19/12/10

Η μέρα της γιορτής (β' μέρος)


Η απόσταση ήταν μεγάλη και έκανε ώρες να φτάσει. Το φόρεμα την εμπόδιζε στο τρέξιμο, επειδή ήταν πολύ κλειστό στο λαιμό και τα κουμπιά την δυσκόλευαν στην αναπνοή, προσπάθησε καναδυό φορές να το ανοίξει αλλά έπρεπε να σταματήσει να κρατά το μάκρος του και τότε ίσως κινδύνευε να το πατήσει, και επιπλέον, κουβαλούσε και το δερμάτινο σακίδιο που τη βάρυνε. Δεν ήθελε όμως και να σταματήσει, επειδή ένοιωθε ότι είχε χάσει ήδη αρκετό χρόνο μέχρι ν’ αποφασίσει τι πραγματικά ήθελε να κάνει, να μείνει ή να φύγει. Κι εκείνος, παρόλο που ήξερε καλά ότι βρισκόταν συνεχώς στο πλάι της, αν και δεν τον έβλεπε πάντα, είχε επιτρέψει στο Νέχαρ να τον δει, σα να ήθελε να του υπενθυμίσει την παρουσία του στο δάσος όπου η ίδια είχε επανεγκατασταθεί, κάτω από την προστασία του και τη φροντίδα του…
Όλα όσα έκανε είχαν επίκεντρο εκείνη και δεν το είχε καταλάβει, ούτε και μπορούσε να κατανοήσει τους σκοπούς του. Γι’ αυτό, έπρεπε να ψάξει να τον βρει και να ζητήσει εξηγήσεις στις απορίες της, και συνέχισε να τρέχει ασταμάτητα μέσα στο δάσος, καθώς το δειλινό έβαφε τον ουρανό με πορφυρά χρώματα. Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει, περίπου την ώρα που θα άρχιζε ο γάμος του φίλου της, όταν έφτασε στο σπίτι της, όμως βρήκε το Γκόν-γκιρι που όπως συνήθως, περιφερόταν στη γύρω περιοχή, και τον φώναξε.
«Δεν τον είδα σήμερα», της είπε, «αλλά άλλες μέρες τον συνάντησα κοντά στο μικρό καταρράχτη του Λέφνουι…Γιατί δεν πήγες στο γάμο;»
Αλλά εκείνη δεν του απάντησε, μόνο τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα φιλί, και παράτησε το σάκο της στα πόδια του. Βάλθηκε να τρέχει ξανά ανάμεσα στα δέντρα, και ευτυχώς που το ολόγιομο φεγγάρι ανέτειλε και φώτισε μέσα στη ζεστή νύχτα με το ασημένιο φως του και μπορούσε να ξεχωρίσει το δρόμο της, διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να το κάνει, κι ας γνώριζε αυτή την περιοχή καλά. Έφτασε στον καταρράχτη και πέρασε από την άκρη του νερού μέσα στη φωτεινή σπηλιά, όμως εκείνος δεν ήταν εκεί και απελπίστηκε. Βγήκε ξανά έξω, και η εξάντληση που ένιωθε και η αγωνία ήταν τέτοια που τα πόδια της δεν την κρατούσαν πια, αλλά εκεί που νόμιζε ότι θα σωριαστεί, δύο χέρια την συγκράτησαν και την στήριξαν και μέσα από τη σκοτοδίνη που την είχε ζαλίσει, είδε τον Ελουρέντ που ήταν κοντά της.
«Νόμιζα πως έφυγες για πάντα…» της είπε.
«Έφυγα, αλλά μετάνιωσα στο δρόμο και ξαναγύρισα…» του απάντησε, όμως η κούρασή της ήταν τόση, που ανάσαινε δύσκολα, και με μια κίνηση του χεριού της, τράβηξε από το λαιμό της το ύφασμα και έκοψε το πρώτο κουμπί.
«Περίμενε…, θα το καταστρέψεις, και είναι τόσο όμορφο πάνω σου…» της είπε, και κρατώντας την γερά επάνω του με το αριστερό του χέρι, άρχισε να ξεκουμπώνει το γιακά του φουστανιού της για να τη βοηθήσει ν΄ ανασάνει πιο ελεύθερα. Ο λαιμός της, φάνηκε χλωμός μέσα από το ασημόγκριζο ύφασμα κι εκείνη συνήλθε και στάθηκε στα πόδια της.
«Έχω μέρες να σε δω και νόμιζα ότι έφυγες κιόλας για τη Δύση…», του είπε.
«Πάμε κάπου να μιλήσουμε ήσυχα, επειδή νομίζω ότι δεν είμαστε μόνοι μας…» της απάντησε, έχοντας αντιληφθεί κάποιες κινήσεις από Ντρούγκου στην γύρω περιοχή, που κατέβαιναν προς το Άντραστ, και πιάνοντάς την τρυφερά από το χέρι, την οδήγησε στη μικρή σπηλιά πίσω από τον καταρράχτη.

9/12/10

The Lord of the Rings - The Mummer's Dance



Από τα καλύτερα fan made βίντεο που έχω δει...Enjoy!!!

4/12/10

Η μέρα της γιορτής (α' μέρος)


Ο Νέχαρ την περίμενε στη έξοδο του δάσους με το άλογο του, κι ένα ακόμα μεγάλο καφέ σελωμένο άλογο, περίμενε εκείνη για να τη μεταφέρει στη Νεν Γκίριθ, για το γάμο.
«Είσαι πολύ όμορφη, που το είχες κρυμμένο το φουστάνι;» τη ρώτησε χαμογελαστός, καθώς την είδε να έρχεται με το λινό ασημόγκριζο φόρεμά της που κούμπωνε με πολλά μικρά κοκάλινα κουμπιά, από το στήθος μέχρι το λαιμό. Είχε τα μαλλιά της ελεύθερα και στα χέρια της κρατούσε ένα καφέ σακίδιο από δέρμα με τα λιγοστά υπάρχοντά της, κυρίως ρούχα, το Έκετ με την θήκη του και το ζευγάρι μπότες που φορούσε μέσα στο δάσος.
«Το είχα εξαρχής μαζί μου, δεν άντεχα να το αποχωριστώ όταν έφυγα από την πόλη…» του απάντησε και ανέβηκε στο άλογο, με τη σιγουριά κάποιου που ήξερε καλά πώς να ιππεύει.
«Και τα πράγματα αυτά, γιατί τα πήρες μαζί σου; Ένα βράδυ δε θα μείνεις μόνο;» την ξαναρώτησε απορημένος.
«Αποφάσισα να γυρίσω πίσω και ν’ αφήσω το σπίτι στο δάσος» του είπε, και ο Νέχαρ γύρισε το κεφάλι του, κοιτώντας ανάμεσα στα δέντρα για να εντοπίσει τον άντρα που είχε δει την ημέρα των γενεθλίων της, καθώς την χαιρετούσε.
»Τι ψάχνεις;» τον ρώτησε τότε.
«Κοιτάζω για ‘κείνον…», της απάντησε, «αλλά δεν τον βλέπω πουθενά…»
Η Ελάννα, δεν τον είχε δει ούτε και ‘κείνη, όλη αυτή την εβδομάδα που είχε περάσει από τη μέρα που είχε έρθει να την επισκεφτεί μαζί με τον Γκόν-γκιρι, κι αναρωτιόταν αν είχε ήδη φύγει όπως της είχε πει, αλλά νόμιζε ότι ο φίλος της αστειευόταν θέλοντας να την πειράξει, όμως ο Νέχαρ απορούσε με τη στάση της, αφού όταν της το είχε προτείνει μερικούς μήνες νωρίτερα, εκείνη είχε αρνηθεί.
«Θα πάμε λοιπόν;» τον ρώτησε ανυπόμονα, και ο Νέχαρ δε θέλησε να την πιέσει περισσότερο επειδή φοβήθηκε ότι εκείνη θα άλλαζε γνώμη, και ξεκίνησαν να τρέχουν προς την κατεύθυνση της πόλης. Θα προσπαθούσε να μάθει αργότερα τί συνέβη, συζητώντας μαζί της, αν και έλπιζε ότι εκείνη θα του εξηγούσε μόνη της την αλλαγή της απόφασής της.
Όμως η Ελάννα δεν του μιλούσε καθώς έτρεχαν δίπλα-δίπλα όλη αυτή την απόσταση και η σκέψη της ήταν στραμμένη στον Ελουρέντ. Είχε αποφασίσει να γυρίσει κοντά στους δικούς της και του το είχε πει σχεδόν από την πρώτη μέρα που είχε έρθει ο Νέχαρ να τη βρει, αλλά τώρα, κι ενώ πλησίαζαν ήδη στο τέλος της διαδρομής, μια δειλία την κυρίευσε και ευχήθηκε να μην είχε πάρει αυτή την απόφαση τόσο αψήφιστα, επειδή εκείνος είχε δίκιο όταν της είχε προτείνει να το ξανασκεφτεί, αλλά το πάθος της και ο εγωισμός δεν την είχανε αφήσει. Όμως, αν το ήθελε τόσο πολύ να γυρίσει στην πόλη, γιατί δεν το έκανε μόνη της τόσον καιρό, παρά περίμενε να φτάσει η μέρα που της είχε πει ο Νέχαρ ότι θα ‘ρχόταν να τη συνοδεύσει ο ίδιος με το άλογο; Σε τί ήλπιζε, ή τί πρόσμενε να συμβεί ανάμεσα σε ‘κείνη και τον Χρυσοκάστανο Ξωτικό; Τότε ξαφνικά, κι ενώ ξεχώριζαν κιόλας τα ξύλινα τείχη της πόλης και η πέτρινη γέφυρα πάνω από τον Λέφνουι, της πέρασε από το μυαλό ότι ίσως εκείνος να είχε κιόλας φύγει μακριά και ανησύχησε πραγματικά επειδή φοβήθηκε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ και σταμάτησε το άλογο, και ο Νέχαρ που την είδε με την άκρη του ματιού του, ενώ την είχε προσπεράσει, σταμάτησε κι εκείνος το άλογο του από το τρέξιμο και ήρθε κοντά της.
«Τον έχεις συνεχώς μέσα στο μυαλό σου, Ελάννα, και δε σε αδικώ…», της είπε και της χαμογέλασε. «Το έχω καταλάβει ότι τον αγαπάς, και δε θα σου κρατήσω κακία αν δε θελήσεις να με ακολουθήσεις ως την πόλη…»
Η Ελάννα τον κοίταξε με απορία, επειδή ο Νέχαρ φαινότανε να γνωρίζει περισσότερα απ’ όσα νόμιζε εκείνη.
«Τον έχεις δει;» τον ρώτησε, όπως τα άλογά τους στεκόντουσαν αντικριστά.
«Τον είδα από μακριά, όταν είχα έρθει να σε βρω, την Άνοιξη, γι’ αυτό δεν ξαναήρθα από τότε, επειδή ήξερα πως δε με χρειαζόσουν πραγματικά...Δε σε άφηνε στιγμή από τα μάτια του, Ελάννα…Είμαι σίγουρος ότι βρισκότανε πάντα κοντά σου, από την νύχτα εκείνη που είχες τραυματιστεί και σε βοήθησε…»
»Είπες πως θες να φύγεις από το δάσος, αλλά η σκέψη σου βρίσκεται ακόμα εκεί, γι’ αυτό και δεν μπορείς να συνεχίσεις…Μην υποφέρεις άδικα και γύρισε πίσω με το άλογο», της ξαναείπε, «θα φτάσεις πιο γρήγορα …»
Εκείνη όμως ξεπέζεψε και του έδωσε να κρατήσει τα γκέμια.
«Σου εύχομαι να είσαι ευτυχισμένος, φίλε μου και αδελφέ μου, και να έρχεσαι να με επισκέπτεσαι», του είπε χαμογελώντας και του γύρισε την πλάτη της, καθώς άρχισε να τρέχει πεζή μέσα στο δάσος, επειδή προτιμούσε να αφήσει τους άλλους να νομίζουν ότι είχε αρνηθεί να επιστρέψει, ακόμα και για το γάμο των αγαπημένων της φίλων, του Νέχαρ και της Μίριελ.

19/11/10

To Helm's deep και ο άνεμος Helm

Το κάστρο του Helm

Το Helm's deep ήταν μια μεγάλη πλατιά κοιλάδα στα βόρειο-δυτικά Ered Nimrais (Λευκά Όρη).

Η κοιλάδα αυτή ήταν αποκλεισμένη σε ολόκληρο το πλάτος της από μία φυσική σειρά λόφων που ονομάζονταν Helm's Dike και πίσω ήταν χτισμένο το φρούριο του Aglarond ή Hornburg, στην είσοδο ττων ομώνυμων "αστραφτερών σπηλαίων .Το ίδιο το κάστρο είχε χαρακτηριστεί ως ένα μακρύ υπερυψωμένο μονοπάτι που έφτανε ακριβώς μπροστά στη μεγάλη πύλη. Μέσα υπήρχαν στάβλοι και ένα οπλοστάσιο, καθώς και μια μεγάλη αίθουσα στο πίσω μέρος, η οποία σκάφτηκε και διαμορφώθηκε στη βουνοπλαγιά.
Επίσης διέθετε ένα μεγάλο πύργο (το Hornburg) στην κορυφή του, ο οποίος διέθετε το κέρας του Helm Hammerhand, ένα είδος τεράστιας πολεμικής σάλπιγγας. Το "Βαθύ", το οποίο ήταν ένας ανοιχτός χώρος συγκέντρωσης δίπλα από το φρούριο, ήταν φραγμένο από το μεγάλο Τείχος, ένα οχυρό τόσο καλοφτιαγμένο που μοιάζει αν είναι κατασκευασμένο από συμπαγή πέτρα, εκτός από ένα μικρό οχετό που επέτρεπε στο νερό από το Deeping Stream να εισέρχεται στο κάστρο και να ανεφοδιάζει τους πολιορκημένους, με φρέσκο νερό. Το Τείχος περιγράφεται ως 20 πόδια ψηλό (6.5 μέτρα ύψος), και είναι αρκετά ευρύ ωστε 4 άνδρες να στέκονται δίπλα-δίπλα. Η πρόσβαση στο κάστρο μέσα από το Βαθύ κατέστη δυνατή με την κατασκευή μιας μεγάλης σκάλας, η οποία οδηγούσε στην πίσω πύλη του πύργου Hornburg.
Για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε από τον ίδιο το βασιλιά Helm, από το Νοέμβριο του 2758 της 3ης εποχής, ως το Μάρτιο του 2059, όταν το Rohan δέχτηκε επίθεση από τους Dunlendings...Τότε τον Δεκέμβριο κι ενώ είχαν τελειώσει τα τρόφιμα, ο γιος του Helm, Hama, έφυγε για να βρει τρόφιμα, όμως δεν γύρισε ποτέ...Ο Helm τότε στάθηκε στο τείχος περιμένοντας να δει να επιστρέφει ο γιός του, μέχρι που πάγωσε από τον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα που σάρωνε την κοιλάδα και έκανε τις "αστραφτερές σπηλιές" να αντηχούν από το σφύριγμά του, και πέθανε όρθιος...
Οι Dunlendings τελικά νικήθηκαν και εκδιώχθηκαν από το Rohan, από τον ανηψιό του βασιλιά Helm, Frealaf, που τον διαδέχτηκε στο θρόνο...Η σάλπιγγα του βασιλιά Helm έμεινε στην κορυφή του πύργου, και καμιά φορά που ο άνεμος φυσούσε πολύ δυνατά, περνούσε μέσα από τα ανοίγματα του πύργου και έκανε τη σάλπιγγα να ηχεί... 

Ο άνεμος Helm
Ο άνεμος Helm, είναι ο μοναδικός επώνυμος άνεμος στα Βρετανικά Νησιά...Πρόκειται για έναν Βορειοανατολικό άνεμο που φυσάει προς την νοτιοδυτική πλαγιά του Cross Fell, μιας ημιορεινής περιοχής στη Cumbria της Αγγλίας...
Στην ίδια περιοχή, εντοπίζεται ένας δεύτερος άνεμος με το ίδιο όνομα, στην Eden Valley, ο οποίος φυσά από την κορυφογραμμή Mallerstang, προς τη βάση της κοιλάδας...Και οι δύο άνεμοι, χαρακτηρίζονται από τη δημιουργία χαμηλών νεφών που σκεπάζουν σαν κράνη τις κορυφογραμμές των βουνών, είναι πολύ ισχυροί και παγωμένοι, και πολύ συχνά παράγουν τον οξύ ήχο της σφυρίχτρας τρένου...
Στην περιοχή Eden, εντοπίζεται και το αρχαίο βασίλειο του μυθικού βασιλιά Rheged, που στην μεσαιωνική λογοτεχνία ταυτοποίηται με τον βασιλιά Urien Rheged, από τον γνωστό κύκλο του Αρθούρου...

25/10/10

Μία απόφαση που ανατρέπει τα δεδομένα (β')



Σε λίγες μέρες η Ελάννα θα έπρεπε να βάλει πάλι τα δοχεία πάνω στους κορμούς των σφενδαμιών, αλλά δεν το έκανε. Οι Γιάουρ δεν το πολυσκέφτηκαν αλλά ο Γκόν-γκιρι ανησυχούσε, επειδή φοβόταν ότι θα έχανε το κέρασμα, οπότε με την πρώτη ευκαιρία τη ρώτησε. Και μέσω εκείνου έμαθε και ο Ελουρέντ, ότι σκόπευε να γυρίσει στην πόλη, άρα το συστηματικό μάζεμα του χυμού των δέντρων ήταν άχρηστο. Το παιδί τον παρακάλεσε να προσπαθήσει να τη μεταπείσει, επειδή δεν ήθελε να χάσει ούτε τη φίλη του ούτε τα ωραία γλυκά της, αλλά εκείνος αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι δε μπορούσε να την αναγκάσει να πράξει κάτι ενάντια στη θέλησή της, και ότι αυτή ήταν δική της αποκλειστικά απόφαση και όφειλε να τη σεβαστεί. Ο Γκόν-γκιρι επέμεινε για πολλές μέρες ακόμη (η υπομονή των Ντρούγκου ήταν απίστευτα μεγάλης διάρκειας), απαιτώντας του, να βρει έναν τρόπο να την κρατήσει κοντά τους, και του ορκίστηκε ότι δεν τον ενδιέφερε μόνον το γλυκό (και η μελόπιτα), και μπροστά στην φορτική επιμονή του παιδιού που τον συγκινούσε, του υποσχέθηκε ότι αν η κατάσταση δε βελτιωνόταν, τότε θα τον έπαιρνε μαζί του και θα πήγαιναν να της μιλήσουν.
Εξακολουθούσε όμως να την παρακολουθεί από μακριά, αλλά εκείνη δεν τον ξαναφώναξε, παρόλο που κοίταζε συχνά προς τα πιο πυκνά μέρη του δάσους σαν για να τον δει, και με μεγάλη του λύπη διαπίστωσε ότι είχε αρχίσει να μαζεύει τα πράγματά της, ενώ έδωσε και αρκετά από αυτά στους Ντρούγκου, κυρίως την οικοσκευή και τα τρόφιμα που είχε πάντα φροντισμένα και αποθηκευμένα, για τις μέρες που ο καιρός δεν βοηθούσε στην αναζήτηση. Φρόντιζε όμως τα σπαρτά και ξεχορτάριαζε σχολαστικά τα ζιζάνια που απειλούσαν την παραγωγή της. Είπε όμως στον μικρό Ντρουγκ (που όσο την έβλεπε να ασχολείται με την καλλιέργειά της, οι ελπίδες του διατηρούνταν αμείωτες), ότι προόριζε τα σιτηρά της για τα μέλη της φυλής του. Ο Ελουρέντ σχεδόν το πήρε απόφαση ότι είχε αποτύχει, αν και η ελπίδα μέσα του σιγόκαιγε, όμως όσο περνούσε ο καιρός εκείνη απομακρυνόταν όλο και περισσότερο, και μέχρι και ο Γκόν-γκιρι είχε καταλάβει πως κάτι είχε σπάσει ανάμεσά τους. Όμως δεν άντεχε να την αφήσει να του φύγει έτσι απλά, και παίρνοντας μαζί του τον μικρό Γιάουρ που τόσο συμπαθούσε, έφτασαν μια μέρα ως την πόρτα της, και εκείνη τους άνοιξε για να μπουν μέσα στο σπίτι της, με αχνό χαμόγελο στο πρόσωπό της.
«Αναρωτιόμασταν αν είσαι ακόμα εδώ», της είπε ψέματα ο Ελουρέντ, «και ήρθαμε να σε δούμε…»
«Δε φεύγω ακόμα…» του απάντησε, «θα φύγω με το Νέχαρ όταν θα έρθει, σε μία εβδομάδα από σήμερα, όπως έχουμε ήδη κανονίσει, είμαι όμως έτοιμη…»
«Ευτυχώς λοιπόν που σε προλάβαμε, επειδή με το φεγγάρι, σκοπεύω να πάω στα Έρεντ Λιούιν (ή Έρεντ Λίντον- Γαλάζια Βουνά), στη Δύση…»
«Θα φύγεις και ‘συ;»
«Δεν μένω πολύ σε έναν τόπο, Ελάννα», της απάντησε, «τα άλλα τα Ξωτικά τα αποφεύγω, και τον τελευταίο καιρό τους νοιώθω που με αναζητούν και δεν έχω σκοπό να τους αφήσω να με αναγνωρίσουν…»
«Και οι Ντρούγκου;» τον ξαναρώτησε κοιτάζοντάς τον που καθότανε στην άκρη του κρεβατιού της, με τον Γκόν-γκιρι ακουμπισμένο στο πλευρό του σα να κοιμόταν. Το παιδί περίμενε από τις προηγούμενες ημέρες να την επισκεφτούν και από την υπερένταση και την ανυπομονησία δεν κρατιόταν από τη χαρά του, όμως τώρα ήταν εξαντλημένο από την αναμονή, και το ζεστό πλευρό του Ξωτικού όπου είχε κουρνιάσει, τον νύσταξε και του έφερε γλυκό ύπνο.
«Οι Γιάουρ είναι φίλοι μου από πάντα, με έχουν δει πολλές φορές να φεύγω και να επιστρέφω, και τους έχω δώσει την υπόσχεσή μου να τους βοηθήσω ξανά σε μία νέα μετανάστευση, μιας και τα πράγματα αλλάζουν, κι εδώ δεν θα είναι ασφαλείς για πολύ καιρό ακόμα…»
«Δεν θα σε δω λοιπόν ξανά;»
«Μάλλον όχι», της απάντησε. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να αποχαιρετισθούμε εμείς οι δυο, αφού από δω και πέρα θα είσαι και ‘συ ασφαλής με την οικογένειά σου στη Νέα Ντίμροστ…»
Η Ελάννα δεν του απάντησε, μόνο εξακολουθούσε να κοιτάζει τον Γκόν-γκιρι που σίγουρα κοιμότανε, επειδή η ανάσα του ήταν αθόρυβη και τα μάτια του έπαιζαν πίσω από τα βλέφαρα.
«Ονειρεύεται…», του είπε.
«Αυτός τουλάχιστον, μπορεί να ονειρευτεί κάτι», της απάντησε και τον σκούντησε ελαφρά για να τον ξυπνήσει. Τον ανασήκωσε από πάνω του και το παιδί άνοιξε τα μάτια του και του χαμογέλασε.
«Θα μείνει;» τον ρώτησε καθώς τον κοίταξε.
«Όχι», του απάντησε μαλακά και τον σήκωσε. «Έλα», του είπε καθώς σηκώθηκε και ο ίδιος, «είναι η ώρα να φύγουμε κι εμείς», συμπλήρωσε, και τον τράβηξε από το χέρι πηγαίνοντάς τον προς την πόρτα.
«Να προσέχεις» του είπε τότε η Ελάννα και βγήκε μαζί τους έξω στον ήλιο.
«Και ‘συ», της απάντησε ο Ελουρέντ και κρατώντας τον μικρό Ντρουγκ από το χέρι, άρχισαν να απομακρύνονται ανάμεσα στα δέντρα, μέχρι που χάθηκαν μέσα στο ηλιόλουστο δάσος.
Οι Ντρούγκου τη βοήθησαν να λιχνίσει το σιτάρι και να το αλωνίσει, και η παραγωγή ήταν αλήθεια μεγάλη, και θα της έφτανε να βγάλει το χειμώνα και να φτιάξει μελόπιτες, όπως είχε υποσχεθεί στον Γκόν-γκιρι, από το προηγούμενο καλοκαίρι. Όταν τους έδωσε όλη την ποσότητα από τη βρώμη και το σιτάρι, οι Γιάουρ της υποσχέθηκαν ότι θα την φύλαγαν για εκείνη, σε περίπτωση που άλλαζε γνώμη, αλλά το σοβαρό της πρόσωπο -δυστυχώς- δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικό. Το αποθήκευσαν στους χώρους του σπιτιού της που θα έμενε ακατοίκητο, ήταν το πιο ασφαλές σημείο, πέρα από το οχυρωμένο χωριό τους, στην κορυφή του βουνού, και την αποχαιρέτησαν. Οι μυλόπετρες έξω από την πόρτα της θα έμεναν αμίλητες, όπως είχαν μείνει κι εκείνοι, μπροστά στην απόφασή της.

13/10/10

Μια απόφαση που αλλάζει τα δεδομένα...


Η Ελάννα γύρισε στο σπίτι της και ανέβηκε στη στέγη. Ήταν χαρούμενη αλλά και σκεπτική. Η μέρα ήταν ζεστή και η βραδιά που ακολούθησε ήταν γλυκιά, όμως η διάθεσή της είχε αλλάξει. Ήταν μόνη μέσα στο δάσος και η οικογένειά της όπως την θυμόταν από τα παιδικά της χρόνια δεν υπήρχε πια. Όλα είχαν καταστραφεί, αυτό το παραδεχόταν και η ίδια, όμως η αδελφή της υπήρχε ακόμα και δεν μπορούσε να την απορρίψει, και μετά από τα λόγια του Νέχαρ που την αφορούσαν, είχε αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά να ξαναγυρίσει, κι ας υπήρχε ο Χάλαντ που το πεινασμένο βλέμμα του την αηδίαζε, κι ας εμφανιζόντουσαν επίδοξοι μνηστήρες όπου πήγαινε… Και οι σκέψεις της που πριν ήταν ξεκάθαρες, τώρα θάμπωναν, και το πρόσωπο του Ξωτικού ξεθώριαζε, καθώς η ανασφάλεια την κυρίευε. Ένιωσε εξουθενωμένη και τα βλέφαρά της έκλεισαν και οι εικόνες και τα όνειρα που είδε ενώ κοιμόταν, για πρώτη φορά, δεν συμπεριλάμβαναν τον Ελουρέντ.
Ξύπνησε καθώς ένα λείο χέρι ακούμπησε ελαφρά το σαγόνι της, και όπως άνοιξε τα μάτια της, είδε εκείνον, που τη σκέπαζε με την κουβέρτα της, επειδή τις μικρές ώρες τις νύχτας είχε αρχίσει να ψυχραίνει, αλλά δεν του μίλησε και ο Ελουρέντ αισθάνθηκε την αβεβαιότητα των συναισθημάτων της, επειδή το βλέμμα της ήταν σκοτεινό, σαν τη νύχτα που είχε τυλίξει το δάσος. Σκέφτηκε ότι παρά τη χαρά που είχε δείξει μπροστά στο φίλο της, κατά βάθος λυπόταν για την επιλογή της συντρόφου που είχε κάνει, όμως έκανε λάθος, επειδή εκείνη ένοιωθε νοσταλγία και όχι ζήλια ή φθόνο.
«Έπιασε ψύχρα», της είπε, «φοβήθηκα να μη κρυώσεις και σε σκέπασα…»
«Ήρθε ο Νέχαρ σήμερα στο δάσος, να με βρει», του είπε. «Παντρεύεται το καλοκαίρι και με κάλεσε να πάω…»
«Θα πας;» τη ρώτησε ελπίζοντας ότι εκείνη θα αρνιόταν την πρόσκληση με την ίδια ευκολία που την είχε απορρίψει όταν της την είχε προτείνει ο φίλος της.
«Μου έχουν λείψει οι φίλοι μου και η αδελφή μου», του είπε διαψεύδοντας τις ελπίδες του, «και θα ‘θελα να τους ξαναδώ, αν όχι να επιστρέψω κοντά τους…Ήμουν πολύ σκληρή στο παρελθόν και δεν έπρεπε να απορρίψω την αγάπη της, επειδή απλά δεν συμφωνούσαμε, ούτε και ήτανε σωστό να το βάλω στα πόδια, μπροστά στην εμμονή του Χάλαντ, επειδή δεν ήταν δικό μου το φταίξιμο, αλλά δικό του… Έπρεπε να αντιδράσω με άλλο τρόπο και όχι με τη φυγή…»
«Έχεις δίκιο σ’ αυτά που λες, αλλά υπάρχει ακόμα χρόνος να αποφασίσεις αν θέλεις να γυρίσεις, μόνιμα ή όχι», της απάντησε. «Μην λάβεις μία βιαστική απόφαση που ίσως δεν είναι η πιο συνετή, αλλά περίμενε να ηρεμήσεις και μετά ζύγισε ψύχραιμα τα υπέρ και τα κατά, και πράξε όπως νομίζεις εσύ καλύτερα», τη συμβούλεψε, χωρίς να της δείξει την απογοήτευσή του.
Η Ελάννα σηκώθηκε αμίλητη και παίρνοντας μαζί της την κουβέρτα της, πήγε μέχρι την άκρη της στέγης. Υπολόγισε στο περίπου, που βρίσκονταν τα πατήματα που χρησιμοποιούσε και κατέβηκε στο έδαφος. Μπήκε στο σπίτι της κλείνοντας την πόρτα πίσω της, χωρίς να του ρίξει ούτε μία τελευταία ματιά, χωρίς να του ξαναμιλήσει ή να τον ρωτήσει για τον λόγο που καθόταν δίπλα της στη στέγη τόσο αργά, αφού δεν το συνήθιζε…
Κι ο Ελουρέντ ένιωσε ότι την έχανε μέσα από τα χέρια του, την στιγμή που την είχε φέρει τόσο πολύ κοντά του, αλλά ήξερε πια, ότι δεν έφταιγε ο Νέχαρ, ούτε όμως κι ο ίδιος…Η μοναξιά είχε λυγίσει την Ελάννα, η καρδιά της είχε κουραστεί στη σιωπή, η παρουσία η δική του ή του Γκόν-γκιρι δεν της έφτανε, επειδή είχε μάθει να ζει αλλιώς, κι αν μέχρι τώρα είχε αντέξει, ήταν επειδή η θέλησή της ήταν ισχυρή και δεν την άφηνε να υποχωρήσει.
Κατέβηκε από τη στέγη της και πήρε το δρόμο προς το ποτάμι και τη μικρή σπηλιά πίσω από τον καταρράχτη, αφού από τη στιγμή που την είχε πρωτοδεί εκεί, είχε αγαπήσει το μέρος αυτό, και η νερένια κουρτίνα κάτω από το φεγγαρόφωτο, γέμιζε με ασημένιες αντανακλάσεις τον γυαλισμένο βράχο, θυμίζοντάς του τα πρώτα παιδικά του χρόνια στο Λάνθιρ Λάμαθ. Ήθελε να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις του και έκρινε ότι έπρεπε να σταματήσει να την επισκέπτεται για λίγο καιρό, ώστε να αφήσει τα αισθήματά της να ωριμάσουν με το χρόνο, ελπίζοντας ότι τελικά θα στρεφόταν σε εκείνον και η υπομονή του και οι υπολογισμένες του ενέργειες θα είχαν το ποθητό αποτέλεσμα.

7/10/10

Το Alqualondë/ Swansea

Alqualondë (Q, pron. [Alqua = κύκνοι+ londe=λιμάνι]) ήταν η σημαντικότερη πόλη των Τελέρι Falmari στις ακτές του Valinor. Η πόλη τοποθετείται βορειοανατολικά της Tirion μεταξύ των Calacirya και Araman στη βόρεια Eldamar.
Ηταν χτισμένη σε φυσικό λιμάνι κατασκευασμένο από πέτρα, και όλόκληρη η πόλη ήταν διακοσμημένη με τα μαργαριτάρια που είχαν συλλέξει οι ίδιοι οι Τελέρι, και  πολύτιμες πέτρες που προέρχονταν από τους Noldor. Ο φημισμένος στόλος των καραβιών με ακρόπρωρα που παρίσταναν λαιμούς και κεφάλια κύκνων, ήταν αγκυροβολημένος εδώ.
Το πρωτότυπο κείμενο αναφέρει:
Many jewels the Noldor gave them, opals and diamonds and pale crystals, which they strewed upon the shores and scattered in the pools; marvelous were the beaches of Elende in those days. And many pearls they won for themselves from the sea; and their halls were of pearl, and of pearl were the mansions of Olwe at Alqualonde, the Haven of the Swans, lit with many lamps. For that was their city, and the Haven of their ships; and those were made in likeliness of swans, with the beaks of gold and eyes of gold and jet."
"Πολλα κοσμήματα τους έδωσαν οι Noldor, οπάλια,διαμάντια και χλωμά κρύσταλλα, τα οποία διασκόρπισαν στις ακτές και τις λιμνούλες των θαλασσινών νερών στους βράχους, εκείνες τις ημέρες, οι παραλίες της Elende ήταν υπέροχες...Και πολλά μαργαριτάρια κέρδισαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους από τη θάλασσα και οι αίθουσές τους ήταν μαργαριταρένιες, και από μαργαριτάρια φτιαγμένα ήταν τα αρχοντικά του Olwe στο Alqualonde, και ολόκληρο το Λιμάνι των κύκνων, που φωτιζόταν με πολλές λάμπες...Έτσι ήταν η πόλη τους, και το λιμάνι τους, και τα πλοία τους έμοιαζαν ίδια με κύκνους, με τα ράμφη τους φτιαγμένα από χρυσό και τα μάτια τους από χρυσάφι και μαύρο γαγάτη"...
(Σιλμαρίλλιον)

To Swansea
To Swansea (προφέρεται/ swɒnzi/ SWONZ-ee, Oυαλικά: Abertawe, ="στόμα του Tawe") είναι μια παραθαλάσσια πόλη στην Ουαλία. Βρίσκεται στην ιστορική κομητεία του Glamorgan, που περιλαμβάνει τη χερσόνησο Gower και τις ορεινές περιοχές της ενδοχώρας Lliw. Το Swansea είναι η δεύτερη πιο πυκνοκατοικημένη πόλη στην Ουαλία μετά το Κάρντιφ και η τρίτη πιο πυκνοκατοικημένη κομητεία στην Ουαλία μετά το Κάρντιφ και τη Rhondda Cynon Taf. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το Swansea ήταν ένα από τα βασικά κέντρα του κλάδου χαλκού παγκοσμίως, κερδίζοντας το προσωνύμιο «Copperopolis».
Αρχαιολογικά ευρήματα έχουν βρεθεί κυρίως στη χερσόνησο Gower, και περιλαμβάνουν αντικείμενα από την Εποχή του Λίθου, την εποχή του Χαλκού και την εποχή του Σιδήρου. Οι Ρωμαίοι επισκέφθηκαν την περιοχή, όπως και οι Βίκινγκς, οι οποίοι το οργάνωσαν ως σημείο εμπορικών συναλλαγών. Ορισμένοι πιστεύουν ότι το όνομά του προέρχεται από το νησί Sveinn (Παλαιά Νορβηγικά: Sveinsey) - και αναφέρεται σε ένα νησί στο στόμιο του ποταμού Tawe. Μια εναλλακτική εξήγηση είναι ότι το όνομα προέρχεται από την λέξη «Σβεν» που σημαίνει "εισόδος", και η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία το αναφέρει ως Sweynesse, το 1158-1184 ενώ παραλλάχτηκε σε Sweyneshe, το 1215 επί βασιλείας του Ιωάννη του Ακτήμονα.
Το όνομα τελικά αγγλοποιήθηκε και έμεινε γνωστό ως Swansea ="Θάλασσα των Κύκνων". Η Ουαλική ονομασία του εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα Ουαλλικά ποιήματα των αρχών του 13ου αιώνα, ως «Aber Tawy» (=στόμιο του ποταμού Tawy), αλλά η πόλη είναι ευρύτερα γνωστή με το Αγγλικό της όνομα κυρίως, παρά με το Ουαλλικό ...

3/10/10

Οι Τελέρι

Στα έργα του JRR Tolkien, οι Teleri (που σημαίνει "Όσοι έρχονται τελευταίοι", ενικός αριθμός "Teler") ήταν το τρίτο από τα τρία φύλα Elf που έφτασαν στο Aman. Έγιναν γνωστοί ως "Falmari" ή "ξωτικά της θάλασσας". Οι Teleri ήταν οι πρόγονοι των ξωτικών Sindar, Laiquendi και Nándor της Μέσης Γης.
Αποτελούσαν το μεγαλύτερο οίκο από τους συνολικά 3 των ξωτικών...
Είχαν καλύτερες φωνές και πήραν το προσωνύμιο Lindar (="τραγουδιστές"), ενώ επίσης αποκαλούνταν "Nelyar" (="Τρίτοι").
Οι Sindar του Beleriand αποκαλούσαν τους εαυτούς τους απλά Edhil, πράγμα που σημαίνει "ξωτικά", και σχετίζεται με τη λέξη της Quenya "Eldar" που έχει το ίδιο νόημα.
Η γλώσσα τους άλλαξε όταν αναγκάστηκαν να παραμείνουν για καιρό στο Tol Eressëa, ανάμεσα στο Βάλινορ και την Μέση Γη, κατά την αναζήτηση του βασιλιά τους Έλγουε (αργότερα γνωστό με το όνομα "Θίνγκολ")... Αργότερα, όταν ο Ulmo τράβηξε το νησί τους κοντά στο Βάλινορ, απέναντι από τον κόλπο του Eldamar, στα ανοικτά των ακτών του Aman, όμως πολλοί Teleri διάλεξαν να παραμείνουν στην Μέση Γη, κοντά στο βασιλιά Έλγουε που ίδρυσε νέο βασίλειο εκεί, μαζί με την σύζυγό του (Μάϊα) Μέλιαν, ενώ ο αδελφός του, ονόματι Όλγουε έμεινε να κυβερνά τον υπόλοιπο λαό του...
Όταν οι Noldor αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Valinor και ζήτησαν για τα πλοία τους, οι Teleri αρνήθηκαν να βοηθήσουν, και μάλιστα προσπάθησαν να τους μεταπείσουν...Τελικά ο Φέανορ και οι γιοί του προκάλεσαν την πρώτη αιματοχυσία στο νησί των Τελέρι και το λιμάνι τους, το Alqualondë, ή Λιμάνι των Κύκνων, ενώ έκαψαν όσα πλοία δεν τους χρησίμευαν. Αυτή ήταν η πρώτη από τις τρεις γενοκτονίες συλλογικά γνωστών ως "Kinslayings" (=αδελφοκτονίες) που διαπράττονται από τη κλάν του Fëanor. Για το λόγο αυτό, ελάχιστοι Teleri τελικά, ενώνουν τις δυνάμεις τους με τους Valar και τα υπόλοιπα Ξωτικά που οργάνωσαν την αποστολή ενάντια στο Morgoth ...
Η γλώσσα τους, γνωστή ως TELERIN ή Lindalambë (γλώσσα του Lindar), και οι Teleri ήταν πιο λεπτκαμωμένοι, σε σχέση με τους Noldor και τους Vanyar. Είχαν συνήθως μαύρα μαλλιά (νεαρή ηλικία) που γίνονταν ασημένια, όσο μεγάλωναν, ενώ το χρώμα του δέρματός τους διακυμαινόταν από χλωμό έως μελαχρινό...

20/9/10

Ένας φίλος (β' μέρος)

«Πολλά θυμάμαι από τότε, Ελάννα…» της είπε. Μεμιάς, άδειασε το κουπάκι με το γλυκό και εκείνη του έδωσε και το δεύτερο.
«Πες μου, πως τα περνάς χωρίς εμένα;» τον ρώτησε.
«Βαρετά…», της απάντησε και μόρφασε. «Τσακώνομαι κάπου- κάπου με τους δικούς μου και σπανιότερα και με τη Μίριελ, αλλά σαν τους δικούς μας τους καυγάδες, έχω να ζήσω πολύ καιρό…Και είναι αλήθεια ότι μας έχεις λείψει όλους, Ελάννα, και περισσότερο απ’ όλους στην αδελφή σου...Δεν ξέρω αν συμβαίνει τίποτε άλλο, αλλά νομίζω ότι θα έπρεπε να έρθεις πίσω, έστω για λίγο…»
«Δεν μπορώ να έρθω Νέχαρ, αποκλείεται» του είπε, και ο Ελουρέντ που αόρατος παρακολουθούσε τη συζήτηση, χάρηκε μ΄ αυτή την απάντηση.
«Όμως ο Χάλαντ, που ήρθε ένα βράδυ πέρυσι, με κάτι μελανιές τεράστιες στο λαιμό του, μίλησε για ένα γίγαντα που προσπάθησε να τον σκοτώσει και ζει στο δάσος, κοντά στο σπίτι σου, δεν κινδυνεύεις, έτσι;»
«Γίγαντα;» είπε η Ελάννα γελώντας. «Γι’ αυτό άργησες τόσο πολύ να με επισκεφτείς; Δεν υπάρχει κανένας γίγαντας, σε διαβεβαιώνω Νέχαρ, και ποτέ δεν κινδύνευσα, αλήθεια!»
«Δεν άργησα να έρθω γι αυτό το λόγο…» απάντησε ο Νέχαρ, πειραγμένος από το σχόλιό της. «Οι δικοί μου ετοιμάζουν ένα καινούριο σπίτι στο Θάρμπαντ για να κατοικήσουνε εκεί, μετά το γάμο μου…Κάποιος έπρεπε να πηγαίνει για να επιβλέπει τις εργασίες και οι γονείς μου όπως ξέρεις, είναι μεγάλοι σε ηλικία και αποφεύγουν τις συχνές μετακινήσεις…Εξάλλου πρέπει να βρίσκομαι και στο σιδηρουργείο, και σχεδόν δεν προλαβαίνω να πάρω ανάσα μ’ όλες τις δουλειές που μ’ έχουνε φορτώσει! Όσο για τ’ αποσπάσματα…Από την ώρα που έφυγες, έχουμε σκορπίσει και δε βγαίνουμε περιπολίες…Ήσουν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσά μας, χωρίς εσένα να οδηγείς και να οργανώνεις, όλοι οι υπόλοιποι βαριούνται να με ακολουθήσουν…Σήμερα όμως, ήμουν αποφασισμένος να έρθω οπωσδήποτε να σε βρω…Εγώ, σου έλειψα καθόλου;» τη ρώτησε ναζιάρικα.
«Γιατί να μου λείψεις; Αφού πάντοτε καταλήγουμε τσακωμένοι και δεν μιλιόμαστε για μέρες! Ούτε στιγμή δε σε σκέφτηκα, όλους αυτούς τους μήνες!» του απάντησε ψέματα και του γέλασε κοροϊδευτικά. «Τι νομίζεις, ότι πέρασα μόνη μου όλον τον χειμώνα, χωρίς καθόλου παρέα; Οι Γιάουρ με έχουν πάρει υπό την προστασία τους και μ’ επισκέπτονται συχνά!».
«Όμως πρέπει να υπάρχει και κάποιος άλλος που ζει στο Νότιο δάσος, τα λέω σωστά;» την ξαναρώτησε. «Ο γίγαντας του Χάλαντ είναι ο ίδιος εκείνος ο άγνωστος με τα μεγάλα βέλη που σ’ έσωσε πριν μερικά χρόνια, έτσι δεν είναι; Τι συνέβη και αντέδρασε εναντίον του με τέτοιο τρόπο; Προσπάθησε να σε απομακρύνει από το δάσος με τη βία;» επέμεινε, πλησιάζοντας επικίνδυνα την αλήθεια.
«Λες ανοησίες, έλα σε παρακαλώ, σταμάτα!» τον αποπήρε.
«Σε ξέρω καλά Ελάννα, μαζί μεγαλώσαμε, μαζί ήμασταν όταν έγινε το… κακό», της είπε κομπιάζοντας, «κι εγώ σε βρήκα στη σπηλιά που είχες κρυφτεί, πάντα τα λέγαμε εμείς οι δυο, γιατί όχι και τώρα;»
«Ήμασταν παιδιά Νέχαρ, χωρίς έγνοιες, και άλλοι φρόντιζαν για μας…Μα τώρα είσαι άντρας και ‘γω δεν είμαι πια το μικρό κορίτσι που ήξερες τότε…Οι εποχές που τσακωνόμασταν και παλεύαμε μεταξύ μας και μετά φιλιώναμε ξανά, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί…Εσύ θα παντρευτείς τη γυναίκα που αγαπάς και σ’ αγαπάει κι εκείνη και σ’ ανέχεται, κι εγώ θα μείνω όπως παλιά στο δάσος, μαζί με τους φίλους μου τους Ντρούγκου…Αυτοί τουλάχιστον είναι σταθεροί και αμετακίνητοι εμπρός στις αλλαγές…»
«Δεν αλλάξαμε μόνο εμείς, άλλαξαν όλα, ίσως ακόμα και οι Γιάουρ…» της είπε, και πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της, «και νοιώθω ακόμα αρκετές τύψεις, επειδή αν δεν ήμουνα εγώ που σε παρέσυρα στην αναζήτηση του χωριού τους και στο νυχτερινό ψάρεμα στον Λέφνουι, τώρα»,
«Τώρα δε θα ήμουν ζωντανή…» τον διέκοψε. «Τι λες, πάμε μια βόλτα όπως τότε, που εσύ ήσουν δεκαέξι και ‘γω δεκατέσσερα;»
«Ας πάμε Ελάννα», της είπε και της χαμογέλασε, «να ξαναδούμε τα μέρη που πηγαίναμε τότε και σκαρφαλώναμε στους φράχτες, και γδέρναμε τα χέρια μας μαζεύοντας μήλα και φουντούκια…»
«Κι έβγαινε η μητέρα σου και φώναζε ν’ αφήσουμε τα μήλα ήσυχα, και να, που τώρα πέφτουν μόνα τους από τα δέντρα και σαπίζουν…»
Ο Νέχαρ σηκώθηκε αποφασιστικά από τη θέση του.
«Έλα και πάμε αυτή τη βόλτα, και ίσως θελήσεις να φωνάξεις και το φίλο σου να τον γνωρίσω, και δεν εννοώ τους Ντρούγκου…» σχολίασε με νόημα και κατέβηκε από τη στέγη.
«Σταμάτα πια!» τον αποπήρε εκείνη και γέλασε, και κατέβηκε με τη σειρά της.
Περπάτησαν για πολλή ώρα μέσα στο δάσος σιωπηλοί. Ο Ελουρέντ τους παρακολούθησε και του έκανε εντύπωση που ένας νέος άντρας όπως ο Νέχαρ, φερόταν μόνο φιλικά απέναντι στην ωραία κοπέλα που πήγαινε δίπλα του με αργό βήμα. Φαίνονταν να είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους παρόλο που δεν είχε έρθει να την επισκεφτεί όλον αυτό τον καιρό που ήταν μόνη της, και θυμήθηκε που του είχε πει ότι εξαιτίας του είχε μπει στο έφιππο απόσπασμα. Αν αυτό που τους ένωνε ήταν φιλία, τότε ήταν μια πολύ ξεχωριστή σχέση, μια σχέση αδελφικής στοργής επειδή δεν θυμόταν ποτέ να έχει δει κάτι παρόμοιο, ανάμεσα σε δύο άτομα διαφορετικού φύλου.
«Λέγαμε κάποτε ότι θα παντρευόμασταν την ίδια μέρα, όπως ταιριάζει σε δύο αδέλφια, όπως ο Γκάλντορ των Χάντορ παντρεύτηκε στις αρχαίες μέρες, τη Χάρεθ των Χάλαντιν, και ο Χάλντιρ ο αδελφός της, την Γκλόρεδελ, όμως η ζωή τα έφερε αλλιώς…Θέλω να έρθεις στο γάμο μου Ελάννα» της είπε, «που θα γίνει το μεσοκαλόκαιρο, με το μεγάλο φεγγάρι…Άφησε πίσω σου τις διαφορές σου και έλα να χαρείς μαζί με μένα και τη Μίριελ…»
«Είναι νωρίς ακόμα για τέτοιες αποφάσεις, Νέχαρ, όμως σου υπόσχομαι να το σκεφτώ…» του απάντησε με αινιγματικό χαμόγελο.
Είχαν φτάσει στο άλογό του και ο Νέχαρ ετοιμάστηκε να φύγει.
«Αν τελικά έρθεις, θα φέρεις μαζί σου κι εκείνον;» την ρώτησε με διάθεση για πείραγμα.
«Ε, λοιπόν αν το θέλει, ναι, θα τον φέρω για να ησυχάσεις!», του είπε σοβαρά σα να το εννοούσε.
«Και είναι ωραίος;»
«Άμα τον δει η Μίριελ, θα σε ξεχάσει αμέσως, φτωχέ μου Νέχαρ…», του απάντησε, χωρίς ν’ αλλάξει έκφραση, μα ήδη η άκρη των χειλιών της τρεμόπαιξε, καθώς συγκρατούνταν να μη γελάσει.
«Αλήθεια;» έκανε εκείνος χωρίς να ξέρει αν πρέπει να την πιστέψει ή όχι, και εκείνη δεν του απάντησε και δεν γέλασε, επειδή του είχε πει την αλήθεια.
»Πρέπει να φύγω», της είπε και ανέβηκε στο άλογο. «Τι να τους πω αν με ρωτήσουν αν σε βρήκα;» τη ρώτησε. «Η Θίμελ με είδε που έφευγα και κατάλαβε ότι ερχόμουν για σένα, και θα περιμένει να μάθει τα νέα σου…».
«Καταλαβαίνω το ενδιαφέρον της αλλά θα προτιμούσα να της πεις πως δε με βρήκες, όσο κι αν έψαξες… Έχω τους λόγους μου γι’ αυτό που σου ζητώ, και θα ήθελα να τους σεβαστείς…» του απάντησε.
«Θα έρθω όμως να σε πάρω για το γάμο μου, Ελάννα, θα φέρω και δεύτερο άλογο για σένα…Έχεις φουστάνι να φορέσεις;»
«Μην ανησυχείς, κι αν αποφασίσω να έρθω, θα είμαι έτοιμη! Μόνο πήγαινε, μην τυχόν και βλέποντας οι Χάλαντιν ότι αργείς, νομίσουν ότι σε σκότωσε ο γίγαντας και βρουν άλλο γαμπρό για τη Μίριελ!» του είπε γελώντας.
«Να προσέχεις Ελάννα, και να μου χαιρετήσεις το φίλο σου», της είπε και γέλασε κι εκείνος, και τη χαιρέτησε. Όμως, ενώ ήδη απομακρυνόταν, γύρισε το κεφάλι του για να την ξανακοιτάξει και είδε φευγαλέα σε αρκετή απόσταση πίσω από τη φίλη του, τον ψηλό άντρα που παρακολουθούσε από μακριά και χάθηκε στο δάσος, σαν σκιά.

15/9/10

ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ (α' μέρος)


O Γκόν-γκιρι έμεινε μαζί της μέχρι το πρωί, όμως ο Ελουρέντ δεν ξαναήρθε να τη δει, αλλά και εκείνη ήταν πολύ απασχολημένη με το σπάρσιμο των σπόρων που είχε κρατήσει για τον εαυτό της και δεν είχε προλάβει να τον επιθυμήσει. Όμως μερικές ημέρες αργότερα, καθώς τριγύριζε στο δάσος, άκουσε να φωνάζουν το όνομά της και έτρεξε προς την κατεύθυνση εκείνη και έκπληκτη είδε το Νέχαρ και τον φώναξε. Και καθώς συναντήθηκαν, την σήκωσε στη αγκαλιά του και την στριφογύρισε κρατώντας την από τη μέση, ενώ εκείνη είχε περάσει τα χέρια της γύρω από το λαιμό του.
«Τι γυρεύεις εδώ;» τον ρώτησε μόλις την άφησε.
«Μου έλειψες» της απάντησε, «έχω σχεδόν ένα χρόνο να σε δω και σήμερα έχεις τα γενέθλιά σου, το ξέχασες;»
«Πόσο έχουμε σήμερα;» τον ρώτησε.
«6 Απριλίου, ανήμερα η πρωτοχρονιά των Ξωτικών, την Yestare, την παραμονή της tuile (της Άνοιξης)…, έχεις χάσει τις μέρες εντελώς Ελάννα! Και ‘γω που περίμενα κέρασμα!»
«Κέρασμα; Έχω όσο κέρασμα αντέχει το στομάχι σου» του είπε. «Έλα, θα σε πάω στο σπίτι, το θυμάσαι το σπίτι που έμενα τότε;»
«Το θυμάμαι», της απάντησε και κοντοστάθηκε, καθώς θυμήθηκε το τρομαχτικό θέαμα των γονιών της, που τους είχαν βρει σφαγμένους στην αυλή, και το σπίτι λεηλατημένο.
«Αυτά πέρασαν», του είπε μαντεύοντας τις σκέψεις του και τον τράβηξε από το χέρι. «Για να δούμε, τον θυμάσαι τον δρόμο ως εκεί; Έλα, πήγαινέ με εσύ στο σπίτι μου, εμπρός Νέχαρ!»
Ο Νέχαρ την πήρε από το χέρι και άρχισαν να περπατούν στο δάσος ανάμεσα στα σφεντάμια και ο Ελουρέντ που τους παρακολουθούσε από μακριά, αισθάνθηκε δυστυχισμένος. Ο άντρας που τη συνόδευε ήταν γεροδεμένος και ενήλικος, τα σκούρα καστανά μαλλιά του ήταν κομμένα κοντά και τα μάτια του ήταν σκούρα καστανά κι αυτά, και έμοιαζαν όμορφο και ταιριαστό ζευγάρι οι δυο τους, οπτικά τουλάχιστον. Περπατούσαν χαμογελαστοί με αργό βήμα και αβέβαιο για το νέο άντρα που δεν ήταν σίγουρος ότι ακολουθούσε το σωστό δρόμο για το σπίτι της, αλλά εξακολουθούσε να την οδηγεί ανάμεσα στα σφεντάμια που πύκνωναν, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά σαν να προσπαθεί να αναγνωρίσει το μέρος.
«Ξέρω γιατί έφυγες» της είπε σοβαρά καθώς περπατούσαν. «Ήθελαν να σε παντρέψουν, έτσι δεν είναι; Αν όμως το πρόβλημά σου ήταν τόσο σοβαρό, θα μπορούσες να μου το πεις, και τότε, ίσως σε παντρευόμουν εγώ!»
«Α, ναι; Κι εμένα με ρώτησες αν ήθελα να σε παντρευτώ;» έκανε η Ελάννα γελώντας. «Και πως θα έλεγες στη Μίριελ που σε κοιτάει σαν να είσαι ο μοναδικός άντρας στον κόσμο, ότι λυπάσαι, και ότι θα αθετήσεις την υπόσχεσή σου απέναντί της; Πως θα αντίκριζες ξανά τα γκρίζα μάτια της χωρίς τύψεις;»
«Ξέρεις» της είπε τότε ο Νέχαρ, «θα την παντρευτώ το καλοκαίρι…»
Η Ελάννα σταμάτησε να περπατά και τον κοίταξε σοβαρά και μετά, άρχισε να γελάει πιο δυνατά από πριν.
«Τρελόπαιδο, χαίρομαι πολύ για σένα, επιτέλους αποφάσισες να σοβαρευτείς! Και γιατί δεν μου το λες από την αρχή και με κοροϊδεύεις με ανοησίες; Μα άσε με να σε πάω εγώ στο σπίτι γιατί αν περιμένω από σένα, θα νυχτώσουμε!» του είπε και τον τράβηξε από το χέρι, και άρχισαν να τρέχουν μέσα στο δάσος, όμως κάποια στιγμή εκείνος άφησε το χέρι της και άρχισε να τρέχει μόνος του.
«Στοίχημα ένα φιλί ότι θα φτάσω πρώτος!» της είπε και αύξησε την ταχύτητά του προσπερνώντας την.
«Αποκλείεται!» φώναξε εκείνη και έβαλε τα δυνατά της να τον φτάσει αλλά στάθηκε αδύνατο, παρόλο που τον ακολουθούσε από κοντά. Τον βρήκε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, λαχανιασμένο και ιδρωμένο από την προσπάθεια, το ίδιο ήταν κι αυτή.
«Μου χρωστάς ένα φιλί» της είπε και της έδειξε το μάγουλό του και ‘κείνη έκανε μια κίνηση με το χέρι ότι αρνείται.
«Φοράς παντελόνια και ‘γω φουστάνι…, είναι άδικο…, δε σε φιλάω…, αυτή είναι δουλειά της Μίριελ…», του απάντησε λαχανιασμένη.
«Καλά…» είπε εκείνος και κρέμασε τα χέρια του.
«Ανέβα στη στέγη και θα ‘ρθω και ‘γω», του είπε και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού.
«Μην ξεχάσεις το κέρασμα!» της είπε και καθώς έκανε να φύγει, εκείνη ήρθε από πίσω του και του έδωσε ένα ανάλαφρο φιλί στο μάγουλο, και μετά μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι και βρόντηξε πίσω της την πόρτα.
Ο Νέχαρ, έκανε το γύρο του σπιτιού και βρίσκοντας τα πατήματα που χρησιμοποιούσαν από όταν ήταν ακόμη παιδιά, ανέβηκε στη στέγη. Σε λίγο ήρθε και ‘κείνη και του φώναξε να πάρει τα δύο κουπάκια που είχε φέρει, με το γλυκό που ετοίμαζε για τον Γκόν-γκιρι. Σκαρφάλωσε με τη σειρά της και του έδωσε το μοναδικό της ξύλινο κουτάλι.
«Είναι από τις μηλιές του κήπου σας» του είπε. «Θυμάσαι που σκαρφαλώναμε στα κλωνάρια και τρώγαμε σχεδόν όλα τα μήλα;»
Οι γονείς του Νέχαρ έμεναν στη γειτονική ιδιοκτησία, αλλά όταν έγινε η επίθεση μετακόμισαν στην ασφάλεια της πόλης, μακριά από το δάσος με τα σφεντάμια. Ακόμα όμως και στη Ντίμροστ, τα σπίτια τους ήτανε γειτονικά, και οι αντιζηλίες τους και οι προσβολές που αντάλλασσαν μεταξύ τους κατά την διάρκεια των φιλονικιών τους, είχαν μεταφερθεί πολλές φορές στην αυλή του σπιτιού του, όπου συχνά την προκαλούσε σε μονομαχίες και ανταγωνισμούς. Και η συμμετοχή της Ελάννα στα αποσπάσματα και τις επικίνδυνες αποστολές τους, παρά τις αντιρρήσεις της αδελφής της για το ανεπίτρεπτο του συγχρωτισμού ενός κοριτσιού με τα πολεμοχαρή και απερίσκεπτα αγόρια, και το νεαρό της ηλικίας της (από τα δεκάξι της), οφειλόταν στο πείσμα της να του αποδείξει ότι ήταν ισάξια σε πολεμικές ικανότητες με εκείνον.
Ήταν όμως οι καλύτεροι φίλοι μεταξύ τους, και όταν η καρδιά του Νέχαρ στράφηκε προς την συνομήλική του Μίριελ, που ήταν τόσο διαφορετική από την Ελάννα, εκείνη ήταν η πρώτη που χάρηκε και υποσχέθηκε στην μελαχρινή κοπέλα ότι θα τον πρόσεχε πάντα, επειδή τον θεωρούσε αδελφό της (αν και κακοαναθρεμμένο). Όμως από τότε που ξεκίνησαν τις περιπολίες, και παρά το γεγονός ότι ο δρόμος τους, τους έφερνε συχνά έξω από το δάσος, ούτε εκείνος, ούτε εκείνη δεν είχαν πλησιάσει ξανά τα μέρη στα οποία είχαν μεγαλώσει.
Το σπίτι του Νέχαρ στο δάσος είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά από τα χρόνια, επειδή ήταν ξύλινο και όχι πέτρινο όπως της Ελάννα (και οι Ντρούγκου συχνά απομάκρυναν μέρη από τους ξύλινους τοίχους του ή τη στέγη, επειδή τα χρειάζονταν για δική τους χρήση, αφού δεν έκοβαν ποτέ ζωντανά δέντρα), ενώ η επίθεση και η δολοφονία των γονιών της είχε συμβεί μόλις λίγους μήνες πριν επιστρέψει ο Ελουρέντ από τη μακρόχρονη απουσία του.

8/9/10

Ένα ωραίο σχέδιο (ε' μέρος)

Αυτή ήταν η καλύτερη ευκαιρία που είχε ως τώρα για να τη συγκινήσει και να τη φέρει κοντά του, και καθώς τα ξωτικά κατέχουν καλύτερα από τον καθένα την τέχνη του λόγου, της διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή του, χωρίς να προσπαθήσει να ωραιοποιήσει ή να δραματοποιήσει περισσότερο τα γεγονότα, ή να προσθέσει οτιδήποτε στην περιγραφή.
Και η διήγησή του ξεκίνησε σαν μικρή δροσερή πηγή στο βουνό -από τις πρώτες ξέγνοιαστες μέρες στο Λάνθιρ Λάμαθ,  και γρήγορα, μόλις άρχισε να της περιγράφει τους αδελφοκτόνους πολέμους στο Μένεγκροθ και το Λίσγκαρθ, ο λόγος του έγινε χείμαρρος και ρεύμα ορμητικό που παράσερνε και παράδερνε κορμιά και εικόνες πολέμου και καταστροφής, και μέσα στις δίνες του που στριφογύριζαν ασταμάτητα, βογκώντας με το ήχο της θύελλας- και τελείωσαν με τη Ντάγκορ Ντάγκοραθ και την τελική πτώση του Μέλκωρ...
Και μετά καινούριες εικόνες και οράματα ειρήνης και ηρεμίας ξεδιπλώθηκαν, -η ζωή του κοντά στους Ντρούγκου και τα ταξίδια του- όπως ένα γυαλιστερό ύφασμα που αφήνει τις πτυχές του να πέσουν με κρότο καθώς ξετυλίγεται, και τα πολύχρωμα και γεμάτα με φως σχέδιά του αποκαλύπτονται στα κουρασμένα μάτια που περιμένουν να το θαυμάσουν...
Μα δεν τελείωσε εκεί, επειδή η ιστορία συνέχισε να εξελίσσεται και να προχωρά, και μετά από μια σύντομη πορεία που διέτρεξε στις λουλουδιασμένες κοιλάδες της γης, άρχισε πάλι να κατρακυλά  σαν αγριεμένο ποτάμι, μέσα από βράχους που συντρίβονταν και απότομα ανοίγματα που έχασκαν απειλητικά κάτω από την κοίτη του- της διηγήθηκε τις πρώτες μάχες κατά του Σάουρον και η ηττα του από τον στρατό του Νούμενορ, και την μοναχική ζωή του, κοντά στους Ντρούγκου που τον αγαπούσαν με όλη τους την καρδιά, όπως άλλωστε τους αγαπούσε κι εκείνος, στο Νότιο Δάσος των σφενδαμιών, και φωνή του βάθυνε ασυναίσθητα από την συγκίνηση, σα να είχε φτάσει επιτέλους στον προορισμό του... Και ενώ η αφήγησή του είχε ξεκινήσει  με την καταιγιστική της δράση που στην σκέψη του παρομοίαζε με την ακατανίκητη δύναμη ενός ποταμού, που η ευμετάβολη στάθμη του και η ορμητικότητά του έμοιαζαν με την ανάσα ενός γαλανόγκριζου δράκου που αναδεύει τα λέπια του κροταλίζοντας, ολοκληρώθηκε, σαν ψίθυρος, ένας ήρεμος φλοίσβος στην αλμυρή αγκαλιά μιας σχεδόν ακύμαντης και ανεξερεύνητης θάλασσας… 
Έτσι τελείωσε την διήγηση, κι εκείνη που τον άκουγε αμίλητη, έκλαψε ξανά με λυγμούς και ο Ελουρέντ την τράβηξε πάλι πάνω του και την ακούμπησε στον ώμο του αγκαλιάζοντάς την.
Τα δάκρυά της τον λύπησαν περισσότερο από τις πικρές μνήμες που χρειάστηκε να ανακαλέσει από το βάθος της σκέψης του, γι’ αυτό, την ανασήκωσε ελαφρά από πάνω του και πήρε το κλαμένο πρόσωπό της μες τα χέρια του, και έφερε τα χείλια του στα μάγουλά της και στέγνωσε τα δάκρυά της, και καθώς τα γεύτηκε, σκέφτηκε χωρίς να της το πει, ότι ήταν αλμυρά, σαν το θαλασσινό νερό.
Και η Ελάννα τράβηξε το ένα του χέρι από το πρόσωπό της και έφερε τη λεία παλάμη του στο στόμα της, κι εκείνος άντεξε για δεύτερη φορά το φιλί της, καθώς σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να αφήσει τον εαυτό του να παρασυρθεί από την επιθυμία του για εκείνη, για να μην εκβιάσει καταστάσεις που ίσως δε θα εξελίσσονταν όπως θα ήθελε. Αν η καρδιά της ήταν αδέσμευτη, τότε θα την κατακτούσε, αν δεν το είχε κιόλας καταφέρει, μ’ αυτή τη διήγηση.
»Πέρασα όλη μου τη ζωή, με τις ημέρες μου να αναβοσβήνουν όπως οι πυγολαμπίδες στα σκοτάδια των αιώνων, μόνο με την παρέα των Ντρούγκου και μακριά από τις απογοητεύσεις των Έλνταρ, παρά την αγάπη που τους έχω… Όμως μη λυπάσαι  για αυτά που συνέβησαν στο παρελθόν, επειδή το μέλλον είναι ακόμα νέο, Ελάννα, όπως κι εσύ, και θα τολμήσω να πω ότι και ‘γω, νέος αισθάνομαι μαζί σου, και αδαής μπροστά στη γνώση της ζωής της δικής σου και των ανθρώπων…», της είπε και σηκώθηκε όρθιος μπροστά της, και άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει να σηκωθεί, όπως είχε κάνει κι εκείνη για εκείνον, το πρωί, δίπλα στο ποτάμι.
»Είναι αργά και θα είσαι κουρασμένη, με συγχωρείς για το πρωί που σ’ έριξα μες το νερό, στον Λέφνουι, και μάλιστα δύο φορές, όμως μην με παρεξηγείς…Ελπίζω να σου πέρασαν τα ρίγη», συμπλήρωσε χαμογελαστός και πήγε ως τη πόρτα της, και την ίδια στιγμή, ο Γκόν-γκιρι στριμώχτηκε στο άνοιγμα προσπαθώντας να μπει, αλλά καθώς τους είδε μαζί, γύρισε να φύγει, όμως ο Ελουρέντ τον έπιασε μαλακά από το χέρι και τον τράβηξε μέσα στο σπίτι και έσκυψε από πάνω του, λέγοντας:
»Φεύγω, αλλά εσύ να καθίσεις κοντά της, επειδή ίσως να χρειαστεί την προστασία σου» του είπε και του έκλεισε το μάτι συνωμοτικά, και η Ελάννα του γέλασε καθώς εκείνος έφευγε.

3/9/10

Oι τόποι του LOTR



Mount Sunday: Edoras
Dart river: Amon Hen
Dart river: Amon Hen battle
 Kawarau river, Bungy bridge: Leaving LothLorien
Castle Hills: Orc pursuit
Castle Hills: Orc pursuit
Tongariro National Park- Desert road: Mordor
Kawarau gorge: River Anduin
Δυστυχώς οι συνθήκες δεν ήταν κατάλληλες σε όλες τις επισκέψεις, ώστε να καταφέρω να βγάλω καλές φωτό, αλλά υπόσχομαι να ξαναπροσπαθήσω, με την πρώτη ευκαιρία, τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με τα ηφαίστεια  Ruapehu και Tongariro, την μαύρη γη της Μόρντορ :)
Καλημέρα από τις Νότιες θάλασσες...

30/8/10

Μόρντορ


Μόρντορ
The Black Land, The Land of the Shadow, Η Μαύρη Γη, Η Γη της Σκιάς

Η Μαύρη Χώρα της Μόρντορ βρισκόταν στα ανατολικά της Γκόντορ. Ήταν μια περιοχή σχεδόν τετράγωνου σχήματος, αποκλεισμένη από τα υπόλοιπα τμήματα της Μέσης-γης από φυσικά σύνορα, τις οροσειρές Έρεντ Λίθουϊ βόρεια και Έφελ Ντούαθ δυτικά, καθώς και μια χαμηλότερη σειρά λόφων στο νότο. Το μόνο άνοιγμα στον ορεινό αυτό κλοιό ήταν στο βορειοδυτικό άκρο, όπου σχηματιζόταν η κοιλάδα του Ουντούν. Εκεί ο Σαουρον κατασκεύασε μία τεράστια σιδερένια πύλη, το Μόραννον. Στο βόρειο τμήμα της υπήρχε το άγονο υψίπεδο της Γκόργκοροθ, όπου και το ηφαίστειο Οροντρούϊν, κύρια έλξη για την εγκατάσταση του Σαουρον στην περιοχή, καθώς το χρησιμοποιούσε στη μαγεία του. Εκεί κατασκεύασε και το Ενα Δαχτυλίδι. Η νότια πλευρά ήταν πιο γόνιμη λόγω της λίμνης Νούρνεν.
Σύντομη Ιστορία της Μόρντορ...
Μετά την καταστροφή των προπυργίων του Κακού στον Βορρά της Μέσης Γης, στο τέλος της Πρώτης Εποχής, ο Σαουρον διέφυγε στο Νότο, ψάχνοντας καινούργιο καταφύγιο. Στο τέλος της πρώτης χιλιετίας της Δεύτερης Εποχής, διάλεξε μια περιοχή περιφραγμένη από βουνά και εκεί έχτισε τον απόρθητο πύργο του Μπάραντ-Ντουρ. Η Μόρντορ ήταν κατάλοιπο των καταστροφικών έργων του Morgoth, και προφανώς σχηματίστηκε από μαζικές ηφαιστειακές εκρήξεις. Της δόθηκε το όνομα Μόρντορ =Μαύρη Χώρα ήδη από πολύ νωρίς, ωστόσο, μόνο η αράχνη Shelob είχε εγκατασταθεί εκεί πριν τον Σάουρον.
Ο Σαουρον ανέπτυξε σταδιακά και αθόρυβα τις δυνάμεις του τόσο ώστε η επιρροή του να φτάνει (στα μέσα της Δεύτερης Εποχής) να καλύπτει ακόμα και ολόκληρο το Έριαντορ. Πάντα, όμως, έβρισκε σκληρή αντίσταση από τα Ξωτικά του Γκιλ-γκάλαντ και αργότερα από τους Νουμενόριους. Το έτος 3262 της Δεύτερης Εποχής (ΙΙ-3263), ο Νουμενόριος Βασιλιάς Αρ-Φαραζον κατέπλευσε από τη νήσο Νούμενορ με μια ακατανίκητη στρατιά, συνέτρψε τις δυνάμεις του Σαουρον και έπιασε τον ίδιο αιχμάλωτο. Η Μόρντορ έμεινε έρημη.
Μετά τον καταποντισμό του νησιωτικού κράτους του Νούμενορ και την ίδρυση στη Μέση-γη του κράτους της Γκόντορ από τους Πιστούς (με αρχηγό τον Ελέντιλ και τους γιους του, Ισίλντουρ και Ανάριον) μεγάλα οχυρά χτίστηκαν έξω από τα φυσικά τείχη της Μόρντορ, ώστε να εμποδιστεί η επιστροφή οποιουδήποτε δόλιου πλάσματος στην περιοχή. Κυριότερο από αυτά τα οχυρά ήταν η Μίνας Ίθιλ (Πύργος του Φεγγαριού), αρχική κατοικία του Ισίλντουρ.
Όμως, ο Σαουρον -που ως πνεύμα είχε επιβιώσει από την καταστροφή- είχε ήδη επιστρέψει κρυφά και ετοίμαζε νέα επίθεση. Έτσι, το έτος ΙΙ-3429 επιτέθηκε στη Μίνας Ίθιλ, αλλά ο Ισίλντουρ διέφυγε στον Βορρά, στην Άρνορ και ειδοποίησε τον πατέρα του. Αυτός ζήτησε τη βοήθεια του φίλου του Γκιλ-γκάλαντ και δημιούργησαν την "Τελευταία Συμμαχία" Ξωτικών και Ανθρώπων. Όταν ο Σαουρον ηττήθηκε τελικά μετά από πολιορκία και μάχες διάρκειας δέκα ετών (ΙΙ-3441), η Μόρντορ πέρασε στην επικυριαρχία της Γκόντορ. Καθώς, όμως, η ισχύς της Γκόντορ εξασθενούσε με την πάροδο των ετών, η επιτήρηση έγινε πλημμελής.
Έτσι, μετά από περίπου δυο χιλιάδες χρόνια (ΙΙΙ-1980), επέστρεψαν οι Ναζγκουλ και ανακατέλαβαν την περιοχή στο όνομα του Εχθρού, στοιχειώνοντας τον πύργο Μίνας Ίθιλ, που από τότε ονομάστηκε Μίνας Μόργκουλ (Πύργος της Μαγείας), Ο ίδιος ο Σαουρον παρέμενε στον πύργο Ντολ-Γκουλντούρ, στα νότια του Μίρκγουντ, του Δάσους της Σκοτεινιάς, και δεν επέστρεψε στο Μπάραντ-Ντουρ, παρά λίγα μόνο χρόνια πριν τον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού (ΙΙΙ-3019). Τότε το Ενα Δαχτυλίδι της Δύναμης καταστράφηκε, όταν ρίχτηκε στις Σχισμές του Ολέθρου στο ηφαίστειο Οροντρούϊν, όπου είχε σφυρηλατηθεί, φέρνοντας έτσι το απόλυτο τέλος στον Σκοτεινό Άρχοντα και την κυριαρχία του Κακού. Η περιοχή της Μόρντορ πέρασε ξανά στην κυριαρχία του Νότιου Βασιλείου.

26/8/10

Ένα ωραίο σχέδιο (στ' μέρος)


Ο Ελουρέντ δεν κουνήθηκε από τη θέση του επειδή προτίμησε να μην την ακολουθήσει, αφού της προκαλούσε τόση νευρικότητα, και αποφάσισε ότι θα ήταν σαφώς καλύτερα να την αφήσει να ηρεμήσει μόνη της για λίγο και να πάει να τη βρει ο ίδιος αργότερα, στο σπίτι της. Έμεινε για ώρα έτσι ξαπλωμένος, πάνω στο βράχο, μέχρι που υπήρχε ελάχιστη υγρασία πάνω του, και τότε μόνο σηκώθηκε και κατέβηκε κι αυτός με αργό βήμα την όχθη, ως το σημείο που είχε αρχίσει το κυνηγητό, κι εκεί βρήκε τα όπλα του και τις βρεγμένες μπότες της που δεν τις είχε πάρει μαζί της, καθώς έφευγε από κοντά του τρέχοντας.
Τις μάζεψε και πήρε το δρόμο που είχε πάρει κι εκείνη, και έφτασε ως το σπίτι της. Λεπτός καπνός έβγαινε από την καμινάδα, και το φουστάνι της ήταν κρεμασμένο πάνω σε ένα από τα κλωνάρια του πιο κοντινού σφενταμιού, το άγγιξε, ήταν ακόμα πολύ υγρό. Πήγε στην πόρτα της αθόρυβα και ακούμπησε το αυτί του πάνω στο ξύλο, από μέσα όμως δεν άκουγε τίποτα. Έσπρωξε την πόρτα της αργά, νομίζοντας ότι ίσως εκείνη κοιμάται, και είπε σιγανά το όνομά της. Ήταν εκεί και καθόταν στο πάτωμα, μπροστά στη φωτιά, φορώντας το λινό γκρίζο νυχτικό της και ήταν τυλιγμένη με τη χοντρή κουβέρτα της. Τον κοίταξε που έσκυψε ελαφρά για να μπει και κρατούσε στα χέρια του τα πράγματά της.
»Τα ξέχασες φεύγοντας…» της είπε και τα ακούμπησε δίπλα στην πόρτα. « Πως νοιώθεις;»
«Είμαι καλύτερα τώρα…Σ’ ευχαριστώ που τα έφερες, κρύωνα τόσο πολύ εκείνη την ώρα που δεν θυμήθηκα να τα μαζέψω…» του είπε και κατέβασε τα μάτια της από τα μάτια του, και τα μάγουλά της ρόδισαν.
«Με θέλεις να μείνω για λίγο κοντά σου, ή προτιμάς να φύγω;» τη ρώτησε βλέποντάς την να αισθάνεται τόσο άβολα, μπροστά του, όμως Ελάννα αντί για απάντηση, τον κοίταξε αναγνωρίζοντας την μεταμέλειά του και μετακινήθηκε στο πλάι, για να του αφήσει χώρο να καθίσει δίπλα της, μπροστά στη φωτιά. Ο Ελουρέντ άφησε το όπλα του κοντά στα πράγματά της και ήρθε και κάθισε παίρνοντας μία πολύ ωραία στάση, φαινομενικά ανεπιτήδευτη: Κάθισε με το ένα γόνατο διπλωμένο στο πάτωμα και το άλλο όρθιο (και ‘κει είχε ακουμπήσει απλωμένο το ένα του χέρι) και στηριζόταν με το άλλο του χέρι λυγισμένο στον αγκώνα. Ήταν πολύ χαλαρός και ακαταμάχητα ωραίος, και αιχμαλώτισε ξανά το βλέμμα της, αλλά η Ελάννα δεν έδειξε τίποτα πέρα από το ότι το τρέμουλό της έγινε πιο έντονο, κι εκείνος το πρόσεξε και ανακάθισε.
«Θα το έχω βάρος στη συνείδησή μου αν κρυώσεις εξαιτίας μου…» μουρμούρισε ανήσυχος, «πέρασες όλον τον χειμώνα χωρίς αρρώστια για να την πάθεις τώρα…» Έφερε το ένα του χέρι στην πλάτη της και με το άλλο την κρατούσε σταθερή από τον δεξί της ώμο και την έτριψε δυνατά, σχεδόν πονώντας την, και την τύλιξε ακόμα σφιχτότερα με την κουβέρτα της και την τράβηξε να κολλήσει πάνω του, σαν για να τη ζεστάνει και με το σώμα του.
«Γιατί τα κάνεις όλ’ αυτά;» τον ρώτησε μετά από μερικές στιγμές η Ελάννα που ως εκείνη την ώρα είχε δεχτεί το άγγιγμά του αδιαμαρτύρητα.
«Τί κάνω, δηλαδή;» την αντερώτησε, τραβώντας τα χέρια του από πάνω της.
«Γιατί μου δείχνεις τόση προσοχή;»
«Γιατί όχι; Επειδή φαινόμαστε διαφορετικοί;» της είπε κοιτώντας την στα μάτια. «Είμαστε φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά, Ελάννα, οι άνθρωποι και τα ξωτικά, και το μόνο που μας διαφοροποιεί είναι η φθορά της σάρκας και τα αίτια που την προκαλούν, και όχι η μορφή, ή οι ικανότητες…», ακολούθησε μία μικρή σιωπή και συνέχισε:
»Ξέρω τα πάντα για σένα, όμως εσύ γνωρίζεις ελάχιστα για μένα, γι’ αυτό νομίζω πως ήρθε ο καιρός να μάθεις ποιος είμαι και τι γυρεύω εδώ…»

21/8/10

Ένα ωραίο σχέδιο (δ' μέρος)


Η Ελάννα ξεκίνησε τις προπονήσεις ένα πρωινό του Μάρτη, ενώ το κρύο ήταν ακόμα τσουχτερό και ο ήλιος πολύ νέος για να ζεστάνει τη φύση, αλλά η αποτυχία να χτυπήσει έστω και έναν από τους στόχους που είχε βάλει, την απογοήτευσε σύντομα. Όμως δεν εγκατέλειπε τις προσπάθειες της, και για αρκετές μέρες ακόμα δοκίμασε τις ικανότητές της στην τοξοβολία, αλλά οι επιδόσεις της δεν βελτιώνονταν καθόλου, παρά την επιμονή της. Οι Ντρούγκου που γυρνούσαν από βραδινό ψάρεμα την είδαν που για πρώτη φορά μετά από δυο βδομάδες με το τόξο, βγήκε από τον περίβολο του σπιτιού της και οπλισμένη με ένα αυτοσχέδιο κοντάρι πήγε προς το ποτάμι.
Τη χαιρέτισαν χωρίς να σχολιάσουν τον οπλισμό της ή τους σκοπούς της και απομακρύνθηκαν προς τον δασωμένο όγκο του Βουνού. Κι εκείνη, φτάνοντας στον Λέφνουι, έκανε ένα χοντρό κόμπο την άκρη του φουστανιού της, στο ύψος των γονάτων και με το καμάκι στο χέρι, ισορροπώντας στις γυαλισμένες πέτρες, έψαχνε για κάποιο ψάρι. Δεν υπήρχε πραγματικά λόγος να ψαρέψει, αλλά έψαχνε κάτι να ξοδέψει το χρόνο της. Νωρίτερα, είχε παρατήσει για ακόμα μια φορά το τόξο και τα βέλη των Ντρούγκου κρεμώντας τα μέσα στο σπίτι της, αφού είχε αποδειχτεί ανίκανη να στοχεύσει καλά, -παρά τη διαπιστωμένη σταθερότητά της στο ακόντιο-, και τα είχε καταστρέψει σχεδόν όλα.
Ο Ελουρέντ που συνόδευε όπως πάντα τους Γιάουρ- και κρυμμένος παρακολουθούσε όλες τις προηγούμενες ημέρες τις προπονήσεις της στο αγαπημένο του όπλο, την ακολούθησε μέχρι την όχθη του ποταμού, προσεκτικά καλυμμένος από τις σκιές ανάμεσα στα δέντρα. Τώρα σκεφτόταν ότι θα ήταν καλύτερα να την έχει βοηθήσει ο ίδιος να μάθει να στοχεύει μ’ αυτό το ελαφρύ τόξο, παρά να την έχει αφήσει στην τύχη της, και είχε μετανιώσει που είχε κρατήσει αποστάσεις από την Ελάννα, έστω από διακριτικότητα προς εκείνη. Δε θα το έκανε όμως ξανά, υποσχέθηκε στον εαυτό του, έπρεπε οπωσδήποτε να την πλησιάσει αυτό το ηλιόλουστο πρωινό.
Έτσι την παρατηρούσε από μακρυά ψάχνοντας ταυτόχρονα την κατάλληλη ευκαιρία να έρθει κοντά της, την ώρα που εκείνη σκαρφαλωμένη πάνω σε έναν γλιστερό βράχο, αμφιταλαντευόταν, έχοντας βάλει στο μάτι μία μεγάλη πέστροφα που τριγυρνούσε νωχελικά γύρω από τις πέτρες που στεκόταν. Έκανε αρκετές προσπάθειες να χτυπήσει το ψάρι ζυγίζοντας με το μάτι, το βάθος του νερού και την κλίση που έπρεπε να πάρει το καμάκι της, αλλά της ξέφευγε, και κάθε φορά απομακρυνόταν ολοένα και πιο πολύ από την ακτή, πηδώντας από βραχάκι σε βραχάκι που ξεχώριζε πάνω από το νερό, προσέχοντας να μη γλιστρήσει. Και ήταν έτοιμη να χτυπήσει επιτέλους το ψάρι και σχεδόν δεν ανάσαινε με το ακόντιο έτοιμο στο χέρι της, όταν ένα ξαφνικό τίναγμα του νερού μπροστά της, την αιφνιδίασε και την έκανε να αναπηδήσει προς τα πίσω και φυσικά να πέσει μέσα στο παγωμένο νερό και να βραχεί μέχρι τη μέση της.
Άκουσε τη σαστισμένη κραυγή του ξωτικού που φώναξε τ’ όνομά της, την ώρα που έπεφτε, και κοίταξε γύρω της, αλλά δεν τον είδε πουθενά. Κοκκίνισε από θυμό και καθώς σηκώθηκε, ξανανέβηκε πάνω στο βράχο και έβγαλε από τα πόδια της τις μπότες της και τις πέταξε στην όχθη. Τουρτουρίζοντας από το κρύο, κοίταξε μπροστά στον βράχο και βρήκε το ψάρι χτυπημένο από το βέλος και το τράβηξε. Το ελαφρύ καμάκι της όμως είχε παρασυρθεί από το ρεύμα του ποταμού και το είχε χάσει.
«Τέρας!» φώναξε αγριεμένη προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχε ακούσει τη φωνή του Ξωτικού, και είδε τον Ελουρέντ να τρέχει προς το μέρος της μέσα από τη συστάδα των δέντρων που βρισκόταν κρυμμένος. Η Ελάννα βγήκε στη όχθη βιαστικά, τσαλαβουτώντας, αφού πια δεν την ενδιέφερε να μην βραχεί, όντας ήδη βρεγμένη. Τράβηξε το βέλος από το ψάρι και του το κούνησε δείχνοντάς του το.
«Είπα να σε βοηθήσω λίγο…», της απάντησε καθώς την πλησίαζε τρεχάτος, «δεν ήθελα να σε ρίξω στο νερό», προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά εκείνη, έξω φρενών, του εκσφενδόνισε το ψάρι με όση δύναμη είχε, όμως εκείνος το απέφυγε εύκολα σκύβοντας στο πλάι. Η Ελάννα του γύρισε την πλάτη και πετώντας κάτω το βέλος του που το κρατούσε ακόμη, άρχισε να ανεβαίνει την επικλινή όχθη τρέχοντας ξυπόλητη, και εκείνος, παράτησε τα όπλα του επιτόπου και ρίχτηκε στο κατόπι της. Ήταν γρήγορη, αλλά εκείνος ήταν πολύ πιο γρήγορος και επιπλέον ήταν στεγνός, και την πρόφτασε στην κορυφή των βράχων, και καθώς την έπιασε και την γύρισε προς το μέρος του, έχασε την ισορροπία της και ο Ελουρέντ δε μπόρεσε ή δε θέλησε να διατηρήσει τη δική του, και κατρακύλησαν στην χορταριασμένη κατηφορική πλαγιά και έπεσαν αγκαλιασμένοι στα ρηχά, πάνω σε κάτασπρα ολοστρόγγυλα βότσαλα.
«Δεν ήθελα να σε ρίξω στο νερό, πρέπει να με πιστέψεις» δικαιολογήθηκε ξανά, κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά του, «χτύπησες πουθενά, είσαι καλά;» Την κρατούσε πάνω στο σώμα του και είχε το ένα του χέρι προστατευτικά γύρω από το κεφάλι της και το άλλο του χέρι περασμένο γύρω από τη μέση της και η Ελάννα μουρμούρισε ότι μάλλον ήταν καλά και με μια μόνο ματιά το Ξωτικό διαπίστωσε ότι ευτυχώς δεν είχε τραυματιστεί κανείς από τους δυο τους, εκτός από το γεγονός ότι η κοπέλα τώρα ήταν εντελώς βρεγμένη, όπως κι εκείνος.
Προσπάθησε να της χαμογελάσει, αν και η ανάσα του ήταν ελαφρά λαχανιασμένη, και θα την κρατούσε κι άλλο πάνω του, αν εκείνη δεν έτρεμε από το κρύο και την ταραχή και δεν αποφάσιζε να σηκωθεί από μόνη της. Του άπλωσε όμως το χέρι της για να τον τραβήξει από τα νερά, και ‘κείνος, το έπιασε και σηκώθηκε, σα να χρειαζότανε πραγματικά τη βοήθειά της για να το κάνει. Άρχισαν να ανεβαίνουν την όχθη πιασμένοι χέρι-χέρι, και σύντομα έφτασαν στο βράχο απ’ όπου είχαν πέσει. Την κοίταξε που έστυβε την άκρη του φουστανιού της που κρεμόταν βρεγμένο πάνω της και όπως κάθισε στο βράχο, την τράβηξε μαλακά από το χέρι που την κρατούσε νωρίτερα, για να καθίσει κι εκείνη πλάι του.
»Έλα, και μη στεναχωριέσαι…, ο ήλιος είναι ζεστός και θα μας στεγνώσει…», της είπε και έγειρε πίσω, και ξάπλωσε πάνω στη ζεστή πέτρα, διπλώνοντας τα χέρια του κάτω από το κεφάλι του.
Εκείνη ακολούθησε το παράδειγμά του, όμως σε λίγο, γύρισε στο αριστερό πλευρό και τον παρατηρούσε που είχε τα μάτια του κλειστά και μικρές διάφανες σταλίδες νερού κυλούσαν ακόμα επάνω στο πρόσωπό του και στον λαιμό του. Χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση της, άπλωσε το δεξί της χέρι και ξεμπέρδεψε με τα δάχτυλά της τις χρυσοκάστανες τούφες των μαλλιών του, και χάιδεψε με τις άκρες των δαχτύλων της το πρόσωπό του αγγίζοντας τις αδρές γραμμές του, κι εκείνος που δεν κοιμόταν, γύρισε το κεφάλι του και την κοίταξε. Η Ελάννα μάζεψε το χέρι της βιαστικά. Από τόσο κοντά, διέκρινε καθαρά τις ραβδώσεις του καστανού και του χρυσού χρώματος της ίριδας των ματιών του και μαγνητίστηκε από το βλέμμα του και την ξωτική λάμψη του.
»Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που με είχαν χαϊδέψει για τελευταία φορά…» της είπε, κι εκείνη άπλωσε πάλι το χέρι της και τον άγγιξε, όμως μόνον για λίγο, επειδή σηκώθηκε απότομα και κατηφόρισε τρέχοντας την όχθη, κι έστριψε από το μικρό μονοπάτι προς το σπίτι της.

17/8/10

Ένα ωραίο σχέδιο (γ' μέρος)


Όλο το χειμώνα την επισκεπτόταν, όχι πολύ συχνά, αλλά σε άτακτα διαστήματα. Του άρεσε να βλέπει τα μάτια της έκπληκτα και να ακούει τη φωνή της που του γελούσε χαιρετώντας τον. Ακόμα και ημέρες που η κακοκαιρία ήταν έντονη και ο αγέρας λυσσομανούσε και λύγιζε τα γυμνά δέντρα, εμφανιζόταν στην πόρτα της και την άκουγε να του μιλάει, πολλές φορές για θέματα άσχετα μεταξύ τους, ενώ κάθονταν κοντά στη φωτιά. 
Κάπως έτσι ένα απόγευμα, την έπεισε να του μιλήσει για τον εαυτό της και όχι για κάτι άλλο, και η Ελάννα του διηγήθηκε τα πάντα, για τον θάνατο των γονιών της ενώ εκείνη βρισκότανε με τους Γιάουρ και το Νέχαρ, το γειτονόπουλο που μεγάλωσαν μαζί, το πώς έμεινε επί μία εβδομάδα μέσα στη σπηλιά πίσω από το νερό μετά τη σφαγή των δικών της, πως ανακατεύτηκε με τις περιπολίες πάλι λόγω του Νέχαρ, και για ποιο λόγο αναγκάστηκε να φύγει δια παντός από το σπίτι της αδελφής της…, και τότε έκλαψε, και ήταν η πρώτη φορά που ο Ελουρέντ την είδε να κλαίει και δεν του άρεσε καθόλου το θέαμα, και μετάνιωσε που την ανάγκασε να του πει αυτά που την πονούσαν.
Όμως η λύπη των ανθρώπων δεν είναι σαν τη λύπη των ξωτικών και σύντομα ξεπέρασε την πίκρα και του χαμογέλασε με στεγνά μάτια, και ο Ελουρέντ κατάπληκτος ανακάλυψε την ικανότητα των ανθρώπων να αντιστέκονται στη φθορά της απελπισίας και να συνεχίζουν τον αγώνα της ζωής με καινούριο θάρρος. Ένιωσε να δένεται μαζί της, και τώρα δεν ήταν μόνο το προσωπικό ενδιαφέρον που τον έλκυε κοντά της, αλλά και η ανάγκη του να μάθει πράγματα που ξεπερνούσαν τη λογική και τη σοφία των Ξωτικών επειδή απλά, η γνώση και η διάρκεια της ζωής τους, τους εμπόδιζε να αντιληφθούν τη δύναμη του εφήμερου των ανθρώπων.
Η υπομονή του να παραμείνει πιστός στο σχέδιό του, λιγόστευε κάθε φορά που τη συναντούσε. Και καταβάλλοντας μεγάλο κόπο, αντιστεκόταν στον πειρασμό να την πλησιάζει πιο συχνά, και μετρούσε τις ημέρες που περνούσαν, σαν να ήταν χρόνια, στην πλάτη ενός νεροβουβαλιού που είναι αναγκασμένο να οργώνει, ενώ θα ήθελε να κολυμπά. Αλλά πιο πολύ απ’ όλα, τον προβλημάτιζε το γεγονός ότι απέφευγε να τον αγγίξει ακόμα και στο ελάχιστο, αν και εκείνος είχε μεγάλο πόθο να το κάνει. Μα τον ικανοποιούσε το βλέμμα της όταν τον κοιτούσε, και επιτέλους διέκρινε κάτι ν’ αλλάζει μέσα της όσο περνούσε ο καιρός, καθώς ανακάλυπτε ότι το σχέδιό του απέδιδε καρπούς.
Κι έτσι όμορφα πέρασε ο χειμώνας και όταν τα πρώτα μάτια στα σφεντάμια και τις σημύδες έπιασαν ν’ ανοίγουν, βγαίνανε βόλτες στο δάσος και στο βουνό, και ο Ελουρέντ της έδειξε τους φασιανούς που καλούσαν τα ταίρια τους, πάνω στα δέντρα, τα ελάφια που τα καινούρια κέρατα άρχιζαν να φυτρώνουν στα κεφάλια των αρσενικών, και τις διαδρομές των αγριόχοιρων και των χοιρομητέρων, που έβγαιναν για βοσκή στο καινούριο χορτάρι, μαζί με τα ραβδωτά μωρά τους. 
Της έκανε και μια μικρή επίδειξη τοξοβολίας, κι εκείνη το έβαλε σκοπό να μάθει να ρίχνει με το τόξο και ζήτησε από το Γκόν-γκιρι που και ‘κείνος την επισκεπτότανε κάπου-κάπου το χειμώνα, να της φέρει ένα από τα δικά τους τόξα, για να μάθει κρυφά από τον Ελουρέντ πώς να το χειρίζεται. Ο Ελουρέντ όμως που το έμαθε, νόμισε ότι εκείνη ήθελε να μάθει να το χρησιμοποιεί για να κυνηγά ζώα και πουλιά, αλλά οι Γιάουρ που την ήξεραν, του είπαν ότι ποτέ δεν έτρωγε κρέας, από παιδί ακόμα, επειδή τα λυπόταν, και συχνά όταν της τα φέρνανε στο τραπέζι οι γονείς της, αρνιότανε πεισματικά να φάει και προτιμούσε να μείνει νηστική.
Κατάλαβε τότε ότι ήθελε να δοκιμάσει τον δικό του τρόπο πολέμου, τον πόλεμο που προτιμούσαν τα Ξωτικά Σίνταρ και Λαϊκουέντι, που τους επέτρεπε να χρησιμοποιούν όλες τις ικανότητες να κρύβονται και να χτυπούν αθόρυβα. Του άρεσε που την είχε επηρεάσει τόσο πολύ, και την εκτίμησε ακόμα περισσότερο, επειδή και εκείνος αγαπούσε ιδιαίτερα τα πουλιά και τα αγρίμια του δάσους, και ο παππούς του ο Μπέρεν στο Τολ Γκάλεν, συχνά δεχόταν την επίσκεψη πολλών ζώων που δεν τον φοβόντουσαν και τον αγαπούσαν, και πολλές φορές ήταν και ο ίδιος παρών, σ’ αυτές τις ασυνήθιστες συναντήσεις. Γι’ αυτό, έπεισε τους Ντρούγκου που αντιδρούσαν στην ιδέα της παραχώρησης δικού τους όπλου στη νεαρή γυναίκα, να το κάνουν, και με περιέργεια περίμενε να δει τί θα συνέβαινε όταν θα το έπαιρνε στα χέρια της.

8/8/10

Μέση Γη

Η Μέση Γη είναι ένα φανταστικό μέρος που είναι ο φυσικός χώρος στον οποίο πραγματοποιούνται οι περισσότερες από τις ιστορίες του συγγραφέα JRR Tolkien. Αυτές οι ιστορίες περιλαμβάνουν Το Χόμπιτ και τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών.
Ο Tolkien ζωγράφισε αρκετούς χάρτες της Μέσης Γης και των περιοχών της. Ορισμένοι είχαν δημοσιευθεί στην διάρκεια της ζωής του, αν και μερικοί από τους πρώτες χάρτες δεν είχαν δημοσιευθεί μέχρι μετά το θάνατό του. Οι κύριοι χάρτες που δημοσιεύονται στο Χόμπιτ, Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, Το Σιλμαρίλλιον και οι Ατέλειωτες Ιστορίες. Τα περισσότερα από τα γεγονότα της πρώτης εποχής πραγματοποιήθηκαν στην υποήπειρο Beleriand, που αργότερα βύθιστηκε στον ωκεανό στο τέλος της πρώτης εποχής. 
Τα Μπλε Βουνά στο δεξί άκρο του χάρτη του Beleriand είναι τα ίδια βουνά που εμφανίζονται στην αριστερή πλευρά του χάρτη της Μέσης Γης π(ου περιγράφεται στη δεύτερη και τρίτη περίοδο των χρονικών της Μέσης Γης), ωστόσο ο χάρτης αυτός, δείχνει μόνο ένα μικρό μέρος του κόσμου: Τα περισσότερα από τα τεράστια εδάφη του Ρουν και Harad δεν εμφανίζονται.
Ο Tolkien, είχε δηλώσει ότι η Μέση Γη βρίσκεται στη Γη, αλλά σε ένα φανταστικό χρονικό διάστημα κατά το παρελθόν. Αργότερα απέρριψε αυτή την ιδέα, και δήλωσε ότι η Μέση Γη δεν ήταν σε φυσική απόσταση του χρόνου, αλλά «σε διαφορετικό στάδιο της φαντασίας».
Στην αρχαία Γερμανική μυθολογία, ο κόσμος των ανθρώπων είναι γνωστός με πολλά ονόματα, όπως Midgard, Middenheim, Manaheim, και Middengeard. Η παλιά αγγλική λέξη middangeard προέρχεται από μια προηγούμενη γερμανική λέξη και έτσι έχει κοινή ετυμολογική ρίζα στις συγγενικές Σκανδιναβικές γλώσσες, όπως η Αρχαία σκανδιναβική λέξη Miðgarðr...
Οφείλουμε όμως να κάνουμε τη σύγκριση μεταξύ του κλασικού χάρτη της 3ης εποχής της Μέσης Γης, με έναν σύγχρονο γεωφυσικό χάρτη της Ευρώπης...

1/8/10

Ένα ωραίο σχέδιο (β' μέρος)

Πήγε κοντά της μια μέρα που την είδε να κάθεται πάνω στη στέγη, τυλιγμένη με μια πολύ χοντρή κουβέρτα για να προστατευθεί από το κρύο. Τα δέντρα είχανε μαδήσει και καπνός ανέβαινε από την καμινάδα του σπιτιού, όμως εκείνη μάζευε τον λιγοστό ήλιο που είχε ξαναβγεί μετά από πολλές μέρες καταχνιάς. Δεν ήθελε όμως να φανεί ότι πήγαινε καθαρά για να τη δει, παρά μόνο εμφανίστηκε να περπατά κοιτώντας το έδαφος σα να έψαχνε κάτι, αρκετά μακριά από τον φράχτη της, μέσα όμως στο οπτικό της πεδίο. Και όπως έλπιζε, εκείνη τον είδε και τον φώναξε, κουνώντας του το χέρι της. Ικανοποιημένος που το σχέδιο του είχε πετύχει, πλησίασε το σπίτι της και τη βρήκε να στέκεται όρθια και να τον περιμένει, και με μία απλή κίνηση, σαν να αιωρείται με ελάχιστη δύναμη κρατημένος με το ένα του χέρι από την άκρη της στέγης απ’ όπου είχε πιαστεί, έκανε ένα ακροβατικό άλμα και ανέβηκε κι αυτός.
«Πρέπει να μου δείξεις πως το κάνεις…» του είπε χαμογελαστή.
«Πιθανόν να μπορούσα…», της απάντησε και κοίταξε ένα γύρο με το μάτι του, σαν να εξετάζει το χώρο. Κάθισε στις πλάκες της στέγης, και κοιτούσε τα δέντρα που ήταν γυμνά από φύλλα και η Ελάννα τον κοίταξε για αρκετή ώρα πριν να καθίσει κι αυτή, λίγο πιο μακριά του.
«Τι έψαχνες;»
«Κάποια ίχνη από ζώο, μην ανησυχείς… Λοιπόν, πως τα περνάς;» τη ρώτησε με αληθοφανές ενδιαφέρον, σα να μην είχε την παραμικρή ιδέα για τη ζωή της στο δάσος.
«Αρκετά καλά, λίγο βαρετά βέβαια, επειδή ο καιρός δεν είναι καλός και δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να κάνω για να περάσει η ώρα», του απάντησε με ειλικρίνεια, «αλλά κάπου-κάπου με επισκέπτεται ο Γκόν-γκιρι και μου κάνει παρέα…»
«Τότε θα έρχομαι κι εγώ για να σε βλέπω, αν θες…» της είπε χαμογελώντας, αναμένοντας να λάβει την πολυπόθητη άδεια να την πλησιάζει.
«Μπορείς να έρχεσαι όποτε θέλεις…» του απάντησε και του χαμογέλασε κι εκείνη. Και του χαμογελούσε για κάμποση ώρα ακόμα παρατηρώντας τον, όταν ξαφνικά σηκώθηκε ξανά, κατεβάζοντας το χοντρό μάλλινο ύφασμα από τους λεπτούς ώμους της και πήγε στην άκρη της στέγης. Βρήκε το πάτημα που χρησιμοποιούσε για να κατεβεί στο έδαφος, παίρνοντας την κουβέρτα της μαζί της.
»Μη φύγεις…», του είπε κοιτώντας τον από κάτω, «θα επιστρέψω αμέσως!»
Μπήκε στο σπίτι και ο Ελουρέντ την άκουσε που κάτι ανακάτευε στη φωτιά και αναρωτήθηκε τί να του ετοίμαζε. Η Ελάννα βγήκε ξανά σε λίγο έξω, μόνο με το φαρδύ μάλλινο φουστάνι της, και κρατούσε ένα πήλινο κουπάκι γεμάτο με ένα περιεχόμενο που άχνιζε. Το φυσούσε για να κρυώσει όταν έκλεισε την πόρτα πίσω της, κρατώντας το με τα δύο χέρια της και το ακούμπησε σκαρφαλώνοντας ταυτόχρονα, στη άκρη της στέγης. Μύριζε όμορφα και έβγαλε ένα ξύλινο κουτάλι από την τσέπη της και του το έδωσε.
»Πρώτη φορά έρχεσαι να με επισκεφτείς και γι’ αυτό πρέπει να σε κεράσω, αν και ξέρω ότι δεν τρως κανένα φαγητό ανθρώπινο, και δε γνωρίζω τί τρώνε οι Ξωτικοί και πώς φτιάχνεται για να το φτιάξω…Όμως αν ήθελες τουλάχιστον να το δοκιμάσεις…θα ήταν αρκετό, για το καλωσόρισμα…» του είπε, κοιτώντας τον στα μάτια.
«Ποιος σου είπε ότι είμαι Έλνταρ;» τη ρώτησε με αφέλεια.
«Δεν ήταν δύσκολο να το μαντέψω, αν και ρώτησα και τον Γκόν-γκιρι…, για σιγουριά…Διαφέρεις από όσα αναφέρουν οι περιγραφές που μας έχουν παραδοθεί από τους Χάλαντιν, για τη φυλή σου…», του απάντησε σιγανά και του χαμογέλασε αμήχανα.
Ο Ελουρέντ προσπέρασε το σχόλιο και της χαμογέλασε συγκαταβατικά, καθώς διέκρινε στον ήχο της φωνής της μια λεπτή ντροπή. Σκέφτηκε ότι το κορίτσι ίσως καθώς του μιλούσε να είχε κιόλας μετανιώσει για την ευθύτητά της και δε θέλησε να την αποθαρρύνει. Πήρε το κουπάκι από τα χέρια της και το έφερε κοντά στο πρόσωπό του για να το μυρίσει και να αισθανθεί την ζεστασιά του.
«Έχει ενδιαφέρουσα μυρωδιά…» της είπε και το ανακάτεψε ελαφρά με το κουτάλι που του είχε φέρει. Μετά, πήρε μία ελάχιστη ποσότητα στην άκρη του κουταλιού και την έφερε στο στόμα του. «Είναι γλυκό…», της είπε πάλι, και της το έδωσε πίσω, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο τις πληροφορίες της για τη ξωτική του καταγωγή, αλλά είδε την απογοήτευση στα μάτια της.
»Ξέρω ότι αρέσει στον Γκόν-γκιρι, όμως θα πρέπει να ξέρεις ότι και ‘γω δεν τρώω ποτέ τίποτα, και είναι κατόρθωμα το ότι με έπεισες να δοκιμάσω έστω κι αυτό…»
«Πως ξέρεις ότι αρέσει στο Γκόν-γκιρι;»
Είχε έρθει η σειρά του Ελουρέντ να της χαμογελάσει αμήχανα. Είχε στήσει ολόκληρη πλεκτάνη για να την παγιδεύσει και τώρα που το σχέδιό του απέδιδε, κινδύνευε να το καταστρέψει ο ίδιος με τον υπερβολικό ενθουσιασμό που ένιωθε.
«Μου το ανέφερε τυχαία, πριν από καιρό…» είπε σχεδόν αδιάφορα αν και τα μάτια του έλαμπαν, και η Ελάννα που τον κοιτούσε με επιφύλαξη, φάνηκε να ξεπερνά την υποψία και κοίταξε μπροστά της.
Έμειναν έτσι για λίγη ώρα, αμίλητοι, και μετά ο Ελουρέντ σηκώθηκε και στάθηκε στην άκρη της στέγης και εκείνη τον κοίταζε με τρόμο που ισορροπούσε τόσο άφοβα, αν και το ύψος δεν ήταν μεγάλο για ‘κείνον, καθώς ήταν πολύ ψηλός, ένα κεφάλι ψηλότερος από εκείνη, και στην Ντίμροστ δεν θεωρούνταν κοντή, για γυναίκα των Χάλαντιν…Ο Νέχαρ που ήταν ο πιο ανεπτυγμένος σωματικά από όλους τους άνδρες κατοίκους, ήταν μόλις ελάχιστα εκατοστά ψηλότερος από την ίδια.
»Θα έρθω σύντομα να σε ξαναδώ!» της είπε και πήδηξε στο έδαφος, κι εκείνη έσκυψε από τη στέγη και τον κοίταξε, και τα μάτια της, στο χρώμα του γκρίζου ασημιού, του γέλασαν.

26/7/10

Ένα ωραίο σχέδιο


Ο χειμώνας πλησίαζε όταν αποφάσισε να πάει να τη δει από κοντά. Την προηγούμενη άνοιξη, της είχε πει ότι θα πήγαινε κοντά της αν τον φώναζε, όμως εκείνη δεν το είχε κάνει, και αισθανόταν σα να τον είχε απορρίψει χωρίς να το αξίζει. Τον τραβούσε η παρουσία της επειδή ήταν αδάμαστη και ανεξάρτητη σαν μια αρχαία πολεμίστρια των Χάλαντιν, που ίππευε και μαχόταν χωρίς να φοβάται τον κίνδυνο, καθώς θυμότανε καλά, ότι οι ντελικάτες γυναίκες της φυλής του δε θα φέρονταν ποτέ μ’ αυτόν τον τρόπο. Το πιο πιθανό θα ήταν να χάνονταν αβοήθητες, σε περίπτωση που βρίσκονταν μόνες τους μέσα στο δάσος. Δε θα γνώριζαν πώς να προστατευθούν από το κρύο ή πώς να αναζητήσουν τη τροφή τους, ούτε και πώς να αναγνωρίσουν τις εδώδιμες τροφές. Θα ήταν εκτεθειμένες και ανίκανες να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ή να βοηθήσουν άλλους που ίσως είχαν ανάγκη, αιώνια εξαρτημένες από τη φροντίδα των αντρών.
Όμως η Ελάννα γνώριζε πώς να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της ζωής στην ύπαιθρο, και ήταν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Οι Ντρούγκου την αγαπούσαν και ο Γκόν-Γκιρι τη λάτρευε, και το Νότιο δάσος των σφενδαμιών, του είχε γίνει πολύ πιο αγαπητό, από τότε που εκείνη ήρθε να ζήσει εκεί. Οι Χάλαντιν (εκτός από τον Χάλαντ, προφανώς), αντιμετώπιζαν τα κορίτσια σαν ιερά πλάσματα και αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι στο παρελθόν, πολλές γυναίκες μάχονταν μαζί με τους άντρες στις μάχες, και σκοτώνονταν μαζί με αυτούς, στην πρώτη γραμμή. Δεν καταλάβαινε γιατί νόμιζε ότι μια τέτοια αμαζόνα θα έπρεπε να είναι διαφορετική από τις υπόλοιπες ανθρώπινες κοπέλες, ούτε για ποιο λόγο η φαντασία του την είχε πλάσει αλλιώς. Τώρα όμως που την είχε συναντήσει, την τελευταία από αυτό το σπάνιο είδος, συνειδητοποιούσε ξαφνικά πόσο λάθος είχε κάνει στις εκτιμήσεις του: Δεν ήτανε λιγότερο ωραία ούτε και πιο γεροδεμένη από τις ξωτικές, αλλά σίγουρα, δεν ήταν άφθαρτη, και αυτό είχε αποδειχτεί με τον σοβαρό τραυματισμό της που παραλίγο να της κοστίσει τη ζωή.
Αναρωτιόταν όμως πόση δύναμη είχε μέσα της και ποια ήταν η πηγή αυτής της δύναμης που την κρατούσε τόσο ετοιμοπόλεμη και ψύχραιμη, ώστε να μην υποχωρεί και να επιμένει να παλεύει σκληρά, παρά τον πόνο από τα τραύματά της και τον κίνδυνο της επικείμενης θανάτωσής της, από την επίθεση των τριών δυνατότερων από εκείνη αντρών. Γιατί οπωσδήποτε δεν μπορούσε να περιμένει ότι θα σωζόταν από κάποιον που δε γνώριζε ότι βρισκόταν κοντά, εκείνο το βράδυ έξω από το δάσος…Και ταυτόχρονα, σκεφτόταν ακόμα, και κοίταζε συχνά το χέρι του που εκείνη είχε φιλήσει από ευγνωμοσύνη, μετά το θλιβερό επεισόδιο με τον γαμπρό της. Είχε βρεθεί αρκετές φορές κοντά της από τότε, χωρίς εκείνη να το ξέρει, ότι την ακολουθούσε σχεδόν καθημερινά στις διαδρομές της μέσα στο δάσος, σαν το σιωπηλό κυνηγό που καραδοκεί το θήραμά του.