λιγότεροι στο παρελθόν, μόνο μια χούφτα οικογένειες, και πάλι επιζήσαμε, κρατώντας αυτές τις αρχές ανάμεσά μας και σεβόμασταν ο ένας τον άλλο, είτε άντρα, είτε γυναίκα! Ο γάμος είναι το λιγότερο που με ενδιαφέρει, και αν ποτέ συμβεί, θα είναι δική μου και μόνο επιλογή, και κανενός άλλου, όπως θα ‘πρεπε να είναι και της Έριν! Δε θα έρθω λοιπόν πίσω να δω αυτόν τον εξευτελισμό, καθώς θα σέρνετε τραγουδώντας, ένα μικρό κορίτσι στο βωμό της θυσίας του!»
Η Θίμελ είχε μείνει σκεφτική και την κοίταζε. Το πρόσωπό της ήταν πετρωμένο. Τα επιχειρήματα της αδελφής της δεν ήταν εύκολο να παρακαμφθούν και έχανε ήδη τη μάχη, αλλά της έμενε μία τελευταία ελπίδα να κερδίσει τον πόλεμο, ακολουθώντας τη συμβουλή του άντρα της.
«Έχεις αποφασίσει λοιπόν να μη γυρίσεις πίσω στο σπίτι;» τη ρώτησε και την κοίταξε στα μάτια, κατανικώντας την αμηχανία της.
«Σου το έχω πει από χθες, αλλά φαίνεται δεν θέλεις να μ’ ακούσεις ούτε ‘συ!» της απάντησε η Ελάννα, και δίπλωσε τα χέρια της στο στήθος, δείχνοντας την αποφασιστικότητά της.
«Πρέπει να σου πάρω το άλογο…» της είπε η αδελφή της χαμηλόφωνα και κατέβασε τα μάτια της.
«Τί πρέπει να κάνεις;» την ρώτησε ξανά η Ελάννα, σα να μη την είχε ακούσει.
«Μου είπε να σου πάρω το άλογο, αν δεν έρθεις…» επανέλαβε εκείνη, πιο δυνατά.
Αν η Θίμελ και κατά προέκταση και ο Χάλαντ, νόμιζαν ότι στερώντας της το άλογό της θα την ανάγκαζαν να υποχωρήσει και να επιστρέψει, είχαν αποτύχει οικτρά, επειδή η Ελάννα πήγε τρέχοντας ως το καστανό άλογό της και το έλυσε από το κορμό που το είχε δέσει.
«Πάρ’ το λοιπόν και τ’ αλογάκι αφού το θέλει, κι εδώ ελπίζω να ξεπληρώνω επιτέλους το χρέος μου απέναντι στον αγαπημένο μου γαμπρό…» της είπε ειρωνικά και πέταξε στα πόδια της το μακρύ σκοινί του ζώου, «για όλα τα χρόνια που με τάισε και με φιλοξένησε στο σπίτι του, και για τις χαρές που μου προσέφερε τόσο απλόχερα!»
«Θα του πω ότι τρελάθηκες και δεν ήξερες τί έλεγες, αν έρθεις πίσω μαζί μου, και δεχτείς να χορέψεις στο γάμο της κόρης μου απόψε…» της αποκρίθηκε με σπασμένη φωνή.
«Να με λογίζεται νεκρή, το προτιμώ καλύτερα, μα αν εσύ ακόμα με υπολογίζεις για αδελφή σου, να έχεις το νου σου να κοιτάς προς το δάσος με το ξημέρωμα, κι αν δεις καμιά φορά πυκνό καπνό να σχηματίζει τολύπη στον ουρανό, τότε και μόνο θα ξέρεις ότι πέθανα πραγματικά, αδελφή μου!»
«Ελάννα!» φώναξε έντρομη μ’ αυτά τα λόγια και άρχισε να κλαίει με λυγμούς, αλλά η αδελφή της ήταν σκληρή στην έκφραση και η Θίμελ απογοητευμένη γύρισε την πλάτη της για να φύγει, τραβώντας μαζί και το άλογο.
«Περίμενε!», της φώναξε τότε, και ο Ελουρέντ που παρακολουθούσε σκεπτικός και κρυμμένος, νόμισε ότι εκείνη είχε αλλάξει τελικά γνώμη.
»Να δώσεις στην ανιψιά μου την ακόλουθη ευχή…», της είπε χωρίς να την πλησιάσει. «Να μη νοιώθει και να μη θυμάται, επειδή η ζωή ενός σκλάβου γίνεται ευκολότερη χωρίς αισθήσεις και αναμνήσεις, παρά μόνο περιμένοντας τη μοίρα…». Και γύρισε την πλάτη της και μπήκε στο σπίτι βροντώντας την πόρτα πίσω της, χωρίς να την ξανακοιτάξει.

21/6/10

Siul a run & LOTR



Το τραγούδι αυτό είναι ένας μεσαιωνικός Ιρλανδικός θρήνος, για την αγάπη που χάθηκε, όταν ο αγαπημένος μιας κοπέλας, πήγε να βρει την τύχη του στην Γαλλία...Τα χρόνια πέρασαν, κι εκείνη αποκαμωμένη από την απόγνωση, αποφάσισε να ψάξει να τον βρει, και οι στίχοι περιγράφουν όλα τα στάδια από τη λύπη μέχρι τον ηθελημένο εξευτελισμό που είναι διατεθειμένη να βιώσει, προκειμένου να καταφέρει να φτάσει κοντά του, έχοντας απαρνηθεί ακόμα και τους γονείς της...Τα λόγια δεν έχουν και πολλή σχέση με την ταινία, αλλά είναι  ένα όμορφο βίντεο, με ένα αγαπημένο Ιρλανδικό κομμάτι, που ο πρωτότυπος τίτλος του, σημαίνει "Περπάτα μαζί μου"

Siuil, siuil, siul a run,
Siuil go sochair agus siuil go ciuin
Siuil go doras agus ealaigh lion

Siuil, siuil, siul a run,
Siuil go sochair agus siuil go ciuin
Siuil go doras agus ealaigh lion

Is go dte tu mo mhuirnin slan

I wish I was on yonder hill
'Tis there I'd sit and cry my fill,
'Til every tear would turn a mill

I'll sell my rod, I'll sell my reel,
I'll sell my only spinning wheel,
To buy my love a sword of steel

Siuil, siuil, siul a run,
Siuil go sochair agus siuil go ciuin
Siuil go doras agus ealaigh lion

Is go dte tu mo mhuirnin slan

I'll dye my petticoats, I'll dye them red,
And 'round the world I'll beg my bread,
Until my parents shall wish me dead

Siuil, siuil, siul a run,
Siuil go sochair agus siuil go ciuin
Siuil go doras agus ealaigh lion

Is go dte tu mo mhuirnin slan

Siuil, siuil, siul a run,
Siuil go sochair agus siuil go ciuin
Siuil go doras agus ealaigh lion

Siuil, siuil, siul a run,
Siuil go sochair agus siuil go ciuin
Siuil go doras agus ealaigh lion

Is go dte tu mo mhuirnin slan

16/6/10

Μία απρόσμενη συνάντηση (ε' μέρος)


Η Θίμελ γύρισε το επόμενο πρωί, φέρνοντας διάφορα πράγματα αλλά δεν έμεινε πολύ και ξαναέφυγε, αφού βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν εντάξει. Και η Ελάννα δεν της είπε τίποτα για το γέλιο που είχε ακούσει ή για τη σκιά που είχε δει. Βγήκε πάλι στο ύπαιθρο και κατευθύνθηκε προς τον Λέφνουι, χρησιμοποιώντας το δόρυ της για μπαστούνι. 
Οι Γιάουρ της ξαναφώναξαν μόλις την είδαν, αλλά εκείνη τους αγνόησε χαμογελώντας και τους προσπέρασε. Δεν προσπάθησαν να την ακολουθήσουν, ήταν απασχολημένοι με το πλύσιμο και το ρυθμικό κοπάνισμα των ρούχων τους και των δερμάτων τους, ακόμα και ο Γκόν-γκιρι που ήταν τόσο μικρούλης, δούλευε κοντά στη μητέρα του. Λίγο πιο πάνω από το ρηχό σημείο που η Ούρμια, η Σέβα και η Ουργινέα μαζί με τα παιδιά τους, έκαναν την μπουγάδα τους, το ποτάμι χώριζε από την ύπαρξη ενός μικρού υψώματος από βότσαλα και ιτιές που είχαν φυτρώσει μέσα στην κοίτη του, δημιουργώντας ορμητικά ρυάκια που το ένα τους (με το μικρότερο όγκο), κατέληγε σε έναν μικρό καταρράχτη, αφού το έδαφος κατηφόριζε απότομα ανάμεσα από βράχια και κατακρημνιζόταν από ύψος όχι πολύ μεγαλύτερο από το ύψος ενός ψηλού άνδρα. Μερικές λεύγες νοτιότερα, το ποτάμι ξαναενωνόταν και ακολουθούσε μια πιο σταθερή πορεία, πριν εισχωρήσει στα αλίπεδα, που ήταν σχεδόν αποστραγγισμένα, συνεπεία του καλοκαιριού και της καθιερωμένης συλλογής του αλατιού, που γινόταν με μεγάλες προφυλάξεις.
Το κορίτσι προχώρησε μόνο με τις δικές της δυνάμεις, μέχρι τον καταρράκτη στα ριζά του χορταριασμένου βράχου, και εκεί, σύρθηκε στην στενή είσοδο μιας μικρής εσοχής πίσω από το νερό και έβγαλε το φουστάνι της. Γυμνή, άφησε για ώρα το κρύο νερό να την ξεπλύνει, οπότε ξαναφόρεσε το φουστάνι της και βγήκε από την τρύπα στο βράχο. Έστυψε τα μαλλιά της και έφυγε με τον ίδιο τρόπο που είχε έρθει. Ο Ελουρέντ πλησίασε να ελέγξει το μέρος, όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε προσέξει αυτή τη μικρή λεπτομέρεια και νόμιζε ότι ήξερε το δάσος πολύ καλά. Αλλά αυτή η ανθρώπινη κοπέλα, γνώριζε καλύτερα την περιοχή όπου ζούσε σαν παιδί, …και ήταν όμορφη και λευκή κάτω από το νερό, αν και το Ξωτικό από σεβασμό προς το άτομο της, είχε απομακρυνθεί σχεδόν αμέσως από την περιοχή, για να μην εισβάλει στις προσωπικές της στιγμές, και μόνο όταν εκείνη είχε φύγει, επέστρεψε, για να ερευνήσει το σημείο.
Σε δύο μέρες η Ελάννα έφυγε. Αποχαιρέτησε τους φίλους της και κοίταξε επίμονα προς το δάσος καθώς η αδελφή της την υποβάσταζε, και εκεί, ανάμεσα στις σκιές των ψηλών και ευθυτενών κορμών, της φάνηκε πως τον είδε πάλι και έκανε ένα νεύμα χαιρετισμού, πριν ξανακοιτάξει μπροστά της. 
Και το Ξωτικό δεν την ξαναείδε για πολύ καιρό, επειδή οι δικοί της δεν την άφηναν να πάει στο δάσος και τους Ντρούγκου, ούτε ν’ ανεβεί σε άλογο πριν γίνει τελείως καλά, μόνο που ο καιρός που θα χρειαζόταν για να γιατρευτεί εντελώς, είχε επιμηκυνθεί ειδικά για την περίπτωση της, αφού ο γαμπρός της σκέφτηκε ότι αυτός ήταν ένας καλός λόγος ώστε να της περιορίσει την ελευθερία της. 
Μα δεν κατάφερε να την κρατήσει μακριά από τις περιπολίες και τα άλογα, και ένα βράδυ, αρχές της Άνοιξης, που οι νεαροί καβαλάρηδες πέρασαν έξω από το δάσος καλπάζοντας, ένας τους συγκρατώντας το άλογό του, κοντοστάθηκε και κοίταξε προς τον σκοτεινό όγκο των δέντρων και ο Ελουρέντ, αναγνώρισε με χαρά το πρόσωπό της, κάτω από το λαμπρό φεγγάρι. Έφυγε, μα από τότε, δεν υπήρξε ούτε μία φορά που καθώς οι καβαλάρηδες περνούσαν, το όμορφο κεφάλι της να μην στραφεί προς τα δέντρα.
Όμως, κι αυτό σταμάτησε κάποια στιγμή, για κάποιον λόγο που δεν μπορούσε να ξέρει ή να μαντέψει, αλλά είχαν περάσει κιόλας δύο χρόνια από το περιστατικό, και υπέθεσε ότι εκείνη θα κουράστηκε ή θα βαρέθηκε, αλλά δε φαντάστηκε ότι μια καινούρια απαγόρευση είχε έρθει από την οικογένεια της, που την κράταγε στο σπίτι θέλοντας να την «συνετίσει», ώστε ν’ αφήσει τ’ άλογα και τις μάχες, και να παντρευτεί, όπως όλες οι άλλες γυναίκες της φυλής της. Κι ένα απόγευμα, στις αρχές της Άνοιξης του τρίτου χρόνου, την ξαναείδε που ήρθε μόνη της, και θυμός, ανάμεικτος με στεναχώρια σκοτείνιαζαν τα γκρίζα μάτια της. Πήγε κατευθείαν μέχρι το σπίτι καβάλα στ’ άλογο, και οι Ντρούγκου που μαζεύτηκαν ανήσυχοι γύρω της, τη ρώτησαν να μάθουν τί της συνέβη.
«Έφυγα», τους απάντησε, «και δε θα γυρίσω πίσω…Θα μείνω εδώ αν με θέλετε, διαφορετικά, μπορώ να πάω βορειότερα, στα Έρεντ Νίμραϊς (Λευκοκέρατα Βουνά), ή προς το Μινχίριαθ, και ν’ αναζητήσω εκεί καταφύγιο…»
«Αυτό είναι το σπίτι σου, Ελάννα», της απάντησε ο Χέγκαρ, ο γεροντότερος των Γιάουρ, «να μείνεις εδώ μαζί μας, αφού δεν έχεις πια σπίτι στην πόλη…Εμείς σε θεωρούμε φίλη μας, και είσαι η μοναδική φίλη που έχουμε, από το γένος της Χάλεθ…». Κι έμειναν γύρω από το σπίτι της όλη τη νύχτα, αλλά σκόρπισαν πριν ξημερώσει και δεν ήταν κοντά της το πρωί, όταν ήρθε η αδελφή της να την αναζητήσει.

12/6/10

Μία απρόσμενη συνάντηση (δ' μέρος)


Οι άνδρες άκουσαν τις οδηγίες της Θίμελ και ο Νέχαρ πήρε το κάρο και έφυγε προς την πόλη, μιας και προείχε η φροντίδα της φίλης του, ενώ οι άλλοι άνδρες έμειναν πίσω για να φροντίσουν τα πτώματα των Μπάλκχοθ και του αλόγου. Και επέστρεψε νωρίς το απόγευμα με τα εφόδια που του είχε ζητήσει να της φέρει, και είδε πως οι σύντροφοι του είχαν θάψει σε μεγάλο λάκκο τα πτώματα των εισβολέων και του ζώου. Και οι Πούκελ-μεν, μετέφεραν τα πράγματα στην αδελφή της Ελάννα, που η αναμονή για τη ζωή ή για το θάνατο, την κράτησε για δυο ημέρες κοντά της χωρίς να φύγει καθόλου. Το κορίτσι συνερχόταν στιγμές-στιγμές, αλλά ενώ η Θίμελ αναθαρρούσε, εκείνη έχανε πάλι τις αισθήσεις της και την έριχνε σε μαύρη απελπισία. Ήταν μεσημέρι όταν ξαφνικά η Ελάννα σηκώθηκε στο κρεβάτι της, και κοίταξε γύρω της, αλλά η Θίμελ δεν την άφησε να καθίσει έτσι, και εκτός αυτού, το κεφάλι της ήταν ακόμα βαρύ από το χτύπημα και ζαλιζόταν, γι’ αυτό ξαναξάπλωσε και τότε μόνο είδε πού βρισκόταν.
«Ποιος με έφερε εδώ;»
«Οι Ντρούγκου μάλλον, που οδήγησαν και μένα κοντά σου…» της είπε και έμεινε για λίγο σκεπτική, μην ξέροντας αν έπρεπε να της πει και για τις υποψίες των ανδρών σχετικά με τον Ξωτικό στο δάσους. Η Ελάννα κατάλαβε το δισταγμό της και επέμεινε στην ερώτησή της, παρά τον πόνο του κεφαλιού της.
«Δε φαίνεσαι πολύ σίγουρη…» παρατήρησε με όση οξυδέρκεια της επέτρεπε το τραύμα της. «Τους βοήθησαν τα αγόρια;»
«Όχι, όχι τα αγόρια…» της είπε η Θίμελ, «κάποιος άλλος, πάντως όχι δικός μας…Δεν ξέρουμε ποιος ήταν, αλλά πριν σε φέρει στο σπίτι και σε φροντίσει, σε έσωσε από βέβαιο θάνατο, χρησιμοποιώντας μεγάλα βέλη, και κανένας άνδρας από τα μέρη μας δεν είναι τόσο ψηλός όσο αυτός, ούτε και κανείς χρησιμοποιεί τέτοιο τόξο…», της απάντησε.
«Τι είναι;» ρώτησε πάλι εκείνη, «Άνθρωπος; Ξωτικό; Τον είδατε;»
«Δεν τον έχουμε δει καθόλου, όμως ο Νέχαρ και οι σύντροφοί σου πιστεύουν ότι υπάρχει κάποιος που σε βοήθησε ακριβώς την στιγμή που έπρεπε…Κι αυτός μάλλον σε περιέθαλψε και του οφείλεις και αυτό, αν και θα ήθελα να ήσουν τελείως καλά για να σου τις βρέξω που με κατατρόμαξες, τρελοκόριτσο…Δυο μέρες βρίσκομαι εδώ και σε φυλάω, και ‘συ κοιμάσαι του καλού καιρού…» της είπε χαμογελώντας, αλλά από τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα.
«Μην κλαις…», της είπε κουρασμένα. «Να γυρίσεις στο σπίτι σου, θα είμαι εντάξει εγώ…, έχω τους Γιάουρ…, είναι φίλοι μου από παλιά και τους εμπιστεύομαι…» της είπε, και εξαντλημένη έπεσε σε λήθαργο.
Αλλά η Θίμελ δεν έφυγε, επειδή η Ελάννα ήταν ακόμα πολύ αδύναμη και χρειαζόταν επίβλεψη, και δεν εμπιστευόταν τους Ντρούγκου που περιφέρονταν γύρω από το σπίτι, παρά τη συμπάθεια που έτρεφε η αδελφή της γι’ αυτούς, ή τη φιλία που ένωνε τους γονείς της με αυτά τα άσχημα ανθρωπόμορφα πλάσματα. Κι έμεινε μαζί της άλλες πέντε ημέρες, αλλά στο τέλος αναγκάστηκε να φύγει επειδή ο άνδρας της την είχε ειδοποιήσει να γυρίσει. Της υποσχέθηκε όμως να την επισκεφτεί ξανά και της έδωσε ρητές οδηγίες να μην απομακρύνεται από το σπίτι, και αν παραστεί οποιαδήποτε ανάγκη, να στείλει κάποιον Ντρουγκ να την ειδοποιήσει. Εκείνη άκουσε με υπομονή τις οδηγίες αλλά μόλις η αδελφή της απομακρύνθηκε, βγήκε αμέσως από το σπίτι.
Η πόρτα του σπιτιού φρακάρισε στο πλάι, καθώς την έσπρωχνε ν’ ανοίξει τελείως, κοίταξε το εμπόδιο και είδε ότι ήταν οι δυο πέτρινες μυλόπετρες που είχαν εγκαταλειφθεί άχρηστες, αχρησιμοποίητες από πολλά χρόνια. Η αυλή του σπιτιού της δεν ήτανε όπως την θυμόταν, οι βατουλιές είχαν πνίξει τις φουντουκιές και η μεγάλη μηλιά είχε πέσει, το αξιοθρήνητο κουφάρι της σάπιζε από την υγρασία και από τα μανιτάρια. Νεαρά σφεντάμια είχαν φυτρώσει μέσα σ’ αυτά τα έξι χρόνια που είχαν περάσει, από το πρωινό εκείνο που την είχαν βρει στη κρυψώνα της και την πήραν στην πόλη, μισολιπόθυμη από την λύπη και την ασιτία.
Δεν περίμενε ότι θα επέστρεφε ποτέ ξανά στο ίδιο αυτό μέρος, όμως τώρα ευχαριστούσε την τύχη της που είχε βρεθεί κοντά στο πατρικό της, την πιο δύσκολη στιγμή. Ξυπόλητη και με ένα χοντρό μάλλινο φουστάνι που της είχε φέρει και φορέσει η αδελφή της, έκανε μερικά μέτρα πατώντας στο ένα μόνο πόδι, ενώ στηριζόταν στα δέντρα για να προχωρήσει. Αλλά απόκαμε σύντομα, παρόλο που ήθελε να πάει πιο μακριά, για να δει τον γύρω χώρο και να ψάξει και για τον άγνωστο που την είχε βοηθήσει.
Οι Ντρούγκου ήρθανε κοντά της, ήταν μια μικρή ομάδα από γυναίκες και παιδιά που πήγαιναν προς το ποτάμι και την κύκλωσαν, και όλοι μαζί, τη μαλώνανε που βγήκε από το σπίτι της τόσο νωρίς μετά τον τραυματισμό της και προχωρούσε χοροπηδώντας σαν μονοπόδαρο (lambadal) σπουργίτι πάνω στα πεσμένα φύλλα. Η τελευταία παρατήρηση την έκανε να γελάσει τόσο πολύ, που ακούμπησε πάνω σ’ ένα δέντρο με την πλάτη για να στηριχτεί, ενώ οι Γιάουρ τραντάζονταν από χαχανητά. Όμως και ο Ελουρέντ που βρισκότανε κοντά τους αλλά ήταν καλά κρυμμένος, γέλασε κι αυτός χωρίς έγνοια να τον ακούσει, και το γέλιο του ακούστηκε καθαρό και την έκανε να σωπάσει.
Κοίταξε γύρω της προσπαθώντας να τον εντοπίσει ανάμεσα στους κορμούς των δέντρων και της φάνηκε πως είδε μία κίνηση ή μια σκιά ν’ απομακρύνεται, αλλά το δάσος κάλυψε μέσα στις δικές του σκιές, ό,τι κι αν ήταν αυτό που νόμιζε ότι είχε δει. Γύρισε στο σπίτι της με τη βοήθεια των φίλων της, όμως είχε αρχίσει να αισθάνεται τύψεις που κρατούσε το σπίτι, επειδή σκέφτηκε ότι ίσως εκείνος το χρησιμοποιούσε, και τώρα είχε μείνει χωρίς κατάλυμα.

7/6/10

Οι Dunedain

Kατά το Σιλμαρίλιον, στην κοινή γλώσσα Westron, το όνομα Dúnadan ήταν απλά σύνθεση της λέξης Adûn, "δυτική", και της λέξης άνταν" που σημαίνει άνθρωπος =άνθρωπος της Δύσης.... Το όνομα αυτό χρησιμοποιήθηκε απόκλειστικά για τους Númenóreans που ήταν φιλικοι προς τα ξωτικά: οι άλλοι, επιζώντες της κατάρρευσης του Νούμενορ, ήταν γνωστοί ως Μαύροι Númenóreans.
Οι Dúnedain κατάγονταν από τους Ξωτικόφιλους, τους λίγους άνδρες της πρώτης εποχής που πήγαιναν μαζί με τα Noldor ξωτικά στο Beleriand. Ο αρχηγός τους ήταν ο Elros, μισό-ξωτικός, δίδυμος αδελφός του Έλροντ, του άρχοντα του Ρίβεντελ.
Το Númenor τους δόθηκε ως πατρίδα από τους Valar κατά την έναρξη της δεύτερης εποχής και αργότερα δημιούργησαν τα φρούρια-πόλεις των δυτικών ακτών της Μέσης Γης . Με τον καιρό, το Númenor καταβυθίστηκε στη θάλασσα και ένας μικρός αριθμός των Πιστών (με επικεφαλής τον Elendil) διέφυγαν την καταστροφή.
Το πνεύμα του έκπτωτου Βάλα, Sauron διέφυγε από το Númenor προς τη Μέση-γη, και έθεσε εκ νέου ισχυρό στρατό για να αμφισβητήσει τα νέα βασίλεια των Dúnedain, την Γκόντορ και την Arnor. Με τη βοήθεια του Gil-galad και τα ξωτικά, ο Sauron νικήθηκε κι διέφυγε στην Ανατολή. Όταν ο Sauron επέστρεψε στο προσκήνιο, και άρχισε να συγκεντρώνει δύναμεις, μια σειρά από μεγάλες μάστιγες ήρθαν από την Ανατολή. Αυτές οι αρρώστιες χτύπησαν σκληρα στο Βορρά και το Νότο, και προκάλεσαν ραγδαία μείωση του πληθυσμού στην Arnor. Επίσης, ο επικεφαλής των Εννέα Ringwraiths, που είναι γνωστός κοινώς ως μάγος-βασιλιάς της Angmar, ξεκίνησε επίθεση εναντίον των διαιρεμένων Βόρειων βασίλειων των Dúnedain από ένα οχυρό στο βουνό Carn Dum. Τελικά, κατάφερε να καταστρέψει το Arthedain, το τελευταία από τα Βόρεια βασίλεια.
Μετά την πτώση του Arthedain, ένα απομεινάρι των βόρειων Dúnedain έγιναν οι Rangers του Βορρά, οι οποίοι ανέλαβαν να προστατέψουν και να διατηρήσουν την ειρήνη στη γη των πατέρων τους. Ο επιζών πληθυσμός Dúnedain της Arnor υποχώρησαν στα νότια της του Ξωτικοβασιλείου του Rivendell, ενώ οι μικρότεροι πληθυσμοί σχημάτισαν απομονωμένους οικισμούς στο δυτικό Eriador.
Οι Dúnedain ήταν ανώτεροι από τους άλλους ανθρώπους στην ευγένεια του πνεύματος και του σώματος, ήταν ψηλοί, με σκούρα μαλλιά, χλωμό δέρμα και γκρίζα μάτια .
Επιπλέον, ο βασιλιάς των Dúnedain, ιδίως εκείνων της υψηλής αξίας, διαθέτει μεγάλη σοφία και σύνεση, και περιστασιακά προφητεία. Επωφελήθηκαν από τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής (τρεις φορές η ζωή ενός κανονικού άνθρωπου) και μπορούσαν να διατηρήσουν τη νεότητά τους μέχρι το τέλος των ημερών τους. Αν και ο λόγος δεν έχει εξηγηθεί πλήρως στο «Σιλμαρίλιον», ένα πράγμα που εκτός από τους λιμούς, οδήγησε στην ελαχιστοποιηση του αριθμού των Dúnedain ήταν και η τάση τους να έχουν λίγα παιδιά, σε πολλές περιπτώσεις μόνο ένα ανα οικογένεια. Ο Aragorn προερχόταν από μια μακρά σειρά προγόνων που με την σειρά τους ήταν μοναχοπαίδια πυρηνικών οικογενειών Ντούνενταϊν, όπως και ο ίδιος...
Στην πραγματικότητα, το όνομά τους προέρχεται από τη λέξη Dun Eideann, που είναι η Κελτοσκωτική ονομασία του Εδιμβούργου, "Dun", σημαίνει λόφος...Βρίσκεται στην περιοχή Λόθιαν, και οι Ρωμαίοι όταν έφτασαν στην περιοχή, ανακάλυψαν εκεί μία Βρετονική φυλή με το όνομα Votadini, ενώ ο λόφος στον οποίο είναι χτισμένο το κάστρο του Εδιμβούργου, καθώς και οι γύρω περιοχές, κατοικούνταν ήδη από την εποχή του Χαλκού ...Το αγγλοποιημένο όνομα του Εδιμβούργου (Dunedin), χρησιμοποιήθηκε για να ονοματοδοτήσει την ομώνυμη πόλη που ιδρύθηκε στο Νότιο Νησί της ΝΖ, από Σκωτσέζους αποίκους...

2/6/10

Μία απρόσμενη συνάντηση (γ' μέρος)


Με το πρώτο φως της μέρας, οι πολεμιστές είχαν επιστρέψει. Μαζί τους είχε έρθει και μια γυναίκα με κάρο και σταμάτησαν όλοι μαζί στον χώρο της μάχης, που είχαν εντοπίσει από τη νύχτα ακόμα. Κοίταξαν τα πτώματα και τα ίχνη στο χώμα και μετά είδαν τα μακριά βέλη που ήταν ακόμα καρφωμένα πάνω στους δύο Ανατολίτες. Ο Ελουρέντ δεν είχε ενδιαφερθεί να τα περισυλλέξει. Η φροντίδα του κοριτσιού προείχε εκείνες τις πρώτες κρίσιμες στιγμές, και όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη σε κείνη.
«Τον ένα τον σκότωσε μόνη της», αποφάνθηκε ο ένας από τους πολεμιστές, «αλλά οι άλλοι δύο είναι χτυπημένοι από μεγάλο τόξο και δε μπορούν οι Γιάουρ να χειριστούν τέτοιο όπλο! Κάποιος είναι μαζί τους και πρέπει να είναι ψηλότερος και από μας, επειδή τα βέλη του είναι τρεις ολόκληρες ανθρώπινες παλάμες μεγαλύτερα από τα βέλη των ανθρώπων Drughu …» συμπλήρωσε με θαυμασμό.
«Ίσως είναι Έλνταρ», του απάντησε ένας άλλος, «πάντα διέτρεχαν αυτά τα δάση και είχαν καλές σχέσεις με τους Χάλαντιν…»
«Με τους Χάλαντιν, ναι», απάντησε η γυναίκα, «αλλά καμία ιστορία δε μιλάει για τους Άγριους Ανθρώπους και τους Ξωτικούς πολεμιστές μαζί…Κι αυτός, όποιος κι αν είναι, είναι πολεμιστής, κι ελπίζω να την πρόλαβε την Ελάννα, επειδή αυτά τα αίματα δίπλα στο άλογο δεν είναι καλό σημάδι για την αδελφή μου, Νέχαρ…», είπε στον καστανό άντρα που της είχε μιλήσει νωρίτερα.
Μπήκαν όλοι μαζί μέσα στο απέραντο δάσος χωρίς να ξέρουν προς τα πού να ψάξουν.
Ωστόσο ακολούθησαν όσα ίχνη μπόρεσαν να βρουν, επειδή η πρωινή υγρασία είχε βρέξει τα φύλλα των δέντρων που είχαν αρχίσει να πέφτουν μιας και έμπαινε το φθινόπωρο, και κατάλαβαν από τα σχετικά καθαρά χνάρια των Ντρούγκου, πως είχαν περπατήσει μεγάλη απόσταση, κουβαλώντας κάποιο βάρος. Όμως, ένας Γιάουρ εμφανίστηκε μπροστά τους και τους έκανε νόημα να σταματήσουν. Συστήθηκε ως Ρίροστοκ, και ζήτησε από τους άντρες να μη προχωρήσουν άλλο, αλλά να τον ακολουθήσει μόνη της η γυναίκα που ήταν μαζί τους.
«Θα πάω μαζί του όπως θέλει, όμως εσείς να μείνετε εδώ, κι εδώ θα έρθω να σας συναντήσω ξανά, και να σας πω τί έγινε…» είπε στους νεαρούς άντρες, κι ακολούθησε τον Πούκελ-μαν που την οδηγούσε ανάμεσα από τα δέντρα, προς το σπίτι.
Τον προσπέρασε όμως καθώς κατάλαβε που την οδηγούσε, και έτρεξε προς την κατεύθυνση εκείνη που βρισκόταν το σπίτι των γονιών της, και βλέποντας τον λεπτό καπνό που έβγαινε από την καμινάδα, πέρασε από το άνοιγμα του εξωτερικού φράχτη από βατομουριές (που κάποτε είχε και μια ψηλή ξύλινη πόρτα που ασφάλιζε), και έφτασε μέχρι το γκρίζο πέτρινο κτίσμα. Έσπρωξε τη πόρτα του σπιτιού και βρέθηκε μπροστά στην Ελάννα που ήταν ξαπλωμένη με τα ρούχα της, πάνω στο κρεβάτι. Το πρόσωπό της ήταν πρησμένο στη δεξιά πλευρά του αλλά οι πληγές της ήταν καθαρισμένες και επιδεμενες.
Το δωμάτιο μύριζε ελαφρά από τις φρεσκοκομμένες φτέρες που είχαν φτιάξει για στρώμα της, και που ήταν σκεπασμένες με δέρματα από αγρίμια, τοξεμένα από τους Γιάουρ. Στην άκρη της εστίας, ένα ψάρι μόλις βγαλμένο από τον Λέφνουι, σπαρταρούσε μέσα σε έναν ξύλινο κουβά, και στην φωτιά επάνω υπήρχε ένα πήλινο τσουκάλι που ζέσταινε νερό. Ήταν μόνη της μέσα στο σπίτι και κανείς Ντρουγκ δεν ήτανε μαζί της κι ας την είχανε φροντίσει, αλλά ήταν ακόμα αναίσθητη και φοβήθηκε να την μετακινήσει από εκεί. Βγήκε αμέσως έξω και βρήκε τον Ντρουγκ που την είχε συνοδέψει μέχρι εκεί και του ζήτησε να τρέξει προς τους άνδρες που την περίμεναν.
»Να τους πεις πως η Ελάννα ζει», του είπε, «αλλά δεν πρέπει να κουνηθεί καθόλου επειδή είναι σοβαρά, να πάνε στον άντρα μου και να του πουν ότι θα λείψω για μερικές μέρες, και να μου στείλει με τον Νέχαρ εφόδια και καθαρό ύφασμα και ρούχα, επειδή θα τα χρειαστώ…», και επέστρεψε στην αδελφή της.